Ποιος έχει γράψει το γνωστότερο μικρο-διήγημα στον κόσμο;
—του Γιώργου Θεοχάρη—
Έρευνα: Garson O’Toole & Associates
Τα τελευταία χρόνια γνωρίζει αξιοσημείωτη άνθιση ένα παλιό λογοτεχνικό είδος, το μικρο-διήγημα. Ένας αυστηρός ορισμός του είδους μοιάζει περιττός: ο όρος μιλάει από μόνος του. (Στα ελληνικά χρησιμοποιούμε και άλλους όρους, λ.χ., διήγημα-μπονζάι. Στα αγγλικά χρησιμοποιούνται διάφοροι όροι, όπως short–short story, micro–story, micro narrative, micro fiction, postcard fiction και sudden fiction, αλλά ο όρος που δείχνει ότι θα υπερισχύσει είναι flash fiction.) Δεν υπάρχει κοινά αποδεκτό άνω όριο λέξεων για το μικρο-διήγημα: οι περισσότεροι το τοποθετούν στις 300 λέξεις· άλλοι, ακόμα χαμηλότερα ή αρκετά ψηλότερα – εντούτοις, σε καμία περίπτωση πάνω από τις 1.000 λέξεις. Οι λόγοι της άνθισης του μικρο-διηγήματος κατά πάσα πιθανότητα πρέπει να αναζητηθούν σε σχετικά πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις (λ.χ., στα γραπτά μηνύματα μέσω κινητών τηλεφώνων) και στην εμφάνιση μέσων (κυρίως του Twitter των 140 χαρακτήρων, αλλά και του Facebook κ.λπ.) που εννοούν τη μικρή φόρμα, αλλά δεν μας απασχολήσουν εδώ. Το θέμα του παρόντος είναι άλλο: Ποιος έχει γράψει το γνωστότερο μικρο-διήγημα στον κόσμο;
Το διασημότερο δείγμα του είδους είναι αναμφίβολα αυτό το διαμαντάκι των έξι λέξεων (στα αγγλικά – γιατί στα ελληνικά είναι ακόμα συντομότερο): “For Sale: Baby Shoes, Never Worn” («Πωλούνται παιδικά παπουτσάκια, αφόρετα»). Το χαρακτηριστικό αυτού του λιλιπούτειου διηγήματος με τη μορφή μικρής αγγελίας (αλλά και του τηλεγραφικού αυτού είδους, γενικότερα) είναι ότι ο αναγνώστης καλείται να αναπτύξει μόνος του μία νοητή αφήγηση βάσει της λιτά σκιαγραφημένης και εξόχως υπαινικτικής πλοκής: πρόκειται άραγε για αποβολή; για αιφνίδιο παιδικό θάνατο; για κάτι άλλο; Είναι προφανείς οι λόγοι για τους οποίους τόσο οι συγγραφείς όσο και οι αναγνώστες βρίσκουν το μικρο-διήγημα συναρπαστικό.
Ωραία όλα αυτά, αλλά ποιος έχει γράψει το περίφημο διήγημα-αγγελία των έξι (ή τεσσάρων) λέξεων; Εννιά στους δέκα ενημερωμένους φίλους της λογοτεχνίας θα απαντούσαν χωρίς δισταγμό: «ο Ernest Hemingway». Είναι όμως έτσι;
Ας πάρουμε τα πράγματα με χρονολογική σειρά:
Μικρές αγγελίες παρόμοιες με το υπό συζήτηση μικρο-διήγημα εμφανίστηκαν πολλές μέσα στον 20ο αιώνα. Το παλαιότερο γνωστό σχετικό δείγμα δημοσιεύτηκε στην Ironwood News Record, μια τοπική εφημερίδα στο Άιρονγουντ του Μίσιγκαν, την 28η Απριλίου 1906:
Πωλείται παιδικό καροτσάκι· αχρησιμοποίητο. Απευθυνθείτε στα γραφεία μας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η συγκεκριμένη αγγελία δημοσιεύτηκε στο τμήμα μικρών αγγελιών που είχε τίτλο “Terse Tales of the Town” (“Λακωνικές Ιστορίες της Πόλης”). Δεν αποκλείεται το μικρο-διήγημα να γεννήθηκε –αθόρυβα και εν αγνοία του γεννήτορα– εδώ.
Την 16η Μαΐου 1910, ένα σύντομο άρθρο με τίτλο “Tragedy of Baby’s Death is Revealed in Sale of Clothes” («Τραγωδία Βρεφικού Θανάτου Αποκαλύπτεται σε Πώληση Ρούχων») δημοσιεύτηκε στην The Spokane Press, μια τοπική εφημερίδα στο Σπόουκεν της πολιτείας Ουάσινγκτον. Το θέμα του άρθρου ήταν μία μικρή αγγελία. Αυτό το κείμενο είναι ενδεχομένως η πρώτη “θεωρητική” στήριξη του μικρο-διηγήματος, η ληξιαρχική πράξη της γέννησής του. Το μελοδραματικό αρθρίδιο έλεγε τα εξής:
Ο κόσμος είναι πράγματι ένα μείγμα από χαρές και τις λύπες, ένα συνεχές παιχνίδι που συνδυάζει την τραγωδία και την κωμωδία. Στην καθημερινή ζωή, τα μικροπράγματα και οι ασυνήθιστες, για τους πολλούς, εμπειρίες καμιά φορά συνθέτουν συγκινητικές ιστορίες.
Το περασμένο Σάββατο εμφανίστηκε η εξής μικρή αγγελία σε μια τοπική εφημερίδα: «Πωλούνται βρεφικός ρουχισμός και παιδικό κρεβατάκι. Αχρησιμοποίητα». Η διεύθυνση ήταν στην Ιστ Μίσιον Στριτ.
Αυτό ίσως δεν σήμαινε πολλά για τον απλό αναγνώστη, αλλά για τη μητέρα που είχε περάσει ώρες και μέρες φτιάχνοντας όμορφα πράγματα για το μωράκι της σήμαινε βαθιά θλίψη και απογοήτευση.
Ίσως να είχε ονειρευτεί τη στιγμή που το μικρό της θα είχε μεγαλώσει και θα αναπολούσε την παιδική του ηλικία, κοιτάζοντας με υπερηφάνεια τα πρώτα του ρουχαλάκια που είχε φτιάξει η μητέρα του με ίδια της τα χέρια, και την κούνια του, εκεί που άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του για να αντικρίσει τις ομορφιές του κόσμου τούτου.
Αλλά η μοίρα στάθηκε σκληρή και στέρησε από τους αφοσιωμένους γονείς το μωράκι, που επρόκειτο να είναι η λιακάδα, το φως της ζωής τους, και η μητέρα, σε μια προσπάθεια να ξεχάσει τη θλίψη της, αποφάσισε να αποχωριστεί οτιδήποτε της θύμιζε το παιδάκι της, βάζοντας μια μικρή αγγελία για τα πράγματά του.
Ένας άλλος ενδιαφέρων πρόδρομος που αντανακλά την ιδέα για τη συνεπτυγμένη μορφή του μικρο-διηγήματος δημοσιεύθηκε την 24η Φεβρουαρίου 1917 σε ένα περιοδικό που απευθυνόταν σε συγγραφείς και εκδότες, το The Editor. Πρόκειται για ένα άρθρο του William R. Kane με θέμα τον αγώνα του συγγραφέα διηγημάτων για πρωτοτυπία. Εκεί, ο Kane χρησιμοποιούσε την ιστορία μιας θλιμμένης μητέρας που είχε χάσει το μωρό της. Ο τίτλος που πρότεινε ο συγγραφέας για το διήγημα-υπόδειγμα ήταν «Αφόρετα Παπουτσάκια». Με τα λόγια του ίδιου:
Ας δώσω το πρώτο παράδειγμα που μου έρχεται στο μυαλό: Η ιστορία μας μιλάει για μια γυναίκα που έχει χάσει το μωρό της, το μόνο που μπόρεσε να γεννήσει –και ξέρει πως άλλη ευκαιρία δεν θα της δοθεί. Η θλίψη της την απομακρύνει από τον κόσμο, και απειλεί να την αποξενώσει ακόμα και από τον σύζυγό της. Προφανώς ο αγώνας της να ισορροπήσει θα είναι πνευματικός· η κλιμάκωση του αγώνα της θα είναι σίγουρα ψυχικής υφής. Για να γραφτεί αυτή η ιστορία επιτυχώς πρέπει να υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο σύμβολο του αγώνα και της νίκης της μητέρας.
Ας υποθέσουμε ότι αυτό το σύμβολο είναι ένα ζευγάρι αφόρετα παπουτσάκια. Ο τίτλος της ιστορίας θα μπορούσε να είναι «Αφόρετα Παπουτσάκια». Η νίκη της συζύγου, η ανάκτηση της ισορροπίας της, θα μπορούσε να σηματοδοτηθεί από την απόφασή της να χαρίσει αυτά τα αφόρετα παπουτσάκια, επί των οποίων έχει συχνά κλάψει, στο μωρό μιας άλλης μητέρας που βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια. Η ιστορία που περιέγραψα τείνει προς το μελόδραμα, αλλά νομίζω ότι υποστηρίζει το επιχείρημά μου.
Ο Kane πρότεινε η μητέρα να χαρίσει τα παπουτσάκια, και τα «Αφόρετα Παπουτσάκια» δεν ήταν παρά ο τίτλος του διηγήματος. Αντίθετα, στο μικρο-διήγημα που εξετάζουμε εδώ, τα παπουτσάκια είναι προς πώληση και ο “τίτλος” είναι το διήγημα. Εντούτοις, η ιδέα, έστω εν σπέρματι στην πρώτη περίπτωση, παραμένει η ίδια.
Τη 13η Απριλίου 1921, ο επιφυλλιδογράφος Roy K. Moulton δημοσίευσε στη στήλη του “On the Spur of the Moment” στην Janesville Daily Gazette, μια τοπική εφημερίδα στο Τζέινσβιλ του Ουισκόνσιν, ένα σύντομο σημείωμα το οποίο απέδιδε σε κάποιον ονόματι “Jerry”. Το σημείωμα αναφερόταν σε μία αγγελία για ένα παιδικό καροτσάκι προς πώληση.
Είδα μία αγγελία στο Home Talk του Μπρούκλιν που έλεγε, «Πωλείται παιδικό καροτσάκι, αχρησιμοποίητο». Υπέροχη ιδέα για κινηματογραφικό σενάριο, έτσι;
JERRY.
Η ιστορία έγινε ευρύτερα γνωστή γιατί η στήλη του Roy Moulton αναδημοσιεύτηκε τη 13η Απριλίου 1921 στην Eau Claire Leader, μια άλλη τοπική εφημερίδα, αυτή τη φορά στο Όου Κλερ του Ουισκόνσιν, ενώ τη 15η Απριλίου 1921 έγινε θέμα και στην Port Arthur Daily News, μια εφημερίδα στο Πορτ Άρθουρ του Τέξας.
Τη 16η Ιουνίου 1921, το περιοδικό Life αναδημοσίευσε στη στήλη “Aut Scissors aut Nullus” την ακόλουθη παράγραφο από την εφημερίδα Louisville Courier–Journal, υπό τον τίτλο “Dénouement” («Η Λύση του Δράματος»):
Σπουδαίος θα είναι ο Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας που θα μπορέσει να γράψει ένα μονόπρακτο τόσο σπαραχτικό όσο η αγγελία των τεσσάρων λέξεων που δημοσίευσε η Houston Post: «Πωλείται παιδικό καροτσάκι, αχρησιμοποίητο».
Μέχρι στιγμής, δεν έχει εντοπιστεί η αγγελία που κατά την Louisville Courier–Journal δημοσιεύτηκε στην Houston Post. (Το ίδιο ισχύει και για αγγελία που υποτίθεται πως διάβασε στο Home Talk ο “Jerry”.)
Τη 10η Ιουλίου 1921, η εφημερίδα Boston Sunday Globe, στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης, δημοσίευσε στη στήλη “Drama and Pictures: Notes About the Players” μία παρόμοιου περιεχόμενου παράγραφο, αλλά απέδιδε τα εύσημα στον Avery Hopwood, έναν δημοφιλή στο Μπρόντγουεϊ θεατρικό συγγραφέα κατά τη δεκαετία του 1920:
«Όταν ένας δραματουργός θα μπορέσει να πει μια ιστορία τόσο σπαραχτικά, τόσο περιεκτικά και δραματικά, όσο κάποιες μικρές αγγελίες», δήλωσε ο Avery Hopwood, «τότε θα έχει γραφτεί ένα σπουδαίο αμερικανικό έργο». Η δήλωση αυτή έγινε ως σχόλιο στην εξής αγγελία: «Πωλείται – παιδικό καροτσάκι, αχρησιμοποίητο».
Τη 16η Ιουλίου 1921 το χιουμοριστικό περιοδικό Judge δημοσίευσε ένα κομμάτι που χρησιμοποιούσε τη μικρή αγγελία ως έναυσμα, αλλά στη συνέχεια άλλαζε το νόημά της με ένα ανατρεπτικό τέλος. Η ιστορία είχε τίτλο “Fools Rush In” («Οι Ανόητοι Σπεύδουν») και την υπέγραφε ο Jay G’Dee. Ο συγγραφέας ξεκινούσε με την εξιστόρηση της συναισθηματικής του αντίδρασης στη γνωστή αγγελία:
Είμαι ευφάνταστη ψυχή. Αυτός είναι ο λόγος που διαβάζετε αυτές τις γραμμές· συν το γεγονός ότι διάβασα το εξής: «Πωλείται παιδικό καροτσάκι, αχρησιμοποίητο». Πρόκειται απλώς για μία μικρή αγγελία σε κάποια εφημερίδα του Χιούστον, αλλά πραγματικά μου μίλησε και έκτοτε δε λέει να βάλει γλώσσα μέσα.
Η συμπόνια είναι το φυσικό περιβάλλον της ψυχής μου. Ξαναδιάβασα τη αγγελία. Η φαντασία μου κόλλησε στην τελευταία λέξη· στο πάθος της· στην τραγωδία που περιέκλειε.
Στη συνέχεια της ιστορίας, ο συγγραφέας μάς λέει ότι αποφάσισε να αναζητήσει τον άνθρωπο που έβαλε την αγγελία για να του εκφράσει τα συλλυπητήριά του. Τον βρήκε να κουρεύει το γκαζόν μπροστά στο σπίτι του και τον ρώτησε γιατί πουλούσε το καροτσάκι:
«Να σας πω, ασφαλώς. Βλέπετε, δεν εκτιμήσαμε σωστά την κατάσταση. Το καροτσάκι είναι μονό και–», εδώ χαμογέλασε αυτάρεσκα, π’ ανάθεμά τον, «όταν ήρθε η ώρα, καταλάβαμε ότι θα έπρεπε να έχουμε πάρει διθέσιο».
Την 23η Φεβρουαρίου 1924 η εφημερίδα Morning World–Herald, στην Όμαχα της Νεμπράσκα, παρουσίασε πολλαπλές ερμηνείες για την ίδια, φαινομενικά, αγγελία:
Δεν έχει υπάρξει ιστορία “ανθρώπινου ενδιαφέροντος” σε αυτή την εφημερίδα που να μπορεί να συγκριθεί με αυτή τη μικρή αγγελία: Πωλείται – παιδικό καροτσάκι. Αχρησιμοποίητο».
Γιατί δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ το καροτσάκι; Μήπως ο μικρούλης περιμένει ήδη τη Δευτέρα Παρουσία στη Βασιλεία των Ουρανών; Μήπως η μητέρα και το παιδί κείτονται στον ίδιο τάφο; Ή μήπως κάποιο γεροντοπαλίκαρο κέρδισε το καροτσάκι σε λοταρία;
Την 23η Νοεμβρίου 1927, δύο εφημερίδες (η Kokomo Daily Tribune, στο Κόκομο της Ιντιάνα, και η Tampa Morning Tribune, στην Τάμπα της Φλόριντα) δημοσίευσαν το κόμικ των Bill Conselman και Charlie Plumb στη σειρά “When in Doubt” («Σε Περίπτωση Αμφιβολίας») με ηρωίδα την Ella Cinders, που είχε ως θέμα του, εκείνη τη μέρα, τη γνωστή αγγελία. Λίγο υπερβολικά ομολογουμένως, ο στόχος των καλλιτεχνών ήταν στην πραγματικότητα να ενθαρρύνουν τους αναγνώστες να βάζουν αγγελίες:
ΛΕΝΕ ΟΤΙ ΤΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΣΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΑΓΓΕΛΙΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΛΕΞΕΩΝ: «ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΠΑΙΔΙΚΟ ΚΑΡΟΤΣΑΚΙ· ΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΤΟ».
Ως εκείνη τη στιγμή, δηλαδή το 1927, ο Ernest Hemingway (1899-1961) είχε εργαστεί στις ΗΠΑ ως δημοσιογράφος, είχε δει από κοντά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού στην Ευρώπη, είχε τραυματιστεί και επιστρέψει στις ΗΠΑ όπου παντρεύτηκε, έγινε πατέρας και χώρισε· στη συνέχεια επέστρεψε στο Παρίσι όπου ξαναπαντρεύτηκε. Παράλληλα δημοσιογραφούσε ως ανταποκριτής αμερικανικών εφημερίδων (μεταξύ άλλων, κάλυψε και τον Μικρασιατικό Πόλεμο) και έγραφε και τα δικά του. Με άλλα λόγια, ζούσε κυρίως στην Ευρώπη, με σύντομα επιστροφές στην πατρίδα του. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε αν είχε διαβάσει κάποια από τις προαναφερθείσες δημοσιεύσεις. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη. Ο ίδιος δεν έχει γράψει τίποτα σχετικό. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να είχε δει κάποια από τις μικρές αγγελίες: μολονότι δεν πέρασε πολύ καιρό στις ΗΠΑ μετά το 1918, μεταξύ 1919-1921 έζησε και δούλεψε ως δημοσιογράφος στο Σικάγο· αλλά και αργότερα, ως ανταποκριτής στο Παρίσι, δεν μπορεί παρά να είχε επαφή με τον τύπο της πατρίδας του.
Αρκετές δεκαετίες αργότερα, ένας λογοτεχνικός ατζέντης ονόματι Peter Miller ισχυρίστηκε ότι άκουσε περίπου το 1974 από έναν επιτυχημένο εκδότη εφημερίδων τη γνωστή ιστορία που θέλει τον Ernest Hemingway συγγραφέα του διάσημου «Πωλούνται παιδικά παπουτσάκια, αχρησιμοποίητα». Συγκεκριμένα, ο Miller στη σελίδα 27 του βιβλίου του με τίτλο Get Published! Get Produced!: A Literary Agent’s Tips on How to Sell Your Writing (Shapolsky Publishers, New York 1991) γράφει:
Καταπώς φαίνεται, ο Ernest Hemingway, καθώς γευμάτιζε στο Luchow’s παρέα με άλλους συγγραφείς, ισχυρίστηκε ότι θα μπορούσε να γράψει ένα διήγημα με τέσσερις μόνο λέξεις. Φυσικά, οι άλλοι συγγραφείς δεν τον πίστεψαν. Ο Hemingway τους προκάλεσε να βάλει ο καθένας τους από δέκα δολάρια στη μέση του τραπεζιού· αν δεν τα κατάφερνε, θα έχανε το στοίχημα· αν όμως τα κατάφερνε, θα τσέπωνε τα δεκαδόλαρα. Έγραψε γρήγορα τέσσερις λέξεις σε μια χαρτοπετσέτα και τους την έδωσε. Ο Μπαμπάκας [σημ.: “Papa” – έτσι συνήθιζε να αυτοαποκαλείται ο Hemingway] κέρδισε το στοίχημα. Είχε γράψει «ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΙΑ, ΑΦΟΡΕΤΑ». Μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος!
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι ο εκδότης, τη μαρτυρία του οποίου επικαλείται ο Miller, δεν κατονομάζεται. Αλλά ακόμα κι αν ξέραμε ποιος ήταν, πάλι δεν θα γνωρίζαμε αν η ιστορία που αφηγήθηκε στον Miller είναι αληθινή.
Στη δεκαετία του 1980, ο θεατρικός συγγραφέας John De Groot έγραψε έναν θεατρικό μονόλογο, και το 1989 το έργο κυκλοφόρησε με τίτλο Ο Μπαμπάκας: Ένα Έργο Βασισμένο στη Θρυλική Ζωή του Ernest Hemingway (John De Groot, Papa: A Play Based on the Legendary Lives of Ernest Hemingway, Πράξη Πρώτη, σελίδα 25, Hemingway Western Studies Center, Boise State University, Boise, Idaho). Ο De Groot είχε ενσωματώσει το ανέκδοτο του εστιατορίου στον μονόλογο. Αυτή είναι η πρώτη γνωστή εμφάνιση της ιστορίας σε βιβλίο:
Σας πάω στοίχημα ότι μπορώ να γράψω ένα πλήρες διήγημα χρησιμοποιώντας μόνο 4 λέξεις. Είσαστε μέσα;
Όχι, ε;
ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ ΧΑΙΡΕΚΑΚΑ.
Εντάξει, λοιπόν.
Ένα διήγημα με τέσσερις λέξεις:
«Πωλούνται παιδικά παπουτσάκια. Αφόρετα».
ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ ΑΥΤΑΡΕΣΚΑ.
Το έργο ανέβηκε στη σκηνή το 1996. Με αυτή την ευκαιρία, σε μια συνέντευξή του στο θεατρικό περιοδικό Playbill, ο De Groot ρωτήθηκε για τη γνωστή ιστορία και φυσικά υπεραμύνθηκε της επιλογής του να την συμπεριλάβει στο έργο γιατί, όπως είπε, ήθελε να αναδείξει τη λακωνικότητα του Hemingway. Για το αν η ιστορία είναι αληθινή, δήλωσε: «Τα πάντα στο έργο βασίζονται σε γεγονότα που περιγράφει ο ίδιος ο Ernest Hemingway ή άνθρωποι που τον γνώριζαν καλά. Κατά πόσον αυτά τα πράγματα συνέβησαν στην πραγματικότητα ή όχι δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αλλά ο Hemingway και πολλοί άλλοι ισχυρίζονταν ότι είχαν συμβεί». Με άλλα λόγια, πρέπει να πιστέψουμε τους άλλους (γιατί ο Hemingway δεν φαίνεται να έχει πει ποτέ τίποτα για το στοίχημα στο εστιατόριο)· μόνο που τους “άλλους” δεν τους ξέρουμε, συνεπώς δεν έχουμε και τη δυνατότητα να ελέγξουμε την αξιοπιστία τους.
Το 1992, ο Καναδός συγγραφέας John Robert Colombo παράθεσε στο βιβλίο του Worlds in Small: An Anthology of Miniature Literary Compositions (Cacanadadada Press, Vancouver, British Columbia, Canada, σελίδα 9) μέρος επιστολής που του είχε στείλει ο γνωστός συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Arthur C. Clarke από το Κολόμπο της Σρι Λάνκα όπου ζούσε τότε. Ο Clarke ήξερε την ιστορία με τον Hemingway και άφησε να εννοηθεί ότι είχε συμβεί κατά τη δεκαετία του 1920:
Απόσπασμα επιστολής από τον Arthur C. Clarke (από το Κολόμπο στον Colombo). Έχει ημερομηνία 11 Οκτ. 1991 και αναφέρεται στα “διηγήματα”:
Το αγαπημένο μου είναι του Hemingway – λέγεται ότι κέρδισε 10 δολάρια (καθόλου μικρό ποσό για τη δεκαετία του ’20) από καθέναν από τους φίλους του συγγραφείς. Πλήρωσαν χωρίς να προβάλουν καμία αντίρρηση…
Ιδού. Ακόμα δεν μπορώ να το σκεφτώ χωρίς να βάλω τα κλάματα–
ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΙΑ, ΑΦΟΡΕΤΑ
Ο Clarke ανακυκλώνει την ιστορία, αλλά δεν αποκαλύπτει την πηγή του. Αυτόπτης μάρτυρας δεν ήταν (όντας Βρετανός, γεννημένος το 1917). Άρα κάπου την είχε ακούσει (ή διαβάσει). Από ποιον; Πού; Πότε; Δεν υπάρχουν απαντήσεις.
To 1993, η εφημερίδα Chicago Tribune άρχισε να δημοσιεύει σειρά άρθρων για τους παιδικούς θανάτους στο Σικάγο, υπό τον γενικό τίτλο “Killing our children. 57 Children killed in 1992” («Σκοτώνοντας τα παιδιά μας. 57 παιδιά σκοτώθηκαν το 1992»). Την 3η Ιανουαρίου 1992, στο πρώτο άρθρο αυτής της σειράς, ο δημοσιογράφος Steve Johnson έγραψε ότι η ιστορία με τα παιδικά παπουτσάκια χρησίμευε ως υπόδειγμα στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής.
Αλλά όπως και η μικρή αγγελία την οποία οι δάσκαλοι δημιουργικής γραφής θεωρούν το μικρότερο διήγημα που έχει γραφτεί ποτέ –«Πωλείται ένα ζευγάρι παιδικά παπουτσάκια· αφόρετα»– κάθε μία από τις ιστορίες για τους 57 θανάτους είναι αυτοδίκαια διήγημα.
Την 11η Μαΐου 1997 ο Alan Robbins στην εφημερίδα The New York Times δημοσιεύει μια παραλλαγή της ιστορίας του στοιχήματος στο εστιατόριο, αλλάζοντας μία λέξη στο μικρο-διήγημα: τα παπουτσάκια αυτή τη φορά δεν είναι αφόρετα, αλλά αχρησιμοποίητα:
Ο Hemingway κάποτε καυχήθηκε ότι μπορούσε να γράψει ένα συναρπαστικό διήγημα με τέσσερις μόνο λέξεις: «Πωλούνται παιδικά παπουτσάκια, αχρησιμοποίητα». Τα λίγα λόγια δεν σημαίνουν απαραίτητα φτωχό νόημα.
Τον Δεκέμβριο του 1998 ο Arthur C. Clarke ξαναείπε την ιστορία που είχε αναφέρει στην επιστολή προς τον Colombo σε ένα άρθρο με τίτλο “Words That Inspire” («Λέξεις που Εμπνέουν»), το οποίο δημοσιεύτηκε στη βρετανική έκδοση του περιοδικού The Reader’s Digest, και την επόμενη χρονιά συμπεριλήφθηκε στη συλλογή άρθρων του Clarke Greetings, Carbon–Based Bipeds!: Collected Essays 1934-1998 (St. Martin’s Press, New York) με τίτλο “The Power of Compression” («Η Δύναμη της Συμπίεσης»):
Επιτρέψτε μου να τελειώσω με το καλύτερο παράδειγμα δύναμης συμπιεσμένου λόγου που έχω συναντήσει ποτέ. Πίσω στη δεκαετία του είκοσι, ένας νεαρός δημοσιογράφος στοιχημάτισε με συναδέλφους του 10 δολάρια –καθόλου μικρό ποσό εκείνη την εποχή– ότι μπορούσε να γράψει ένα πλήρες διήγημα με μόλις τέσσερις λέξεις. Κέρδισε και τον πλήρωσαν…
Προκαλώ τους πάντες, ακόμα και τους μάγους του Πλέσαντβιλ, να κόψουν κάτι από τη συντομότερη και σπαρακτικότερη ιστορία του Ernest Hemingway:
«Πωλούνται παιδικά παπουτσάκια. Αφόρετα».
Το 2006, ο λογοτεχνικός ατζέντης Peter Miller επανέρχεται στην ίδια ιστορία με πρωταγωνιστή τον Hemingway σε ένα άλλο του βιβλίο, με τίτλο Author! Screenwriter! How to Succeed as a Writer in New York and Hollywood (Adams Media, Avon, Massachusetts, σελίδα 166). Το μόνο που αλλάζει στη νέα εκδοχή είναι το όνομα του εστιατορίου: εδώ δεν είναι το Luchow’s (παλιό, διάσημο εστιατόριο στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης) που αναφερόταν στο βιβλίο του 1991, αλλά το εστιατόριο του ιστορικού ξενοδοχείου The Algonquin (κι αυτό στο Μανχάταν). Ο Miller δεν αιτιολογεί αυτή την αλλαγή. Είχε άραγε νέα στοιχεία τα οποία του την επέβαλαν; Δυστυχώς δεν αναφέρει τίποτα σχετικό.
Το 2014, στο περιοδικό The Journal of Popular Culture δημοσιεύτηκε ένα άρθρο του Frederick A. Wright με τίτλο “The Short Story Just Got Shorter: Hemingway, Narrative, and the Six-Word Urban Legend” («Το Διήγημα Μίκρυνε κι Άλλο: Ο Hemingway, η Αφήγηση και ο Αστικός Μύθος των Τεσσάρων Λέξεων»), όπου το θέμα εξετάζεται διεξοδικά. Ο συγγραφέας σημειώνει την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων που συνδέουν τον Hemingway με το μικρο-διήγημα των τεσσάρων λέξεων και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κακώς αποδίδεται στον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα.
Συμπέρασμα: δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Ernest Hemingway έγραψε το διάσημο μικρο-διήγημα για τα αφόρετα παπουτσάκια (ή για το αχρησιμοποίητο καροτσάκι) . Η ιστορία (έστω, μία παραλλαγή της) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1906 και ξανά (μία άλλη παραλλαγή της) το 1910. Το 1917 ο William R. Kane και το 1921 ο Roy K. Moulton (και ο “Jerry”) αναμφίβολα έπαιξαν κάποιον ρόλο στη διάδοση της ιστορικής αυτής αγγελίας. Είναι επίσης βέβαιο ότι τα σχετικά δημοσιεύματα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα είναι περισσότερα, αλλά είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Τέλος, είναι γεγονός ότι ο Hemingway βρισκόταν στις ΗΠΑ και το 1917 και το 1921, συνεπώς ενδέχεται να είχε διαβάσει τον Kane ή/και τον Moulton. Σε αυτή την περίπτωση, δεν αποκλείεται να χρησιμοποίησε την ιδέα για να κερδίσει μερικά έξτρα δολάρια στο περιβόητο στοίχημα. Η ουσία, εντούτοις, παραμένει μία: είτε η ιστορία του στοιχήματος στο εστιατόριο αληθεύει είτε όχι, το περίφημο μικρο-διήγημα δεν το έχει γράψει ο Hemingway. Από κει και πέρα, οι ισχυρισμοί ότι αυτή η “μικρή αγγελία” είναι «το σπουδαιότερο διήγημα όλων των εποχών» είναι μεταγενέστεροι. Το ίδιο και η εμπλοκή του Hemingway, μια φήμη που δεν ξέρουμε καν πώς, πότε και από ποιον ξεκίνησε. Κατά πάσα πιθανότητα, στην πρώτη του μορφή, το έχει γράψει κάποιος ανώνυμος το 1906, νομίζοντας ο (κυριολεκτικά) δύστυχος ότι γράφει απλώς μία στενάχωρη μικρή αγγελία – ενώ έγραφε ιστορία.
Τούτων λεχθέντων, ο αστικός μύθος που θέλει τον Ernest Hemingway συγγραφέα του αριστουργηματικού μικρο-διηγήματος «Πωλούνται παιδικά παπουτσάκια, αφόρετα» δεν στέκει. Παρ’ όλα αυτά, είναι βέβαιο ότι ακόμα κι εσείς που διαβάσατε αυτό το κείμενο, ακόμα κι αν –προσωρινά– πειστήκατε ότι έτσι έχουν τα πράγματα, όταν στο προσεχές μέλλον τύχει να ερωτηθείτε σχετικά, οι εννιά στους δέκα θα ανακυκλώσετε τον (εξ ορισμού πανίσχυρο) αστικό μύθο –την ιστορία με το στοίχημα στο εστιατόριο– γιατί, είτε αληθεύει είτε όχι, είναι μία ωραία ιστορία.
[βασική πηγή: http://ift.tt/12wO5dP]
Εικόνα εξωφύλλου: Linda Apple, 2007
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο
from dimart http://ift.tt/1GdN9SF
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου