—του Στέλιου Φραγκούλη—
Τα ψάρια κάθονταν ακίνητα, κοιμούνταν και ο βόμβος της συσκευής καθαρισμού του μικρού ενυδρείου έμοιαζε με ησυχία, ή ροή αίματος που ακούς όταν κλείνεις τ’ αυτιά σου. Η περιγραφή ψυχικών χώρων αυθαιρετεί, βέβαια, αφού τίποτε μη αισθητό δεν είναι φυσικό να υπάρχει. Αλλά οι περιγραφές πραγματικών χώρων, όσο και αν προσπαθούν, δεν κατορθώνουν να τους αναπαράξουν.
Το πράσινο φως ήταν κακή ιδέα. Θύμιζε το μπλε νυχτερινό στο ιατρείο του θείου μου, στο Μπογιάτι. Άνοιγα την πόρτα και κοίταζα. Σκοτεινό, παγωμένο, ακίνητο, με το μπλε λαμπάκι να το μαγεύει, σεληνιακό. Και το δωμάτιο (μου) μέσα στο οποίο χάνω την ηλικία μου δεν έχει καλό αίσθημα, να πούμε, πιο πολύ αφήνει την ψυχή μου ξεσκέπαστη. Ούτε το ενυδρείο ήταν καλή ιδέα. Αν είμαι παιδί δεν κατανοώ τους λόγους. Πολύχρωμα χαλίκια και άλλα ψεύτικα, ενώ δυσανάλογα πορτοκαλί ψάρια απλώς πηγαινοέρχονται μέσα στο νερένιο κύβο (υπερβολή και αυτό).
Η άσπρη γη με τα αμέτρητα κόκαλα εξακολουθεί. Ο Θεός κοιτάζει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες.
Κάποιοι πλούσιοι φίλοι μας, με μισό στρέμμα σπίτι, πηγαίναμε τις Κυριακές και βλέπαμε βίντεο. Από τα πρώτα βίντεο που έφτασαν στην Ελλάδα. «Η σαραντάρα κι ο Πρωτάρης». Η ατμόσφαιρα, αραιωμένη με γαστρικά υγρά, διάφορα είδη κρεάτων και τηγανιτές πατάτες, κρέμες καραμελέ και παγωτά, μελαγχολία, νύχτωνε και ήμουν αδιάβαστος, παρουσία, καταδικασμένος σε παρουσία, ίχνος ορμής.
Ο πεθαμένος παππούς έγραφε κύκλους στον ουρανό, έβρεχε αίμα, στάζαν τα νύχια του. Κάτω απ’ τη μουριά στη σκοτεινή μεριά του κήπου, την παλιά μουριά από τα χρόνια του φτωχόσπιτου που έδωσε τη θέση του στο σημερινό —είχε μείνει και το πηγάδι— καθόμουν στο πεζούλι κουρασμένος από τη διαρκή παρουσία. Η μουριά έκανε άσπρα μούρα. Όποτε λέω «άσπρα μούρα», θυμάμαι τα λόγια ενός Θωμά: «άσπρα μούρα, μαύρα μούρα, είσαι μια παλιοχαμούρα». Ενός παλιού Θωμά, μιας παλιάς ζωής, που ο Θωμάς ήταν ο αναπνευστήρας μου. Δεν πήγαινε σχολείο και περίμενα να σχολάσω για να πάμε να στήσουμε δίχτυα και ξόβεργες. Να πιάσουμε πουλιά. Ζάφτωχος ο Θωμάς τις καθημερινές, ζάπλουτοι οι άλλοι τις Κυριακές.
Τράβα μια πέτσα, λέει ο γυμνασμένος μοιχός βορείων προαστίων στο κοριτσάκι του, καθώς γυρίζει τ’ αρνί. Αλλά το αρνί είναι μισοψημένο και στην κάθε στροφή από τη γλώσσα του τρέχουν αίματα. Ο ουρανός είναι ένα παρμπρίζ με χτυπήματα αυτοκινητιστικά το Πάσχα εκείνων των καιρών. Τώρα ζούνε κάποιοι γέροι με λακόστ. Τα ενυδρεία μας είναι μπροστά στο πορτατίφ, τα ποτήρια με τη μασέλα.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart https://ift.tt/2N8IKqY
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου