—του Σωτήρη Βανδώρου*—
Τώρα που κατακάθισε ο κουρνιαχτός από την «Εσθονιάδα» ίσως έχει νόημα να διατυπώσουμε δυο-τρεις σκέψεις για τη σχέση κομμουνισμού και ναζισμού, πέραν από μικροκομματικές σκοπιμότητες, τακτικισμούς και συνθήματα. Πηγαίνοντας κατευθείαν στο ψαχνό, αυτό που βρίσκουμε ότι δημιουργεί σύγχυση (στους καλοπροαίρετους) και ευκαιρία εργαλειακής αξιοποίησης σε μια προσπάθεια να κατατροπωθεί ο πολιτικός αντίπαλος (για τους στρεψόδικους) είναι κυρίως ότι μοιράζονται μια θεμελιώδη ομοιότητα αλλά ταυτόχρονα και μια θεμελιώδη διαφορά. Ως καθεστώτα υπήρξαν ολοκληρωτικά, ως ιδεολογίες είναι η μέρα με τη νύχτα. Εάν αυτή η διάκριση δεν γίνεται ή εάν στρεβλώνεται η σχέση που διέπει την ιδεολογία με το καθεστώς, τότε αναπόφευκτα οδηγούμαστε σε σημαντικές παρανοήσεις. Ας προειδοποιήσουμε λοιπόν τον αναγνώστη μας. Δεν θέλουμε να στρατευθούμε υπέρ κάποιου σκοπού ούτε να κάνουμε ιδεολογικό κήρυγμα. Η πρόθεσή μας είναι απλή και περιορισμένη: ένα ξεκαθάρισμα εννοιών.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με την ιδεολογική διάσταση. Εδώ, στην περίπτωση του κομμουνισμού και προκειμένου να μην διατηρούμε έναν διασταλτικό ορισμό που θα περιέπλεκε αχρείαστα τα πράγματα για το αντικείμενό μας, μπορούμε να θεωρήσουμε ως αφετηρία και ως ουσιώδη κι απαραμείωτη αναφορά του το έργο των Μαρξ και Ένγκελς. Αν επιζητούμε για συμβολικούς λόγους μια ιδρυτική στιγμή αυτή θα μπορούσε να είναι η έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου το 1848 (αν και δεν πρόκειται για το πρώτο γραπτό τους). Ασφαλώς δεν θα προβούμε σε μια συνολική παρουσίαση των ιδεών τους. Μας ενδιαφέρει να κατανοήσουμε ως προς τι εναντιώνονται στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων και ποιες αξίες και αρχές πραγματώνει η ριζικά διαφορετική κομμουνιστική κοινωνία που οραματίζονται να την αντικαταστήσει. Βρίσκουν, λοιπόν, ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής είναι βαθύτατα κι ανεξάλειπτα άνισες, ανελεύθερες (ακόμη κι αν αυτοσυστήνονται ως κατεξοχήν σχέσεις ελευθερίας), άδικες κι εκμεταλλευτικές. Η άρχουσα, αστική τάξη ιδιοποιείται, ως μη όφειλε, τον κοινωνικό πλούτο που παράγεται από την εργασία των προλετάριων. Σε αντιδιαστολή, η κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος (προβλέπουν κι αγωνίζονται προς αυτή την προοπτική) θα είναι αταξική, που θα πει ότι οι άνθρωποι δεν θα διακρίνονται σε τάξεις ανάλογα με τη θέση τους στην παραγωγική διαδικασία. Δεν θα υπάρχουν, δηλαδή, ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (η αστική τάξη στον καπιταλισμό) και όσοι δεν διαθέτουν παρά την εργατική τους δύναμη, δηλαδή την ικανότητά τους προς εργασία (οι προλετάριοι στον καπιταλισμό). Αντίθετα, θα εγκαθιδρυθεί η κοινοκτημοσύνη. Ελλείψει τάξεων και ατομικής ιδιοκτησίας, θα επέλθει ουσιώδης ισότητα μεταξύ των ανθρώπων οι οποίοι, μην έχοντας πλέον τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους, θα αναπτύξουν σχέσεις αλληλεγγύης και συντροφικότητας. Θα καταστούν έτσι πραγματικά ελεύθεροι και ίσοι. Εδώ, λοιπόν, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η μαρξική θεώρηση περί κομμουνισμού εγγράφεται στην κληρονομιά του Διαφωτισμού, παράγεται (όπως κι άλλα ιδεολογικά ρεύματα) από τη μήτρα του κι εκφράζει (σε μια συγκεκριμένη εκδοχή) ιδεώδη του. Με άλλα λόγια, ο κομμουνισμός ως ιδεολογία των Μαρξ και Ένγκελς πιστεύει στην πρόοδο και την ειρήνευση, αξιοποιεί τον Ορθολογισμό, και αξιώνει σχέσεις ελευθερίας και ισότητας μεταξύ όλων των ανθρώπων.
Ο ναζισμός, από την άλλη, εδράζεται σε μια θεμελιωδώς αντι-διαφωτιστική θεώρηση. Μεταξύ άλλων, αρνείται απολύτως και χαρακτηριστικά τις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας, ενώ στον Ορθολογισμό αντιτείνει τα πάθη και τις ορμές. Έχει ως αφετηρία το αξίωμα ότι αποτελεί ανεξάλειπτη συνθήκη της ανθρώπινης κατάστασης ο υπαρξιακός αγώνας για την επιβίωση μεταξύ των ανθρώπινων φυλών. Οι φυλές, ως κλειστά βιολογικά σύνολα ανθρώπων, φέρουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τις διέπουν ως «ουσίες», δηλαδή είναι σταθερά κι απαράλλακτα. Αυτά τα (μη τροποποιήσιμα με πολιτισμικά και κοινωνικά μέσα) χαρακτηριστικά τους προσδίδουν στην κάθε φυλή και την αντίστοιχη θέση σε μια άκαμπτη ιεραρχία που διακρίνει αυτές που είναι αντίστοιχα παραγωγοί, φορείς ή καταστροφείς του πολιτισμού. Το πρόβλημα, για τον ναζισμό, είναι ότι η γερμανική φυλή-έθνος έχει υποστεί επιμειξίες κυρίως από τη φυλή των Εβραίων οι οποίοι, για την ακρίβεια, δεν θεωρείται ότι αποτελούν καν εντελή φυλή, έστω και κατώτερη, αλλά υπολειμματικό ανθρώπινο τύπο. Κατά προέκταση, λογίζονται ως υπάνθρωποι. Αυτές οι επιμειξίες έχουν εκ-φυλίσει το γερμανικό σώμα και είναι οι αιτίες των δεινών του. Επομένως, το ζητούμενο, που εκφράζεται με ένα πρόταγμα παλιγγενεσίας, είναι η αποκατάσταση της βιολογικής καθαρότητας της Άριας φυλής, δηλαδή της ανώτερης (της οποίας τα γερμανικά φύλα είναι η αρτιότερη έκφραση). Αυτός ο αγώνας λαμβάνει δραματική και υπαρξιακή διάσταση – συνθηματικά, «ο θάνατός σου, η ζωή μου». Κοντολογίς, η μάχη μέχρις εσχάτων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για έναν κόσμο ειρηνευμένο, ο οποίος όμως θα είναι ένας εξαριανισμένος κόσμος. Δηλαδή, οι Άριοι με επικεφαλής τους Γερμανούς θα έχουν επιβάλλει την παγκόσμια κυριαρχία τους μέσω της εξολόθρευσης των Εβραίων, της υποδούλωσης των κατώτερων φυλών και τη διασφάλιση προνομιακών συνθηκών διαβίωσης για τις ανώτερες. Ακόμη όμως και για τους προνομιούχους Άριους η ύπαρξή τους ως ατόμων δεν λογίζεται αυτοτελώς από τη φυλή τους προς την οποία οφείλουν πλήρη υποταγή μέχρι αυτοθυσίας, ακριβώς διότι η ένταξή τους σε αυτήν τους καθιστά αυτό που είναι και δεν είναι τίποτα χωρίς αυτήν.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι στη ναζιστική ιδεολογία ως τέτοια εγγράφεται ένα χαρακτηριστικά αντι-ανθρωπιστικό ιδεώδες κατά δυο τρόπους. Πρώτον, δεν υφίσταται ένα καθολικό ιδεώδες για το σύνολο της ανθρωπότητας και, δεύτερον, η ατομικότητα ισοπεδώνεται από τη συλλογικότητα, κατά την έννοια ότι η ατομική ανθρώπινη ύπαρξη δεν αποτελεί αξία και θεωρείται αναλώσιμο μέσο. Είναι δε επιπλέον προφανές, νομίζουμε, ότι η φονική βία και η πρόθεση εξολόθρευσης εκλαμβάνονται ως θεμελιώδεις. Αν κάνουμε ένα νοητικό πείραμα κι αφαιρέσουμε τη βίαιη διάσταση της ιδεολογίας του ναζισμού, αυτός θα καταστεί αγνώριστος. Με άλλα λόγια, χωρίς βία δεν υφίσταται – αυτή εμπεριέχεται στον ίδιο του τον πυρήνα.
Καταλήγουμε, επομένως, σε μια θεμελιώδη ασυμμετρία μεταξύ των ιδεολογιών του κομμουνισμού και του ναζισμού. Ο πρώτος είναι ανθρωπιστικός, ο δεύτερος χαρακτηριστικά αντι-ανθρωπιστικός. Ας πούμε, στο Ο Αγών μου (1925-26) του Χίτλερ, που μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις αυθεντικότερες εκδοχές της ιδεολογίας του ναζισμού, βρίσκουμε έναν σκαιότατο αντισημιτισμό. Αντίθετα, πουθενά δεν θα βρούμε στα γραπτά των Μαρξ και Ένγκελς ανάλογα εχθροπαθείς αναφορές για τους «αστούς». Δεν κατηγορούνται ως ηθικά πρόσωπα, ούτε ως ζητούμενο τίθεται η εξολόθρευσή τους. Μάλιστα, αναγνωρίζεται και μια προοδευτική διάσταση στον καπιταλισμό και στην αστική τάξη υπό την έννοια ότι διαλύουν τον στατικό κόσμο της φεουδαρχίας κι αυξάνουν σε απαράμιλλο βαθμό την παραγωγικότητα των μέσων παραγωγής. Αποδίδοντας το πρόβλημα της αδικίας και της εκμετάλλευσης στις κοινωνικές σχέσεις και στο γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι προσδεδεμένοι στα υλικά τους συμφέροντα, οι Μαρξ και Ένγκελς προσδοκούν ότι στην κομμουνιστική κοινωνία οι πρώην, πλέον, αστοί θα ασπαστούν κι αυτοί τις αξίες της κι επομένως είναι ενσωματώσιμοι και καλοδεχούμενοι.
Στο επίπεδο της ιδεολογίας, λοιπόν, κομμουνισμός και ναζισμός απέχουν παρασάγγας μεταξύ τους. Η εξομοίωσή τους στερείται νοήματος όχι μόνο λόγω των εντελώς διαφορετικών περιεχομένων τους, αλλά και σε ένα πιο αφηρημένο επίπεδο, με βάση τα ανθρωπιστικά κριτήρια που θέσαμε. Όσον αφορά την καθεστωτική διάσταση, τα πράγματα αλλάζουν. Ασφαλώς, το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς του Γ’ Ράιχ εφαρμόζει ή τείνει να εφαρμόζει πιστά την ιδεολογία του ναζισμού – άλλωστε ο Χίτλερ είναι ταυτόχρονα ηγέτης και ιδεολόγος. Πρόκειται αναγκαστικά για ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Μείζονα χαρακτηριστικά του αποτελούν ο παντοδύναμος ηγέτης του οποίου η θέληση υπερκερνά οποιοδήποτε θεσμό και νόμο, η απόλυτη εξουσία του κράτους (ακριβέστερα, του κράτους-κόμματος καθώς τα δυο τους συμφύρονται), η χειραγώγηση των μαζών και η υποχρεωτική τους κατήχηση στην ιδεολογία του καθεστώτος η οποία προπαγανδίζεται μέσω του κρατικού μονοπωλίου των μέσων ενημέρωσης, η κατάρρευση της διάκρισης δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, η αστυνομοκρατία κι ο εκφοβισμός, και, βεβαίως, η ανηλεής καταδίωξη των εσωτερικών εχθρών (ή απλώς των υπόπτων) οι οποίοι εξολοθρεύονται με συνοπτικές διαδικασίες σε ένα πλαίσιο πλήρους απουσίας των εγγυήσεων του Κράτους Δικαίου. Αυτή η αφηρημένη περιγραφή, ωστόσο, ταιριάζει και στο σταλινισμό, το αρχέτυπο του ολοκληρωτικού κομμουνισμού. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς αντι-κομμουνιστής (ό,τι κι αν εννοεί καθένας με αυτό) προκειμένου να το παραδεχθεί. Και καμία παράλληλη «δήλωση» περί ναζισμού δεν μπορεί να «απαιτείται». Να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται: μπορώ να καταδικάζω όσο θέλω τα εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων, χωρίς να δικαιούται κανείς να με ψέξει γιατί παρέλειψα να καταδικάσω τα εγκλήματα του ναζισμού. Φανταστείτε τη λογική προέκταση μιας τέτοιας απαίτησης. Δεν μπορώ, στ’ αλήθεια, να πω και να κάνω τίποτα. Κατ’ αναλογία είναι σα να μου λέει κάποιος «Μα λες να βοηθήσουμε τα προσφυγόπουλα, χωρίς να πεις κουβέντα για τα Ελληνόπουλα που υποφέρουν απ’ την οικονομική κρίση; Μάλλον δεν είσαι αρκετά πατριώτης».
Σε κάθε περίπτωση, διανοητική και πολιτική εντιμότητα επιβάλλουν να μη «φορτώσουμε» το σταλινισμό στους Μαρξ και Ένγκελς και, κατά προέκταση, να μην ταυτίζουμε την κομμουνιστική ιδεολογία, όπως αυτή συνελήφθη από τους ιδρυτές του μαρξισμού, με τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Εάν το κάναμε, στην καλύτερη περίπτωση θα ήμασταν υπόλογοι για αναχρονισμό. Θα παραγνωρίζαμε, δηλαδή, την ιστορικότητα των φαινομένων και θα διαβάζαμε στρεβλά το (απώτερο) παρελθόν με τα γυαλιά του παρόντος (ή του πιο πρόσφατου παρελθόντος). Απλούστερα, εάν ο Στάλιν διέπραξε φρικώδη εγκλήματα στο όνομά τους, δεν είναι εύλογο ως εκ τούτου και μόνο να τους θεωρήσουμε υπεύθυνους ή να τους καταλογίσουμε εγκληματική πρόθεση.
Αυτή, όμως, δεν μπορεί να είναι και η τελευταία κουβέντα μας για το θέμα. Διότι η συζήτηση οφείλει να μείνει ανοικτή. Ως προς τι; Ας πούμε, για το εάν, παρά τις αγαθές προθέσεις Μαρξ και Ένγκελς, η θεώρησή τους παρουσιάζει θεμελιώδη προβλήματα τα οποία ενδέχεται κατά την εκτύλιξη του κομμουνιστικού σχεδίου να το βραχυκυκλώσουν και να μπλοκάρουν την έλευση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Μια σχετική γραμμή κριτικής διατυπώθηκε ήδη από τον σύγχρονό τους Μιχαήλ Μπακούνιν ο οποίος εκτίμησε ότι εάν η επαναστατική υπόθεση ανατροπής του καπιταλισμού (που τη συμμεριζόταν) αναληφθεί υπό την ηγεσία ενός κόμματος το οποίο θα εγκαθιδρύσει τη λεγόμενη «δικτατορία του προλεταριάτου» ως μεταβατικό στάδιο μέχρι τον οριστικό «μαρασμό» του κράτους και την εγκαθίδρυση της κομμουνιστικής κοινωνίας (όπως προέβλεπαν Μαρξ και Ένγκελς), τότε το αποτέλεσμα θα είναι να μπουν νέοι εξουσιαστές στη θέση των παλιών και η κομμουνιστική κοινωνία να μην έρθει ποτέ. Οφείλουμε, για παράδειγμα, να μπορούμε να αναρωτηθούμε, με βάση την ιστορική εμπειρία, «γιατί παντού τα κομμουνιστικά καθεστώτα κατέληξαν αυταρχικά ή ολοκληρωτικά; Μπορεί ο Μπακούνιν να έχει κάποιο δίκιο;» χωρίς να εισπράξουμε την κατηγορία περί «αντι-κομμουνιστικής προπαγάνδας». Το θέμα έχει τη σημασία του, αν αναλογιστεί κάποιος την ευκολία με την οποία πολλοί ξεπετάνε το ερώτημα με μια βολική απάντηση του τύπου «μια χαρά το σχέδιο στη σύλληψή του, στην εφαρμογή στράβωσε» χωρίς πολλά-πολλά. Ή, αν σκεφτούμε για πόσους ο Φιντέλ Κάστρο, που κατσικώθηκε στην εξουσία για πάνω από μισό αιώνα, δεν εξελίχθηκε στ’ αλήθεια σε δικτάτορα, αλλά παρέμεινε αγνός επαναστάτης.
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Πηγή: BookPress
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Copy-paste
Στο:Copy-paste Tagged: σταλινισμός, Καρλ Μαρξ, Ναζισμός, Σωτήρης Βανδώρος, Φρίντριχ Ένγκελς, κομμουνισμός, ολοκληρωτισμός
from dimart http://ift.tt/2xILFx2
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου