Αυτό δεν είναι τραγούδι #1102
DJ της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά
Το ραντεβού στο οφθαλμιατρείο είναι για τις έξι, οπότε εγώ είμαι εκεί στις έξι παρά πέντε, κυρία. Στην αίθουσα αναμονής βρίσκω άλλους τρεις να προηγούνται. Το περίμενα: τον Αύγουστο μπορεί να μην έχει ειδήσεις (που έχει, τελικά), αλλά έχει μάτια πάσχοντα – βγάζει μάτια ο Αύγουστος. Γι’ αυτό έχω φέρει βιβλίο μαζί μου. Βολεύομαι σε μια γωνία και το ανοίγω. Υπομονή.
Έχω παραβιάσει τον κανόνα «ποτέ μην πας κάπου όπου ενδέχεται να σε φάει το περίμενε με βιβλίο που δεν έχεις ήδη αρχίσει» και τώρα πληρώνω το τίμημα. Λάθος επιλογή. Έχω φέρει το «Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική» του Ενρίκε Βίλα-Μάτας, το οποίο αποδεικνύεται λάθος επιλογή. Δεν είναι κακό (αυτός ο τύπος δεν μπορεί να γράψει χάλια), αλλά δεν κάνει για αίθουσα αναμονής. Χώρια που δεν μπορώ να καταλάβω αν κάνει πλάκα ή αν μιλάει σοβαρά, γεγονός που με τσιτώνει χειρότερα. O συγγραφέας περιγράφει την εμπειρία του –ως έκθεμα– στην Documenta 13. Δεν είναι ανάγνωσμα αυτό όταν τρέχει (και τσούζει) το μάτι σου.
Στις εφτά έρχεται επιτέλους η σειρά μου. Κλείνω το βιβλίο και μπαίνω στα ενδότερα όπου με περιλαβαίνουν οι βοηθοί: περνάω από σαράντα κύματα (και άλλα τόσα μηχανήματα – μόνο σε σολάριουμ δε με βάλανε) μέχρι να με πάνε στον γκουρού – τον οφθαλμίατρο, πώς να πω. Κάποτε τελειώνουν τα διαδικαστικά και με παρουσιάζουν στον άνακτα.
«Τι τρέχει, Μαρίκα;»
«Το μάτι μου, γιατρέ».
Λιτή και κατηγορηματική – αυτή είμαι.
***
Μισή ώρα αργότερα, μαθαίνω ότι έχω «οξεία εσωτερική κριθή». Τίποτα φοβερό, θα περάσει με κολλύριο. Αλλά μια και ήρθα, θέλει να με δει καλά. (Ογδόντα ευρώπουλα την επίσκεψη χρεώνει ο μετρ, κάπως πρέπει να τα δικαιολογήσει.) Μου βάζει κάτι σταγόνες και στα δύο μάτια (προετοιμασία για τη δεύτερη εξέταση) και μου λέει να βγω να περιμένω μισή ώρα. Έχει ήδη πάει οχτώ. Ξαναπιάνω το στασίδι μου στην αίθουσα αναμονής, που τώρα είναι άδεια κι έρημη, και ξανανοίγω το βιβλίο μου. Εξακολουθεί να με εκνευρίζει ο Ισπανός – χώρια που τώρα δεν καλοβλέπω κιόλας εξαιτίας του φάρμακου στα μάτια. Κλείνω το βιβλίο κι αναστενάζω – διακριτικά.
«Μπελάδες;»
Η ερώτηση έρχεται από τον καναπέ στα αριστερά μου. Γυρίζω και βλέπω κάποιον να κάθεται μόνος σε μια γωνία. Δεν τον είχα προσέξει προηγουμένως. Μεσήλικας, χαμογελαστός, κομψός. Φοράει γυαλιά ηλίου. Σε κλειστό, ημιφωτισμένο χώρο. Ή ψυχάκιας ή τυφλός. (Με δεδομένο το πού βρισκόμαστε, εύχομαι το δεύτερο.)
«Μπα, τα συνηθισμένα».
«Θυμάμαι τη μακαρίτισσα τη μάνα μου που ρωτούσε κάθε μεσημέρι τον πατέρα μου όταν γυρνούσε από τη δουλειά, “Κανένα νέο;” Κι εκείνος απαντούσε απαράλλαχτα “Ευτυχώς, κανένα”, έστω κι αν στο μεταξύ είχε κηρυχτεί πόλεμος, που λέει ο λόγος».
«Όχι, ειλικρινά, όλα καλά, δεν έχω τίποτα».
«Με συγχωρείτε για την αγένεια… Που δεν βγάζω τα γυαλιά μου, εννοώ. Δεν επιτρέπεται να σας μιλάω φορώντας γυαλιά ηλίου, αλλά για μένα δεν έχει καμία διαφορά. Δεν βλέπω πια σχεδόν καθόλου και εκτός αυτού τα μάτια μου είναι μάλλον αποκρουστικά και δεν θα ήθελα να σας επιβάλω τη θέα τους».
Εντάξει, τυφλός είναι. (Εδώ –με την εκ των υστέρων γνώση, μιλάω– υποπίπτω σε λογικό σφάλμα: τίποτα δεν αποκλείει το να είναι και τυφλός και ψυχάκιας.)
«Και τι διαβάζετε, αν επιτρέπετε;»
Του λέω.
«Τι θέμα έχει;»
Του λέω.
«Πολύ ενδιαφέρον! Και γιατί σας εκνεύρισε;»
Επίμονος! Προσπαθώ να του εξηγήσω, με λίγα λόγια, την απόγνωση που μου προκαλεί ένα έργο τέχνης, εν γένει, όταν δεν μπορώ να καταλάβω αν ο καλλιτέχνης κάνει πλάκα ή όχι. Του φέρνω ως –κακό– παράδειγμα το έργο This variation που αναφέρεται στο βιβλίο: μία απολύτως σκοτεινή αίθουσα όπου καλείται κανείς να την διασχίσει και ό,τι ήθελε προκύψει.
«Αυτό για μένα δεν είναι έργο τέχνης, αλλά η καθημερινότητά μου».
Έχει ένα δίκιο. Το παραδέχομαι, ενώ μου ξεφεύγει κι ένα απρεπές γελάκι, το οποίο όμως δεν φαίνεται να τον δυσαρεστεί.
«Για κοιτάξτε σύμπτωση! Κι εγώ εννοιολογικός καλλιτέχνης είμαι. Ακριβέστερα: ήμουν».
Δεν πιστεύω στις συμπτώσεις. Το να διαβάζω ένα βιβλίο για πρωτοποριακή τέχνη και να το συζητώ με έναν «εννοιολογικό καλλιτέχνης» στην αίθουσα αναμονής οφθαλμιατρείου είναι ψηλά στη λίστα των δικών μου «αυτά δεν γίνονται». Κουμπώνομαι και περιμένω τη συνέχεια με ύφος «λέγε μέχρι να κάνεις λάθος – κι ύστερα, τρέχα να κρυφτείς».
«Σε Documenta δεν έχω εκθέσει, αλλά νομίζω ότι θα ταίριαζα μια χαρά στο κλίμα του Κάσελ. Δυστυχώς, δεν μου το πρότεινε ποτέ ο ατζέντης μου».
Τον κοιτάζω καλύτερα (όσο μπορώ, δηλαδή, γιατί με αυτά τα καραγκιοζιλίκια που μου έβαλαν στα μάτια θολώνω όλο και περισσότερο όσο περνάει η ώρα): μοιάζει με τον Στίβι Γουόντερ, αν εξαιρέσεις το χρώμα· και τα μαλλιά· και τη φωνή. Εντάξει, καμία σχέση με τον Στίβι Γουόντερ! Μόνο τους κοινό στοιχείο τα μαύρα γυαλιά και το χαμόγελο στο πουθενά.
«Έχω δει κάτι δικό σας;» ρωτάω – και την ίδια στιγμή αντιλαμβάνομαι πόσο κουλή ακούγεται αυτή η ερώτηση. (Είμαι γεννημένη για small talk σε γκαλερί.)
«Και πού να το ξέρω;»
Ορίστε, με πήρε στο ψιλό ο καλλιτέχνης! Δεν τον αδικώ. Γελάω με το σχόλιό του: μου άξιζε.
«Πάντως, δεν αποκλείεται. Εκθέτω χρόνια, κι εδώ και έξω. Ίσως να έχετε δει κάτι, αν όχι σε γκαλερί, τότε σε κάποιο περιοδικό. Τότε που ζούσαμε…»
Ωχ, όχι! Μην πάμε στο «τότε που ζούσαμε», άσε μας εδώ στην τύφλα μας, καλά είμαστε.
«Δεν έχω κάνει κάτι τόσο προχωρημένο όσο αυτό το This variation που μου είπατε, αλλά… μήπως σας κουράζω;»
Ναι, εσένα περίμενα!
«Μα όχι, σας ακούω με μεγάλο ενδιαφέρον. Περιγράψτε μου ένα έργο σας».
Αντανακλαστική αστική ευγένεια: αυτή η μάστιγα.
«Αφού το θέλετε. Ένα από τα αγαπημένα μου είναι οι Έλξεις. Πρόκειται για απλούστατη εγκατάσταση. Φανταστείτε ένα απλό μονόζυγο σαν αυτά που είχαμε στις αυλές μας τη δεκαετία του ’60. Ουσιαστικά, ένα Π, αποτελούμενο από τρεις σωλήνες, δύο κάθετους –με ενισχυμένη στήριξη– και έναν οριζόντιο. Αυτός ο τελευταίος βρίσκεται σε ύψος δύο μέτρων από το έδαφος και άλλων δύο από τον τοίχο. Μεταξύ του μονόζυγου και του τοίχου παρεμβάλλεται ένα τοιχίο που φτάνει επίσης στα δύο μέτρα. Πίσω από το τοιχίο υπάρχει μία οθόνη υπολογιστή, λίγο πιο χαμηλά, ορατή μόνο από τα δύο μέτρα και πάνω. Πάνω στο τοιχίο ένα γκράφιτι λέει “Οι έλξεις μετράνε – αρπάξου να δεις”. Αν κάποιος θεατής –θαρραλέος, αναμφίβολα– ακολουθήσει την προτροπή και κάνει έλξη, μόλις το κεφάλι του περάσει το ύψος του μονόζυγου, ενεργοποιείται ένας αισθητήρας και μια ομιλούσα κεφαλή στην οθόνη αναγγέλλει: “μία” , “δύο” και ούτω καθ’ εξής».
Μάγκα μου, αν φορούσα καλτσόν, θα μου είχε φύγει πόντος!
«Και μέχρι πού φτάνει η αρίθμηση;» Αυτό βρήκα να ρωτήσω: από εικαστικά, περαστικά.
«Μέχρι το δέκα. Υπήρχε πάντως πρόβλεψη να ξαναρχίζει από το “μία”, αν έφτανε ποτέ στο “δέκα”. Αλλά πόσο πιθανό είναι να βρεθεί σε γκαλερί κάποιος που να κάνει παραπάνω από δέκα έλξεις; Το κοινό μου δεν είναι ακριβώς ο Καρπόζηλος!»
Ο Καρπόζηλος;! Αυτή η μηχανή του χρόνου θα έπρεπε να έχει abort.
«Εντυπωσιακό!» Ε, ήταν, ψέματα να έλεγα; «Άλλο;» Όταν παίρνω φόρα, κάνω έλξεις, όχι αστεία.
«Χαίρομαι που σας κέντρισα το ενδιαφέρον! Να σας περιγράψω την Πραγματογνωμοσύνη. Πρόκειται για απλούστατη εγκατάσταση. Φανταστείτε ένα σκάμμα, από αυτά του άλματος εις μήκος στον στίβο. Κάπου στη μέση, η άμμος είναι αναταραγμένη, σαν κάποιος να έχει μόλις προσγειωθεί σ’ εκείνο το σημείο. Υπάρχει επίσης μέρος του διαδρόμου που παίρνουν φόρα οι αθλητές, όχι μεγάλο, μέχρι εκεί που είναι η βαλβίδα… Ξέρετε, εκεί που υπάρχει εκείνη η λωρίδα την οποία δεν πρέπει να υπερβούν για να είναι έγκυρο το άλμα. Την είχα κατασκευάσει από πράσινη πλαστελίνη, προσθέτοντας μιαν εμφανή πατημασιά από βαριά, στρατιωτική αρβύλα. Πίσω από το σκάμμα υπήρχε ένας κριτής, καθισμένος σε σκαμνάκι, στην ενδεδειγμένη θέση. Ήταν ντυμένος με σιέλ κουστουμάκι, ασορτί πάνινο καπέλο, γραβάτα και μαντιλάκι, και λευκό πουκάμισο. Ξυπόλητος. Κρατούσε ένα κόκκινο σημαιάκι στο δεξί χέρι και ένα λευκό στο αριστερό. Κάθε δεκαπέντε λεπτά, σηκωνόταν από το σκαμνάκι, πήγαινε και εξέταζε ενδελεχώς την πατημασιά, ύψωνε το κόκκινο σημαιάκι, φώναζε “Άκυρο!” και επέστρεφε στη θέση του, στο σκαμνάκι».
«Βαθύ!»
«Είναι, δεν είναι;»
Ε, να τριτώσει!
«Άλλο;»
«Α, μα εσείς θέλετε προφορική έκθεση! Ας είναι, μια και περιμένουμε άπραγοι, δεν θα σας χαλάσω το χατίρι».
«Καλοσύνη σας».
«Να σας περιγράψω το Αριστούργημα αλά Σρέντινγκερ. Πρόκειται για απλούστατη εγκατάσταση. Φανταστείτε μία εργαλειοθήκη, μία από κείνες τις θεόρατες που είναι σαν δυάρι διαμπερές και ανοίγουν κλιμακωτά σε τέσσερα επίπεδα. Είναι κλειστή. Μπροστά της, μία επιγραφή λέει: “Μέσα στο κουτί είτε κρύβεται ένα αριστούργημα είτε όχι. Αν δεν το ανοίξεις, δεν θα μάθεις ποτέ”. Από πίσω στέκεται ένας κλόουν, σωματώδης και άγριος. Πετάει διαρκώς ένα κέρμα στον αέρα και όταν αυτό προσγειώνεται στην ανάστροφη της παλάμης του, κοιτάζει τι ήρθε και λέει με χαμηλή φωνή: “Το ήξερα”. Όταν κάποιος θεατής δείχνει να διαβάζει την επιγραφή, ο κλόουν σταματάει το στρίψιμο του νομίσματος και τον παροτρύνει με νοήματα –είναι σημαντικό να μην μιλάει!– να ανοίξει την εργαλειοθήκη. Αν κάποιος τολμήσει να την ανοίξει –και θα εκπλαγείτε πόσοι λίγοι το έχουν τολμήσει– βγαίνει από μέσα της μαύρος καπνός. Τότε ο κλόουν, έξαλλος, την ξανακλείνει βίαια και φωνάζει στον θεατή: “Ορίστε, το χάλασες! Τι κατάλαβες;”.
Καλά πάμε. Πόσο διαρκεί επιτέλους η μισή ώρα στο Μουσείο του Στίβι Γουόντερ; Το φως χάνεται!
«Το ένα καλύτερο από το άλλο», λέω κοιτάζοντας την ώρα στο κινητό μου. Εκείνο κινείται, η ώρα όχι.
«Ας κλείσω με το αριστούργημά μου. Αντέχετε;»
Δώσε πόνο!
«Όχι, ναι, φυσικά!»
«Το ονομάζω Τα ολόμαυρά σου μάτια & το flip side».
«Και πρόκειται για απλούστατη εγκατάσταση, έχω δίκιο;»
«Ασφαλώς! Η τέχνη σεμνύνεται! Φανταστείτε ένα τζουκ-μποξ, ένα κλασικό τέρας από τη δεκαετία του ’60. Όλοι οι τίτλοι των τραγουδιών έχουν μέσα τη λέξη “eye”, με τη μία ή την άλλη μορφή. Λόγου χάριν, “Brown eyed girl”, “Can’t take my eyes off you”, “Doctor, my eyes”–»
Αυτό κυρίως! Ταμάμ.
«Κατάλαβα, μην κουράζεστε άλλο. Το “Bette Davis Eyes” το είχατε βάλει ή να το κάνω παραγγελιά;»
«Ω, ναι, υπήρχε κι αυτό, ασφαλώς!»
«Λοιπόν;»
«Που λέτε, πάνω στο τέρας υπήρχε ένα τασάκι με κέρματα και μια επιγραφή προέτρεπε τον θεατή: “Διάλεξε μάτια”. Δίπλα ακριβώς υπήρχε ένας άντρας, ντυμένος Μεξικάνος –ξέρετε, με πόντσο και σομπρέρο–, καθιστός κατάχαμα και ακουμπισμένος στον τοίχο. Έδινε την εντύπωση ότι έπαιρνε τη σιέστα του. Στην αγκαλιά του είχε μία ξεχαρβαλωμένη κιθάρα».
«Ο άντρας ήταν όντως Μεξικάνος;» ρωτάω για τον μπλοκάρω.
«Αναλόγως. Αν βρισκόταν κανένας εύκαιρος, γιατί όχι; Ακόμα καλύτερα! Αλλά πού να βρεις παντού Μεξικάνους…»
«Σωστά».
«Τώρα, αν κανείς έριχνε κέρμα και διάλεγε τραγούδι, άνοιγε αυτομάτως το ηχείο στο κάτω μέρος του τζουκ-μποξ, το οποίο είχα διαμορφώσει σαν πόρτα σαλούν, και πεταγόταν έξω ένας Νάνος ντυμένος κρούνερ. Ταυτόχρονα, ο Μεξικάνος ζωντάνευε και άρχιζε να παίζει κιθάρα. Ό,τι τραγούδι και αν είχε επιλεγεί, ο Νάνος τραγουδούσε το “Μελαχρινάκι ” του Μάκη. Με μπρίο».
«Ως κρούνερ».
«Ναι. Κι αν τυχόν κάποιος από τους θεατές εξέφραζε απαρέσκεια κάποιου είδους, τότε ο Μεξικάνος διέκοπτε το τραγούδι και φώναζε, πικαρισμένος: “Αυτά είναι τα μάτια μας κι άμα σας αρέσουν!”, και ο Νάνος συμπλήρωνε: “Ή, στην ανάγκη, το flip side” κι άρχιζε να τραγουδάει το “Παντρεμένοι κι οι δυο”–»
«Του Μάκη, πάντα».
«Εννοείται. Αλλά με στυλ The Voice! Πού είχα μείνει;»
«Εκεί που ήσασταν».
«Μάλιστα. Τότε ο Μεξικάνος τον κοιτούσε αποδοκιμαστικά και μετά συνέχιζε τη σιέστα του. Ο Νάνος, κάπως απογοητευμένος, τα παρατούσε και επέστρεφε στο ηχείο κλείνοντας πίσω του το πορτάκι».
«Ωραίο ακούγεται. Κάτι για όλη την οικογένεια και τα λοιπά».
«Μεγάλη επιτυχία! Δυστυχώς δεν μπορούσα να το παρουσιάζω συχνά. Οι καλλίφωνοι Νάνοι σπανίζουν, ξέρετε».
«Αμ, οι καλλίφωνοι Μεξικάνοι Νάνοι; Εκεί σας θέλω!»
«Όπως το λέτε. Ευτυχώς δεν με πήγε προς τα κει η έμπνευση!»
Δυστυχώς δεν προλάβαμε να ολοκληρώσουμε αυτή την όμορφη συζήτηση, ούτε και ν’ ανταλλάξουμε χάπια, γιατί η από μηχανής νοσοκόμα με κάλεσε για τη συνέχεια της υπερπαραγωγής που σεμνά αποκαλούσαν «εξέταση» εκεί μέσα.
***
Αφού πέρασα από άλλα δέκα μηχανήματα («αυξημένη πίεση στα μάτια», μου βρήκε ο δόκτωρ· με τα αυτά που βλέπω, τι περίμενε;), κάποτε –περασμένες εννιά– με πήγαν στο γραφείο να πληρώσω. Έσκασα τα ογδόντα (αύξηση, μου υποσχέθηκαν, από την επόμενη φορά) την ώρα που ο γιατρός έγραφε τη συνταγή και η νοσοκόμα την απόδειξη.
«Μένει άλλος, Λέτα;» ρώτησε το αφεντικό;
«Όχι, τελειώσαμε», είπε η Λέτα.
«Μα είναι έξω κι ένας άλλος κύριος, ένας σχεδόν τυφλός», έσπευσα να διορθώσω.
Ο γιατρός κοίταξε τη Λέτα ερωτηματικά.
«Αυτός δεν είναι ασθενής» διευκρίνισε η Λέτα. Στρεφόμενη στον δόκτορα, συμπλήρωσε: «Λέει για τον Ανέστη. Σας περιμένει να πάτε, ξέρετε… Παρασκευή σήμερα».
Ανέστης είναι το ανφάν γκατέ της αβάν γκαρντ; Όχι, ρε παιδιά!
«Δεν είναι καλλιτέχνης;»
«Ποιος, ο Ανέστης; Ναι, bullshit artist, εκ των διαπρεπεστέρων παρεπιδημούντων ρεμαλιών. Κολλητός μου και ούτε που θα σου τον συστήσω!»
Βγήκα στον προθάλαμο εντυπωσιασμένη. Ο τύπος είχε αυτοσχεδιάσει μια καριέρα (και τι καριέρα!) μέσα σε μισή ώρα. Ποιος Βίλα-Μάτας και ποια Documenta; Εδώ μιλάμε για τον εννοιολογικό καλλιτέχνη – στα λόγια. Αμ δε! Θα το σήκωνα το γάντι το τσίγκινο, το πρόσβαρο. Μπήκα με τουπέ στην αίθουσα αναμονής και πήγα καρφί απάνω του.
«Ευχαριστώ για όλα, αγαπητέ μου. Οι περιγραφές των έργων σας με καθήλωσαν. Ορίστε και η κάρτα μου. Αν ποτέ σας σκεφτείτε να πουλήσετε τις Έλξεις, μη διστάσετε να με επισκεφτείτε».
Του έδωσα την κάρτα, του έσφιξα το χέρι και τον άφησα σύξυλο. Η κάρτα ήταν του γυμναστηρίου όπου έχω να πατήσω προπολεμικά και χρωστάω συνδρομές μισό ΑΕΠ. Ελπίζω να πάει κάποτε να με αναζητήσει. Εκεί θα δει τι εστί μονόζυγο.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι• αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Μαρίκα Τσεβά, Μουσική, Jackson Browne, Kim Carnes
from dimart http://ift.tt/2wbELkz
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου