Στις 29 Μαΐου του 1922 γεννήθηκε στη Ρουμανία ο Ιάννης Ξενάκης.
Για τον Ιάννη Ξενάκη
—του Αλέξανδρου Χαρκιολάκη*—
Είναι 5 Φεβρουαρίου του 2001 κι εγώ σπουδάζω στο δεύτερο έτος στο τμήμα μουσικών σπουδών του Πανεπιστημίου του Σέφιλντ. Με βλέπει στο διάδρομο της σχολής μου ένας από τους καθηγητές μου και οι πρώτες του λέξεις, πριν καν από τις συνηθισμένες καλημέρες (ξέρετε δα πόσο τυπικοί είναι οι εγγλέζοι), είναι «λυπάμαι πολύ για την απώλεια για τη χώρα σου, ο Ξενάκης ήταν ένας από τους σπουδαίους».
Η φράση «ήταν ένας από τους σπουδαίους» συνοψίζει νομίζω αρκετά καλά το τι ήταν ο Ξενάκης για το κόσμο της μουσικής αλλά και της γενικότερης διανόησης. Πολλοί έχουν μιλήσει για εκείνον και τις δυνατότητές του, για τη συνθετική του σκέψη αλλά και τη φιλοσοφική του διάθεση απέναντι στα πράγματα.
Ο Ξενάκης γεννήθηκε στις 29 Μαΐου του 1922 στη Ρουμανία και το 1932 μετέβη στις Σπέτσες για να γίνει μαθητής στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Το 1938 μετακόμισε στην Αθήνα για να ξεκινήσει τη προετοιμασία για να εισαχθεί στο ΕΜΠ και παράλληλα συνέχισε την ενασχόληση με τη μουσική, η οποία είχε ξεκινήσει δειλά-δειλά στις Σπέτσες. Ακούει και μαθαίνει μουσική συνεχώς, προσπαθεί να καταστεί δημιουργικός και κάνει τις πρώτες του συνθετικές απόπειρες (εδώ ένα λινκ με κάποιες από τις πρώτες, άγνωστες στο ευρύ κοινό, συνθέσεις του).
Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων που συμπίπτουν με τα χρόνια της κατοχής στην Αθήνα οργανώνεται στο ΚΚΕ, γίνεται μέλος της ΕΠΟΝ και μετέχει ενεργά στο αντιστασιακό κίνημα. Τραυματίζεται στα Δεκεμβριανά με αποτέλεσμα να χάσει ουσιαστικά την όρασή του από το αριστερό μάτι. Τελικά καταφέρνει να πάρει το πτυχίο του το 1947. Φεύγει για τη Γαλλία μέσω Ιταλίας κι ενός πλαστού διαβατηρίου καθώς δεν κατάφερε την απαλλαγή του από τη στρατιωτική θητεία όπου τον περίμεναν οι γνωστές «εκπαιδευτικές» πρακτικές για εκείνους που ήταν οργανωμένοι στα αντιστασιακά κινήματα της Αριστεράς.
Le Corbusier και Ξενάκης το 1958.
Photo Credit: Sabena FLC/ADAGP Πηγή : Andro.gr
Στη Γαλλία ξεκινά η πραγματική του ζωή ως συνθέτης. Προσλαμβάνεται στο γραφείο του Le Corbusier κι εργάζεται σε πολλά μεγάλα έργα που διεκπεραιώνει με εξαιρετική επιτυχία. Ταυτόχρονα αποζητά τη μουσική ενασχόληση και στρέφεται προς τους μουσικούς κύκλους του Παρισιού για να αποκτήσει γνώσεις που θεωρεί ότι του λείπουν. Δεν δείχνει όμως πρόθυμος να μπει στο καλούπι (στη πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ πρόθυμος να μπει σε κανένα καλούπι) των τακτικών σπουδών αρμονίας κι αντίστιξης, με ασκήσεις τετράφωνης χορωδίας και λάθη στις παράλληλες πέμπτες κι όγδοες. Ο Ολιβιέ Μεσιάν του λέει τη μεγάλη αλήθεια, ότι δηλαδή γνωρίζει πολλά που πρέπει να χρησιμοποιήσει στη μουσική του και τον προτρέπει να προχωρήσει και να γράψει όσο περισσότερο μπορεί. Μάλλον βλέπει σε εκείνον αυτό που άλλοι αρνούνται ή δεν έχουν τη δυνατότητα να δουν: ένα δημιουργό για τον οποίο οι νόρμες είναι για να αποδομούνται και να σπάνε.
Οι απόψεις του φαίνονται σε κάποιους αιρετικές, «ξεγλιστρά» από τον σειραϊσμό και την τονική μουσική και το 1954 γίνεται μέλος της ομάδας Groupe de Recherches de Musique Concrète που έχει ιδρύσει ο Pierre Schaeffer με τον Pierre Henry. Στόχος της ομάδας είναι η σύνθεση με ηλεκτρονικά μέσα και ο Ξενάκης συναρπάζεται από αυτό τον κόσμο. Ξεκινά αμέσως δουλειά με εξαιρετική επιτυχία. Η συνάντησή του με τον μαέστρο Hermann Scherchen θα αποδειχθεί καταλυτική μιας κι εκείνος θα διευθύνει πολλά έργα του Ξενάκη τα επόμενα χρόνια, αν και δεν του δόθηκε η ευκαιρία να διευθύνει τη πρώτη εκτέλεση του έργου Μεταστάσεις όπως το σχεδίαζε. Θα το διευθύνει όμως αργότερα.
Με τον Τόρου Τακεμίτσου
Από το 1959 και μετά η ζωή του περιέχει τα εξής: σύνθεση, διδασκαλία, συγγραφή κι έρευνα. Δεν θα πάψει ποτέ να είναι εκείνος ο ανήσυχος άνθρωπος, έτοιμος να ακούσει και να αγκαλιάσει τη νεωτερικότητα. Θα γράψει σπουδαία έργα: Herma (1961), Nomos Alpha (1965–1966), Polytope de Montréal (1967), Kraanerg (1968), Persephassa (1969), Evryali (1973), Psappha (1975), Komboï (1981), Rebonds (1989), Troorkh (1991) και μέχρι το θάνατό του θα συνεχίσει να είναι εκείνος που θα επηρεάζει διαδραστικά τη μουσική πραγματικότητα της εποχής του αλλά και ταυτόχρονα θα καθορίζει τη μουσική πραγματικότητα για τις επόμενες δεκαετίες. Αυτό μάλλον είναι το χαρακτηριστικό των μεγάλων δημιουργών: όχι μόνο αφήνουν το στίγμα τους στην εποχή τους αλλά μας βάζουν στη διαδικασία να τους ανακαλύπτουμε σιγά-σιγά, κι όπως τα έργα τους έτσι και τα λόγια τους γίνονται πλέον επίκαιρα. Γιατί υπάρχουν έργα του Ξενάκη που δεν έχουν αποκαλυφθεί στην ολότητά και το μεγαλείο τους (κι ας παίζονται συχνά) γιατί πολύ απλά δεν έχουμε ακόμη τη δυνατότητα να τα αντιληφθούμε. Έχουμε πολλά να μάθουμε (κι ευτυχώς).
* Ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης είναι μουσικολόγος, διευθυντής της μουσικής βιβλιοθήκης Erol Ucer και λέκτορας ιστορικής μουσικολογίας στο MIAM – IstanbulTechnical University
* * *
Ο Ιάννης Ξενάκης με δικά του λόγια
Ήμουν 5-6 χρονών όταν πέθανε η μητέρα μου. Πέρασα τα εφηβικά μου χρόνια εσωτερικός σ ένα σχολείο κοντά στη θάλασσα· η ζωή όμως ήταν πικρή, ακόμη και στις Σπέτσες εκείνης της εποχής.
Μου άρεσε πολύ να διαβάζω αστρονομία, απομονωμένος στη βιβλιοθήκη. Και κάποτε, μέσω ενός δασκάλου, ανακάλυψα τον Όμηρο, τους αρχαίους συγγραφείς· έτσι άνοιξε για μένα η καταπακτή προς τον φιλοσοφικό λόγο.
Ήρθα στην Αθήνα και συνέχισα να μελετώ τους αρχαίους· άρχισα να διαβάζω Πλάτωνα, αρχαίους ποιητές όπως η Σαπφώ και ο Ανακρέων, μόνος μου φυσικά.
Πήγαινα στον Μαραθώνα κι έκλαιγα πάνω στον τύμβο των Μαραθωνομάχων. Πήγαινα στο μουσείο και μάθαινα, αποκτούσα και σωματική επαφή με την αρχαία αισθητική.
Εν τω μεταξύ, επειδή αγαπούσα τα μαθηματικά και τη φυσική, με παρότρυναν να φοιτήσω στο Πολυτεχνείο, να γίνω μηχανικός, παρότι δεν μ ενδιέφερε.
Απ την άλλη πλευρά υπήρχε η μουσική· συνειδητοποιούσα σιγά σιγά ότι αυτό που ήθελα δεν ήταν να μάθω πιάνο ή κάτι τέτοιο, αλλά να κάνω σύνθεση, να δω πώς φτιάχνεται η μουσική, ποια είναι η διάρθρωση, πώς είναι η δομή της.
Τα αποτελέσματα των εξετάσεων ανακοινώθηκαν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940. Το Πολυτεχνείο δεν άνοιξε τις πύλες του, είχαν όμως δημοσιεύσει τα αποτελέσματα κι έτσι ήξερα πως είχα περάσει. Καθυστέρησε να ανοίξει περίπου ένα χρόνο· από κει και πέρα αρχίζει και η Αντίσταση.
Εκείνη την εποχή διάβαζα Πλάτωνα, είχα πάντοτε στην τσέπη μου κάτι μικρές στερεότυπες εκδόσεις. Μελετούσα την Πολιτεία. Η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν τόσο ασφυκτική ώστε έπρεπε να βρει κανείς διεξόδους.
Δημιουργούσα λοιπόν ένα δικό μου χώρο, εντελώς φανταστικό, ο οποίος βρισκόταν σε σύγκρουση με την πραγματικότητα. Και αυτή η σύγκρουση ήταν πράξη — ο κίνδυνος θανάτου στις διαδηλώσεις.
Ήταν και ιδεολογία διότι στα μαρξιστικά κείμενα που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή —με την παράξενη, άκαμπτη, δήθεν δημοτική τους γλώσσα— διάβαζα, καταλάβαινα και αποδεχόμουν τις θέσεις του μαρξισμού· τις έβλεπα ως ένα είδος παραμόρφωσης των πλατωνικών ιδεών.
Ενστερνιζόμουν τις θέσεις περί ισοτιμίας των πολιτών, περί ελευθερίας του ατόμου. Δεν καταλάβαινα τις θέσεις τακτικής του, δηλαδή την πάλη των τάξεων. Αυτά ήθελα να διακρίνω στο μαρξισμό και αυτά ήταν που με έκαναν να ενταχθώ στο ΕΑΜ.
Έγινα μαρξιστής από τις ανάγκες της καθημερινότητας, από την πάλη και κυρίως επειδή διέκρινα ένα γεφύρωμα με τον πλατωνισμό.
Έτσι άρχισε και η δράση μου στο οργανωτικό πλαίσιο του Πολυτεχνείου και κατόπιν στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Ήμουν στην οργάνωση του Πολυτεχνείου μαζί με τον Κώστα Φιλίνη, τον Γρηγόρη Φαράκο. Και αναμείχθηκα σε όλους τους αγώνες, έγινα μέλος της Πανσπουδαστικής Επιτροπής, γραμματέας της ΕΠΟΝ Πολυτεχνείου το 43-44.
Έφυγα από την Ελλάδα το 1947. Λιποτάκτης από το στρατό, από το Χαϊδάρι. Ήταν η εποχή που άρχιζαν οι εκτοπισμοί στη Μακρόνησο και η κομματική γραμμή, θυμάμαι, ήταν «ανοικτή». Δηλαδή όποιος ήθελε μπορούσε να πάει στο βουνό να βρει τον Μάρκο, όποιος ήθελε μπορούσε να μείνει στα αστικά κέντρα για παράνομο αγώνα, άλλοι μπορούσαν, αν ήθελαν, να πάνε στο στρατό. Καθώς ήμουν τραυματισμένος, σκέφτηκα πως αν πήγαινα στο στρατό θα έβγαινα βοηθητικός κι έτσι θα μπορούσα ίσως να ξεφύγω. Το έσκασα και καταδικάστηκα σε θάνατο.
Την απόφαση να φύγω, ωστόσο, την είχα πάρει από παλιότερα. Λίγο πριν από την Απελευθέρωση, το 1943, είχα συζητήσει με φίλους μου, τον Νικία τον Σταυρουλάκη —τον έλεγαν «αμίλητο» γιατί όποτε τον έπιαναν και τον βασάνιζαν δεν έλεγε ποτέ λέξη—, τον Λεωνίδα τον Κύρκο και άλλους· τους ανακοίνωσα ότι είχα αποφασίσει να σταματήσω την πολιτική δράση διότι, ουσιαστικά, ήμουν μουσικός· ήθελα να συνεχίσω τη μουσική, που την είχα αφήσει, και για μένα δεν υπήρχε άλλη λύση.
Δεν ήξερα το είδος της μουσικής που επρόκειτο να κάνω, ήθελα απλώς να ζω με τη μουσική, κάνοντας μουσική, μελετώντας συνεχώς, όχι μόνο ακούγοντάς την. Το σημαντικό ήταν πως είχα αποφασίσει ότι για να υπάρξω ως άτομο έπρεπε να κάνω μουσική. Αλλιώς δεν θα ήμουν τίποτε. Ήταν ένα πραγματικό πάθος, εσωτερικό, που σιγά σιγά έβγαινε στην επιφάνεια, δεν ήταν κάτι δεδομένο εξαρχής. Οι φίλοι με κατάλαβαν.
Αισθανόμουν βεβαίως ένα είδος χρέους έναντι των συναγωνιστών και των συντρόφων που είχαν σκοτωθεί. Ένα χρέος για τον αγώνα που είχα εγκαταλείψει. Ήθελα να επιστρέψω, πίστευα όμως πως εάν γυρνούσα πίσω θα με απορροφούσαν οι πολιτικοί αγώνες και δεν θα μπορούσα να κάνω μουσική. Έπειτα η Ελλάδα, εκείνα τα χρόνια, ήταν τελείως απομονωμένη· είχε τελειώσει ο πόλεμος και οι καταστροφές ήταν μεγάλες.
Ήθελα να ταξιδέψω, να μάθω ό,τι δεν θα μπορούσα να μάθω στην Ελλάδα. Η Γαλλία ήταν η πρώτη χώρα στην οποία, κατά τη γνώμη μου, άξιζε να πάει κανείς εκείνη την εποχή, καθώς ήταν η πρώτη χώρα όπου υπήρχαν κομουνιστές στην κυβέρνηση. Τελικώς έμεινα στη Γαλλία. Ήθελα να σπουδάσω, ταυτόχρονα, θεωρητική φυσική, αρχαία φιλοσοφία και μουσική.
Φωτογραφία: Henri Cartier-Bresson, 1975
Έπρεπε όμως και να ζήσω. Ήμουν πρόσφυγας. Έκανα λοιπόν υπολογισμούς υποστυλωμάτων και τις νύχτες μελετούσα μουσική κι αναζητούσα έναν άνθρωπο να μου τη διδάξει.
Ήμουν ήδη μεγάλος, 27-29 χρονών, όλοι μου έλεγαν: «Είσαι πολύ γέρος, παιδάκι μου, δεν δουλεύεις καλύτερα ως μηχανικός ή έστω ως αρχιτέκτονας; Βγάλε χρήματα και μετά, όταν φτάσεις στα 40, θα μπορέσεις να κάνεις ό,τι θέλεις».
Δεν τους άκουγα. Στην αρχή δεν υπήρχε τίποτε, μόνο μεγάλη πίκρα, ορισμένες γνώσεις και αναμνήσεις. Μετά συνάντησα τον Ολιβιέ Μεσιάν και του έδειξα ό,τι είχα κάνει. Μου είπε πως δεν είχα ανάγκη σπουδών και ότι μπορούσα να κάνω ό,τι θέλω στη μουσική· ήταν η πρώτη και μόνη φορά που έλεγε κάτι τέτοιο.
Το πρώτο μου έργο προκάλεσε σκάνδαλο· το κοινό διχάστηκε. Το σημαντικό για μένα, όμως, ήταν ότι διαπίστωνα πως είχα δίκιο για το δρόμο που είχα επιλέξει.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Ιάννης Ξενάκης, Κείμενα περί μουσικής και αρχιτεκτονικής, μετ. Τίνα Πλυτά, εκδόσεις Ψυχογιός Αθήνα 2001
* * *
* * *
Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις του dim/art
from dimart http://ift.tt/1ABLJ1U
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου