—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα—
Οι εθνικές επέτειοι έχουν γίνει συχνά αφορμή για κοινότοπες, άστοχες, ή και ανόητες δηλώσεις. Όποιος/όποια μελετάει τις επετείους μπορεί να βεβαιώσει ότι οι ιδεολογικές χρήσεις της ιστορίας οδηγούν συνήθως σε στερεότυπα τα οποία εκθέτουν τους ίδιους τους θεσμικούς φορείς, που διαχειρίζονται τη συλλογική μνήμη. Ωστόσο, η απόσταση που χωρίζει την κοινοτοπία από τη γελοιότητα είναι, κάποιες φορές, ελάχιστη και πάντως ενδεικτική για το δείκτη της παιδείας και ευαισθησίας που διαθέτουν οι εκπρόσωποι μας στη Βουλή. Σταχυολογώ μόνο τρεις δηλώσεις από το πρόσφατο τριήμερο της 28ης Οκτωβρίου, που φανερώνουν ορισμένα από αυτά τα «κενά μνήμης». Η κ. Κεραμέως (ΝΔ) θεωρεί λοιπόν πως στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, οι αντιφασιστικές δυνάμεις μάχονταν εναντίον του «λαϊκισμού», η κ. Μιχαηλίδου (ΝΔ) υποστηρίζει πως η επιστράτευση ήταν μια νίκη του «εθελοντισμού», ενώ ο κ. Κόκκαλης (ΣΥΡΙΖΑ), χρησιμοποιώντας τα γνωστά συνθήματα του αλβανικού μετώπου, δήλωσε πως σε λίγα χρόνια «για αέρα θα παρακαλάνε τα παιδιά και τα εγγόνια μας, αν δεν πούμε εμείς σήμερα όχι στα ορυκτά καύσιμα».
Είναι απολύτως βέβαιο πως ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος και ειδικά ο αντιφασιστικός αγώνας δεν έγινε για κανέναν από αυτούς τους λόγους. Αυτό τουλάχιστον το γνωρίζουνε όλες και όλοι, επειδή μάλλον το έχουν διδαχτεί στο δημοτικό σχολείο. Αποκλείεται να το έχουν ξεχάσει. Εκτός αν θέλουν να το ξεχάσουν επειδή τώρα «η περίστασις το απαιτεί». Κι όμως, η πολιτική συζήτηση –πολιτικοί είναι αυτές και αυτοί που είπαν όλα αυτά τα ανεκδιήγητα αυτές τις μέρες– στην Ευρώπη είναι κάπως διαφορετική. Και ξεκινάει από τη συνολική αποτίμηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης εδραιώθηκε ανάμεσα σε δύο πολέμους (Α΄ και Β΄παγκόσμιο πόλεμο) και διήρκεσε από το 1918 ως το 1933, όταν ανέλαβε καγκελάριος ο Αδόλφος Χίτλερ. Η περίοδος ξεχωρίζει για την πύκνωση των ιστορικών γεγονότων: την ήττα της Γερμανίας μετά τον πρώτο μεγάλο πόλεμο, τη συνθήκη των Βερσαλλιών, τη σκιά της Οκτωβριανής επανάστασης, την έκρηξη του πληθωρισμού το 1922, το οικονομικό κράχ του ’29∙ και βέβαια το μετέωρο βήμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας ανάμεσα στον αναδυόμενο κομμουνισμό και τον εκκολαπτόμενο φασισμό. Πολλοί είναι εκείνοι που ακόμη και σήμερα ισχυρίζονται ότι, αν τα πράγματα γίνονταν αλλιώς, η Γερμανία θα είχε γίνει η πρώτη «κόκκινη δημοκρατία» της Ευρώπης∙ εξίσου πολλοί είναι εκείνοι που λένε πως, αν οι σοσιαλδημοκράτες δεν είχαν κάνει τόσες παραχωρήσεις στους εθνοσοσιαλιστές, το Άουσβιτς θα είχε αποφευχθεί. Και για να συνεχίσουμε τις υποθέσεις: μήπως η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ άνοιξε το δρόμο για την εμφάνιση του Χίτλερ; Ή αλλιώς: μήπως το περίφημο σοσιαλδημοκρατικό κέντρο, μουδιασμένο μπροστά στον κίνδυνο του ερυθρού φαντάσματος, προετοίμασε την εξουσία του φασισμού;
Στην ιστορία, ωστόσο, τα «αν» δεν υπάρχουν. Η αναδρομική και υποθετική ερμηνεία των γεγονότων δηλώνει μια μάλλον επιθυμητή έκβαση της ιστορίας, παρά μια πραγματικότητα. Η Βαϊμάρη, πάντως, συνέβη. Πρώτο θύμα του αυταρχικού κοινοβουλευτισμού ήταν η στρατηγική καταστολή των εργατικών συμβουλίων. Δεύτερο βήμα ήταν η συντήρηση του στρατιωτικού μηχανισμού που οδήγησε σε άλλα μικρά πραξικοπήματα εντός του κρατικού μηχανισμού. Τρίτο βήμα ήταν η συναίνεση στη σύσταση των εθελοντικών στρατιωτικών αποσπασμάτων που έφτασαν να πυροβολούν με τα μυδράλια τα γραφεία της εφημερίδας της Λούξεμπουργκ. Τέταρτο βήμα, ήταν ο αποδεκατισμός της ηγεσίας των Σπαρτακιστών, που στέρησε από το γερμανικό κομμουνιστικό κίνημα μια ηγεσία που δεν θα οδηγούσε απαραίτητα τις ριζοσπαστικοποιημένες μάζες στην τυφλή βία. Πέμπτο βήμα, η συνταγματοποίηση του αυταρχισμού μέσω μιας σειράς μέτρων που ενέτασσε την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην ισχύ του προέδρου του Ράιχ. Κάπου στη δύση αυτής της ανάπηρης δημοκρατίας ανέτειλε το άστρο του Χίτλερ, με τις γνωστές συνέπειες για την Ευρώπη και την ανθρωπότητα∙ ιδίως για τους Εβραίους πολίτες της Ευρώπης.
Εδώ και πολλά χρόνια, με τις μελέτες τους, τόσο ο Τζέφρυ Χερφ όσο και ο Χάινριχ Βίνκλερ, από διαφορετικές σκοπιές, έχουν προσεγγίσει τη Βαϊμάρη μέσα από το διπλό ερμηνευτικό σχήμα της «συντηρητικής επανάστασης» (στο πολιτικό επίπεδο) και του «αντιδραστικού μοντερνισμού» (στο πολιτισμικό επίπεδο). Ο Αντόρνο και ο Χορκχάιμερ είχαν θέσει ωστόσο ένα πολύ πιο βαθύ ερώτημα για εκείνη την περίοδο. Μήπως, με το δικό της τρόπο, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης συνέβαλε στη «ρομαντική συσκότιση» της πολιτικής νεωτερικότητας; Ή αλλιώς: πώς οδηγηθήκαμε από τον Διαφωτισμό στο Άουσβιτς; Γιατί, κακά τα ψέματα, όπως υποστηρίζει σωστά ο Χερφ, «το Άουσβιτς κι όχι το προλεταριάτο είναι το φάντασμα που στοιχειώνει ακόμη τον σύγχρονο κόσμο» του 21ου αιώνα. Το φάντασμα αυτό εξακολουθεί να επισκέπτεται τη σύγχρονη πολιτική σκηνή, με τις ποικίλες εκδοχές της αναβίωσής του: τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό και κυρίως το νέο-ναζισμό. Όποιος προσπερνάει τόσο επιπόλαια αυτό το φάντασμα, έχει ασφαλώς ορισμένα πολύ σημαντικά «κενά μνήμης», που μάλλον δεν θεραπεύονται ούτε με τα χαπάκια ευτυχίας για τη «νέα κανονικότητα» ούτε με τα οικολογικά ξόρκια για τα ορυκτά καύσιμα της νεοφώτιστης ριζοσπαστικής αριστεράς.
Εικόνα εξωφύλλου: σκηνή από το «Εργαστήριο του δόκτορος Καλιγκάρι» («Das Cabinet des Dr. Caligari») του Robert Wiene (1920). Η εμβληματική αυτή βωβή ταινία έχει ερμηνευτεί από τους ιστορικούς του κινηματογράφου ως αλληγορία για την ψυχολογία των Γερμανών στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
* Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ανώμαλα ρήματα
from dimart https://ift.tt/34cy9Cd
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου