Δεν ξέρω πώς να τα καταφέρω με τη γη,
με τα βουνά της Ευρώπης, τη θύελλα της Καλιφόρνιας,
την ομαλότητα της Αυστραλίας.
Αυτός ο ελέφαντας που ολόβρεχτος βγαίνει απ’ τον Γάγγη
περνώντας με μουσκεύει, όμως τίποτα
δεν μου έχει μάθει.
Πεντάρα δεν αξίζει ένα μάτι ελέφαντα μπροστά
στο μάτι ενός ανθρώπου
παντοδύναμου απ’ τον χρόνο.
Δεν ξέρω τι να κάνω και με τις γυναίκες, που, σχεδόν παντού
γυρίζουνε στη γη, πιο στρογγυλή από κείνες.
Γυναίκες, τραβάτε στις δουλειές σας.
Μη μας καθυστερείτε.
Οι εθνικές επέτειοι έχουν γίνει συχνά αφορμή για κοινότοπες, άστοχες, ή και ανόητες δηλώσεις. Όποιος/όποια μελετάει τις επετείους μπορεί να βεβαιώσει ότι οι ιδεολογικές χρήσεις της ιστορίας οδηγούν συνήθως σε στερεότυπα τα οποία εκθέτουν τους ίδιους τους θεσμικούς φορείς, που διαχειρίζονται τη συλλογική μνήμη. Ωστόσο, η απόσταση που χωρίζει την κοινοτοπία από τη γελοιότητα είναι, κάποιες φορές, ελάχιστη και πάντως ενδεικτική για το δείκτη της παιδείας και ευαισθησίας που διαθέτουν οι εκπρόσωποι μας στη Βουλή. Σταχυολογώ μόνο τρεις δηλώσεις από το πρόσφατο τριήμερο της 28ης Οκτωβρίου, που φανερώνουν ορισμένα από αυτά τα «κενά μνήμης». Η κ. Κεραμέως (ΝΔ) θεωρεί λοιπόν πως στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, οι αντιφασιστικές δυνάμεις μάχονταν εναντίον του «λαϊκισμού», η κ. Μιχαηλίδου (ΝΔ) υποστηρίζει πως η επιστράτευση ήταν μια νίκη του «εθελοντισμού», ενώ ο κ. Κόκκαλης (ΣΥΡΙΖΑ), χρησιμοποιώντας τα γνωστά συνθήματα του αλβανικού μετώπου, δήλωσε πως σε λίγα χρόνια «για αέρα θα παρακαλάνε τα παιδιά και τα εγγόνια μας, αν δεν πούμε εμείς σήμερα όχι στα ορυκτά καύσιμα».
Είναι απολύτως βέβαιο πως ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος και ειδικά ο αντιφασιστικός αγώνας δεν έγινε για κανέναν από αυτούς τους λόγους. Αυτό τουλάχιστον το γνωρίζουνε όλες και όλοι, επειδή μάλλον το έχουν διδαχτεί στο δημοτικό σχολείο. Αποκλείεται να το έχουν ξεχάσει. Εκτός αν θέλουν να το ξεχάσουν επειδή τώρα «η περίστασις το απαιτεί». Κι όμως, η πολιτική συζήτηση –πολιτικοί είναι αυτές και αυτοί που είπαν όλα αυτά τα ανεκδιήγητα αυτές τις μέρες– στην Ευρώπη είναι κάπως διαφορετική. Και ξεκινάει από τη συνολική αποτίμηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης εδραιώθηκε ανάμεσα σε δύο πολέμους (Α΄ και Β΄παγκόσμιο πόλεμο) και διήρκεσε από το 1918 ως το 1933, όταν ανέλαβε καγκελάριος ο Αδόλφος Χίτλερ. Η περίοδος ξεχωρίζει για την πύκνωση των ιστορικών γεγονότων: την ήττα της Γερμανίας μετά τον πρώτο μεγάλο πόλεμο, τη συνθήκη των Βερσαλλιών, τη σκιά της Οκτωβριανής επανάστασης, την έκρηξη του πληθωρισμού το 1922, το οικονομικό κράχ του ’29∙ και βέβαια το μετέωρο βήμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας ανάμεσα στον αναδυόμενο κομμουνισμό και τον εκκολαπτόμενο φασισμό. Πολλοί είναι εκείνοι που ακόμη και σήμερα ισχυρίζονται ότι, αν τα πράγματα γίνονταν αλλιώς, η Γερμανία θα είχε γίνει η πρώτη «κόκκινη δημοκρατία» της Ευρώπης∙ εξίσου πολλοί είναι εκείνοι που λένε πως, αν οι σοσιαλδημοκράτες δεν είχαν κάνει τόσες παραχωρήσεις στους εθνοσοσιαλιστές, το Άουσβιτς θα είχε αποφευχθεί. Και για να συνεχίσουμε τις υποθέσεις: μήπως η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ άνοιξε το δρόμο για την εμφάνιση του Χίτλερ; Ή αλλιώς: μήπως το περίφημο σοσιαλδημοκρατικό κέντρο, μουδιασμένο μπροστά στον κίνδυνο του ερυθρού φαντάσματος, προετοίμασε την εξουσία του φασισμού;
Στην ιστορία, ωστόσο, τα «αν» δεν υπάρχουν. Η αναδρομική και υποθετική ερμηνεία των γεγονότων δηλώνει μια μάλλον επιθυμητή έκβαση της ιστορίας, παρά μια πραγματικότητα. Η Βαϊμάρη, πάντως, συνέβη. Πρώτο θύμα του αυταρχικού κοινοβουλευτισμού ήταν η στρατηγική καταστολή των εργατικών συμβουλίων. Δεύτερο βήμα ήταν η συντήρηση του στρατιωτικού μηχανισμού που οδήγησε σε άλλα μικρά πραξικοπήματα εντός του κρατικού μηχανισμού. Τρίτο βήμα ήταν η συναίνεση στη σύσταση των εθελοντικών στρατιωτικών αποσπασμάτων που έφτασαν να πυροβολούν με τα μυδράλια τα γραφεία της εφημερίδας της Λούξεμπουργκ. Τέταρτο βήμα, ήταν ο αποδεκατισμός της ηγεσίας των Σπαρτακιστών, που στέρησε από το γερμανικό κομμουνιστικό κίνημα μια ηγεσία που δεν θα οδηγούσε απαραίτητα τις ριζοσπαστικοποιημένες μάζες στην τυφλή βία. Πέμπτο βήμα, η συνταγματοποίηση του αυταρχισμού μέσω μιας σειράς μέτρων που ενέτασσε την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην ισχύ του προέδρου του Ράιχ. Κάπου στη δύση αυτής της ανάπηρης δημοκρατίας ανέτειλε το άστρο του Χίτλερ, με τις γνωστές συνέπειες για την Ευρώπη και την ανθρωπότητα∙ ιδίως για τους Εβραίους πολίτες της Ευρώπης.
Εδώ και πολλά χρόνια, με τις μελέτες τους, τόσο ο Τζέφρυ Χερφ όσο και ο Χάινριχ Βίνκλερ, από διαφορετικές σκοπιές, έχουν προσεγγίσει τη Βαϊμάρη μέσα από το διπλό ερμηνευτικό σχήμα της «συντηρητικής επανάστασης» (στο πολιτικό επίπεδο) και του «αντιδραστικού μοντερνισμού» (στο πολιτισμικό επίπεδο). Ο Αντόρνο και ο Χορκχάιμερ είχαν θέσει ωστόσο ένα πολύ πιο βαθύ ερώτημα για εκείνη την περίοδο. Μήπως, με το δικό της τρόπο, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης συνέβαλε στη «ρομαντική συσκότιση» της πολιτικής νεωτερικότητας; Ή αλλιώς: πώς οδηγηθήκαμε από τον Διαφωτισμό στο Άουσβιτς; Γιατί, κακά τα ψέματα, όπως υποστηρίζει σωστά ο Χερφ, «το Άουσβιτς κι όχι το προλεταριάτο είναι το φάντασμα που στοιχειώνει ακόμη τον σύγχρονο κόσμο» του 21ου αιώνα. Το φάντασμα αυτό εξακολουθεί να επισκέπτεται τη σύγχρονη πολιτική σκηνή, με τις ποικίλες εκδοχές της αναβίωσής του: τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό και κυρίως το νέο-ναζισμό. Όποιος προσπερνάει τόσο επιπόλαια αυτό το φάντασμα, έχει ασφαλώς ορισμένα πολύ σημαντικά «κενά μνήμης», που μάλλον δεν θεραπεύονται ούτε με τα χαπάκια ευτυχίας για τη «νέα κανονικότητα» ούτε με τα οικολογικά ξόρκια για τα ορυκτά καύσιμα της νεοφώτιστης ριζοσπαστικής αριστεράς.
Εικόνα εξωφύλλου: σκηνή από το «Εργαστήριο του δόκτορος Καλιγκάρι» («Das Cabinet des Dr. Caligari») του Robert Wiene (1920). Η εμβληματική αυτή βωβή ταινία έχει ερμηνευτεί από τους ιστορικούς του κινηματογράφου ως αλληγορία για την ψυχολογία των Γερμανών στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
* Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών
Τα ψάρια κάθονταν ακίνητα, κοιμούνταν και ο βόμβος της συσκευής καθαρισμού του μικρού ενυδρείου έμοιαζε με ησυχία, ή ροή αίματος που ακούς όταν κλείνεις τ’ αυτιά σου. Η περιγραφή ψυχικών χώρων αυθαιρετεί, βέβαια, αφού τίποτε μη αισθητό δεν είναι φυσικό να υπάρχει. Αλλά οι περιγραφές πραγματικών χώρων, όσο και αν προσπαθούν, δεν κατορθώνουν να τους αναπαράξουν.
Το πράσινο φως ήταν κακή ιδέα. Θύμιζε το μπλε νυχτερινό στο ιατρείο του θείου μου, στο Μπογιάτι. Άνοιγα την πόρτα και κοίταζα. Σκοτεινό, παγωμένο, ακίνητο, με το μπλε λαμπάκι να το μαγεύει, σεληνιακό. Και το δωμάτιο (μου) μέσα στο οποίο χάνω την ηλικία μου δεν έχει καλό αίσθημα, να πούμε, πιο πολύ αφήνει την ψυχή μου ξεσκέπαστη. Ούτε το ενυδρείο ήταν καλή ιδέα. Αν είμαι παιδί δεν κατανοώ τους λόγους. Πολύχρωμα χαλίκια και άλλα ψεύτικα, ενώ δυσανάλογα πορτοκαλί ψάρια απλώς πηγαινοέρχονται μέσα στο νερένιο κύβο (υπερβολή και αυτό).
Η άσπρη γη με τα αμέτρητα κόκαλα εξακολουθεί. Ο Θεός κοιτάζει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες.
Κάποιοι πλούσιοι φίλοι μας, με μισό στρέμμα σπίτι, πηγαίναμε τις Κυριακές και βλέπαμε βίντεο. Από τα πρώτα βίντεο που έφτασαν στην Ελλάδα. «Η σαραντάρα κι ο Πρωτάρης». Η ατμόσφαιρα, αραιωμένη με γαστρικά υγρά, διάφορα είδη κρεάτων και τηγανιτές πατάτες, κρέμες καραμελέ και παγωτά, μελαγχολία, νύχτωνε και ήμουν αδιάβαστος, παρουσία, καταδικασμένος σε παρουσία, ίχνος ορμής.
Ο πεθαμένος παππούς έγραφε κύκλους στον ουρανό, έβρεχε αίμα, στάζαν τα νύχια του. Κάτω απ’ τη μουριά στη σκοτεινή μεριά του κήπου, την παλιά μουριά από τα χρόνια του φτωχόσπιτου που έδωσε τη θέση του στο σημερινό —είχε μείνει και το πηγάδι— καθόμουν στο πεζούλι κουρασμένος από τη διαρκή παρουσία. Η μουριά έκανε άσπρα μούρα. Όποτε λέω «άσπρα μούρα», θυμάμαι τα λόγια ενός Θωμά: «άσπρα μούρα, μαύρα μούρα, είσαι μια παλιοχαμούρα». Ενός παλιού Θωμά, μιας παλιάς ζωής, που ο Θωμάς ήταν ο αναπνευστήρας μου. Δεν πήγαινε σχολείο και περίμενα να σχολάσω για να πάμε να στήσουμε δίχτυα και ξόβεργες. Να πιάσουμε πουλιά. Ζάφτωχος ο Θωμάς τις καθημερινές, ζάπλουτοι οι άλλοι τις Κυριακές.
Τράβα μια πέτσα, λέει ο γυμνασμένος μοιχός βορείων προαστίων στο κοριτσάκι του, καθώς γυρίζει τ’ αρνί. Αλλά το αρνί είναι μισοψημένο και στην κάθε στροφή από τη γλώσσα του τρέχουν αίματα. Ο ουρανός είναι ένα παρμπρίζ με χτυπήματα αυτοκινητιστικά το Πάσχα εκείνων των καιρών. Τώρα ζούνε κάποιοι γέροι με λακόστ. Τα ενυδρεία μας είναι μπροστά στο πορτατίφ, τα ποτήρια με τη μασέλα.
Ο Philip K. Dick είναι ένας από τους συγγραφείς που αγάπησα με την πρώτη ματιά. Αυτό έγινε πριν από πολλά χρόνια, με το Second Variety αρχικά και ακολούθησαν το καθηλωτικό The Man in the High Castle, το Ubic (αυτό το ερωτεύθηκα) και τα υπόλοιπα, λιγότερο ή περισσότερο γνωστά, έργα του. Απόψε θα επιχειρήσουμε ένα ταξίδι στο μυαλό του Dick, μέσα από αποσπάσματα προσωπικών – αυτοβιογραφικών κειμένων του που φανερώνουν τα σχεδόν αδιόρατα όρια μεταξύ των πραγματικοτήτων που αντιλαμβανόταν. Τα κείμενα είναι εξ ίσου γοητευτικά με τους κόσμους που έφτιαχνε στις ιστορίες του, αν όχι περισσότερο κάποιες στιγμές.
Η εικόνα που κοσμεί το εξώφυλλο είναι μια αριστουργηματική φωτογραφική σύνθεση του σημαντικού Σουηδού Erik Johansson.
Ακούστε την εκπομπή:
Playlist:
1. Antonio Vivaldi – Stabat Mater
2. Grischa Lichtenberger – 031906 re 0219 16 08 SIEBEN c2
3. Utopia – Cristobal Tapia De Veer
4. Do You Want Me? – Cristobal Tapia De Veer
5. Dream Theater – Octavarium….fades into…
6. Monastic Chant – 12th & 13th Century
7. Bob Dylan Man – Gave Names to all the Animals
8. Plainchant et polyphonies des XIII & XIV siecles
9. Karn Evil 9 – Emerson, Lake & Palmer
10. Edward Elgar – Enigma Variations
11. Porcupine Tree – Arriving somewhere but not here
12. Richard Wagner – «Symphony E Major»
13. Richard Wagner – Siegfried Idyll
14. Claude Debussy – Prelude to the Afternoon of a Faun
15. Conor O’Brien – The Wonder of You
Κινούμενη άμμος
Κάθε Κυριακή 21.00-23.00 ζωντανά στον Astra 92,8 (Κύπρος).
Λίγες μέρες αργότερα, στο dim/art.
Μουσική. Κυρίως στις περιοχές του κλασικού ροκ και της αφροαμερικάνικης μπλουζ σκηνής.
Λόγος. Που επιδιώκει να είναι συνεκτικός και ανθρώπινος. Απέναντι όμως σε κάθε είδους διακρίσεις και ρατσισμούς.
Η Κινούμενη Άμμος βαφτίστηκε έτσι κυρίως για να παρέχει την ελευθερία που επιθυμεί ο παραγωγός της, προκειμένου να κινείται σε διαφορετικά επίπεδα και διαθέσεις. Ορκισμένος εχθρός των «κατηγοριοποιήσεων» του τύπου «μουσική για νέους, μουσική για πένθος, για χαρούλες, για το καλοκαίρι, το απόγευμα, το πρωί», ο παραγωγός απλά ακούει αυτά που επιλέγει στο σπίτι του και στο αυτοκίνητό του και ελπίζει το ακροατήριο που τον τιμά να μην έχει πρόβλημα με άλματα που μπορεί να ξεκινούν από μια φυτεία του αμερικάνικου νότου και να καταλήγουν στον Pfitzner. Εμμονές στην εκπομπή, υπάρχουν. Ακούνε στα ονόματα Bob Dylan & Beatles. Επίσης, κατά καιρούς, η Κινούμενη Άμμος γλιστράει στα Μονοπάτια του Γαλαξία. Αυτός ήταν ο τίτλος εκπομπής που έκανε ο παραγωγός «μια φορά κι’ έναν καιρό» στο πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ και κατά καιρούς επανέρχεται, με σκοτεινές ιστορίες συνοδευμένες από σκοτεινότερες μουσικές.
Η λησμοσύνη είναι ένα τραγούδι
που λευτερώνεται από ρυθμό και μέτρο και πλανιέται.
Η λησμοσύνη είναι σαν ένα πουλί που τα φτερά του συμβιβάστηκαν,
ακίνητα και απλωμένα, ανοιχτά —
και τώρα αβίαστα αρμενίζει στον αέρα.
Η λησμοσύνη είναι βροχή μέσα στη νύχτα,
ή ένα σπίτι παλιό μέσα στο δάσος — ένα παιδί.
Η λησμοσύνη είναι λευκή — σαν δέντρο που ξεράθηκε,
μπορεί να κάνει την Πυθία να σωπάσει
ή να θάψει τους Θεούς.
Η αλήθεια είναι πως δεν είχα σκοπό να επιστρέψω στον Ray Bradbury τόσο γρήγορα. Όμως κάτω από έναν καναπέ ξετρύπωσα κάποιο βιβλίο που είχε εξαφανιστεί: Ιστορίες με ταξίδια στο Χωρόχρονο, Εκδόσεις Πήγασος, αγορασμένο στις… 24 Νοεμβρίου του 1987. Ξαναδιάβασα λοιπόν την «Ευωδιά της Σαρσαπαρίλα» ένα απαλό, μαγικό, ονειρικό, αφηρημένα νοσταλγικό μικρό διήγημα του Bradbury, γεμάτο από λεπτές αισθήσεις και νοσταλγία που αποκαλύπτει μία σοφίτα πλημμυρισμένη σε αιωρούμενη σκόνη κομμένη σε φέτες από ριπές φωτός. Μια σοφίτα, χρονομηχανή.
Η μετάφραση είναι του Γιώργου Μπαλάνου, στην καλύτερη ίσως, μεταφραστική του επίδοση. Αξίζει να σημειωθεί, πως ο θαυμάσιος πίνακας που κοσμεί την εκπομπή, είναι του Λιθουανού εικαστικού Arūnas Žilys.
Ακούστε την εκπομπή:
Playlist:
1. Fauré – Après un rêve με την Kiri Te Kanawa
2. Ry Cooder – Paris, Texas theme
3. Liszt – Liebestraum No. 3, Notturno
4. Philip Glass & Ravi Shankar – Passages
5. Richard Wagner – Lohengrin – Prelude
6. Gustav Mahler – Adagio from Symphony 10
7. Bing Crosby – My Isle Of Golden Dreams
8. Debout Sur Le Zinc – Se Dire Adieu
9. Philip Glass & Ravi Shankar – Passages (continues)
10. Tool- Fear Inoculum
11. John Adams – Phrygian Gates
12. Vagabond Opera – Chaplin Nonsense Song
13. Ludovico Einaudi – Seven Days Walking
14. Doris Day – On Moonlight Bay
15. Eric Whitacre – Leonardo Dreams of His Flying Machine
16. Barrios- Sueno en la floresta (John Williams)
17. Jon Anderson – Opus no.1
18. Ringo Starr – Grow Old With Me
19. Smile – Nat King Cole
Κινούμενη άμμος
Κάθε Κυριακή 21.00-23.00 ζωντανά στον Astra 92,8 (Κύπρος).
Λίγες μέρες αργότερα, στο dim/art.
Μουσική. Κυρίως στις περιοχές του κλασικού ροκ και της αφροαμερικάνικης μπλουζ σκηνής.
Λόγος. Που επιδιώκει να είναι συνεκτικός και ανθρώπινος. Απέναντι όμως σε κάθε είδους διακρίσεις και ρατσισμούς.
Η Κινούμενη Άμμος βαφτίστηκε έτσι κυρίως για να παρέχει την ελευθερία που επιθυμεί ο παραγωγός της, προκειμένου να κινείται σε διαφορετικά επίπεδα και διαθέσεις. Ορκισμένος εχθρός των «κατηγοριοποιήσεων» του τύπου «μουσική για νέους, μουσική για πένθος, για χαρούλες, για το καλοκαίρι, το απόγευμα, το πρωί», ο παραγωγός απλά ακούει αυτά που επιλέγει στο σπίτι του και στο αυτοκίνητό του και ελπίζει το ακροατήριο που τον τιμά να μην έχει πρόβλημα με άλματα που μπορεί να ξεκινούν από μια φυτεία του αμερικάνικου νότου και να καταλήγουν στον Pfitzner. Εμμονές στην εκπομπή, υπάρχουν. Ακούνε στα ονόματα Bob Dylan & Beatles. Επίσης, κατά καιρούς, η Κινούμενη Άμμος γλιστράει στα Μονοπάτια του Γαλαξία. Αυτός ήταν ο τίτλος εκπομπής που έκανε ο παραγωγός «μια φορά κι’ έναν καιρό» στο πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ και κατά καιρούς επανέρχεται, με σκοτεινές ιστορίες συνοδευμένες από σκοτεινότερες μουσικές.
H τρέλα των μπουτίκ (boutique-mania) μεσουράνησε στο Λονδίνο των sixties. Ιδιοκτήτες ήταν συνήθως μοντέρνοι νεαροί που άνοιγαν μαγαζιά με σκοπό να πουλάνε hip ρούχα στους συνομηλίκους τους. Αυτές οι μικρές, πρωτοποριακές μπουτίκ λειτούργησαν σαν στιλιστικές γιάφκες ανάμεσα στους ψαγμένους πιτσιρικάδες που συναντιόντουσαν εκεί όχι μόνο για να ψωνίσουν αλλά και για να διασκεδάσουν, να χορέψουν, και —αν ήταν τυχεροί— να συναντήσουν τα είδωλά τους, τους σταρ της ποπ μουσικής σκηνής, που επίσης σύχναζαν εκεί. Άλλωστε οι Beatles, οι Rolling Stones και οι Kinks θεωρούνταν οι πιο καλοντυμένοι τύποι στο Λονδίνο: Ό, τι φορούσαν γινόταν αμέσως η νέα τάση.
Tο 1965 εγκαινιάστηκε στο νούμερο 488 της Κίνγκ’ ς Ρόουντ —περιοχή γνωστή ως World’sEnd, στην οποία μια δεκαετία αργότερα θα άνοιγε το πρώτο της μαγαζί η Vivienne Westwood— η μπουτίκ με το παράξενο όνομα ‘’GrannyTakesaTrip’’, η οποία κινήθηκε στην λογική του πολυτελούς αβανγκάρντ ενδύματος. Σύμφωνα με τους εκκεντρικούς ιδιοκτήτες της —έναν γραφίστα και μια ηθοποιό και φανατική συλλέκτρια ρούχων εποχής— το όνομα που της έδωσαν αντιπροσώπευε τις ιδέες τους: To ‘’Granny’’ συμβόλιζε την επιρροή του ιστορικού παρελθόντος στην τέχνη και την μόδα και το ‘’Trip’’ την πολυχρωμία του χίπικου κινήματος, αλλά και το ναρκωτικό της αρεσκείας τους: το LSD.
Τo Granny’s ήταν το πρώτο bisexual μαγαζί του Λονδίνου. Αν και εξωτερικά άλλαζε συχνά προσόψεις, η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του θύμιζε φουτουριστική φαντασίωση, με στοιχεία παρισινού μπουρδέλου της Μπελ Επόκ. Το ταβάνι και οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε βαθύ μοβ χρώμα, που έκανε αντίθεση με τα πολύχρωμα ρούχα στις κρεμάστρες, ενώ ένας φωνόγραφος κι ένας μεγάλος Βικτωριανός καθρέφτης συμπλήρωναν το σκηνικό, το οποίο είχε επιρροές από το κίνημα Αρ Νουβό και τον Σκοτεινό Ρομαντισμό. Εκεί, ανάμεσα στις δαντελένιες κουρτίνες, τους σκαλιστούς καθρέφτες και τα μπροκάρ αμπαζούρ, μέσα σε νέφη από καπνούς και βαριά ανατολίτικα αρώματα, αγόρια και κορίτσια χόρευαν εκστασιασμένα στους ήχους της μουσικής. Ο, νεαρός τότε, συγγραφέας Σαλμάν Ρουσντί, που το 1967 νοίκιαζε το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου στο ίδιο κτήριο, τον περιέγραψε κάπως έτσι: «Ο αέρας ήταν βαρύς από έλαια πατσουλί καθώς κι εκείνα τα αρώματα που η αστυνομία αποκαλούσε ‘’certainsubstances’’. Η ψυχεδελική μουσική αντηχούσε δυνατά σε όλο χώρο και βομβάρδιζε τα τύμπανά σου. Μετά από λίγο ένιωθες περικυκλωμένος από μια μοβ λάμψη, μέσα στην οποία διέκρινες μερικά ακίνητα σχήματα. Μάλλον αυτά ήταν τα ρούχα. Αλλά δεν τολμούσες να ρωτήσεις. ΤοGranny’sήταν ένα κάπως τρομαχτικό μέρος».
Τα ρούχα που έμοιαζαν «ακίνητα σχήματα στην μοβ λάμψη», ήταν μια σειρά από εφαρμοστά σατέν παντελόνια, εμπριμέ αρ νουβό σακάκια, μπροκάρ ημίπαλτα, αφγανικά παλτά, πουκάμισα με βολάν και κιπούρ δαντέλες, μεταξωτά μαντήλια, γραβάτες με λαχούρια, βελούδινα πανωφόρια φοδραρισμένα με λουλουδάτα υφάσματα — όλα εξαιρετικής ποιότητας και ραφής και γι’ αυτό πανάκριβα. Εμβληματικό θεωρείται το φλοράλ σακάκι του Τζον Λένον «Χρυσάνθεμα», του Βρετανού προραφαηλίτη σχεδιαστή υφασμάτων William Morris (1834-1896).
Το “Grannytakesatrip” υπήρξε η Μέκκα της ένδυσης για πολλούς ροκ σταρ, μεταξύ των οποίων ο Σιντ Μπάρετ, ο Μπράιαν Τζόουνς, ο Τζίμι Χέντριξ, ο Ρόμπερτ Πλαντ, ο Έρικ Κλάπτον, ο Μάιλς Ντέιβις, ο Έλτον Τζον, ο Μαρκ Μπόλαν και πολλοί άλλοι. Οι Rolling Stones εμφανίζονται με ρούχα του Granny’s στο εξώφυλλο του δίσκου τους Betweenthebuttons (1967), ενώ οι Beatles με αντίστοιχα πουκάμισα στο εσώφυλλο του άλμπουμ Revolver (1966).
Το 1967, οι Purple Gang ηχογράφησαν —στο ίδιο στούντιο εκείνες τις μέρες οι Pink Floyd ηχογραφούσαν το Arnold Lane— και κυκλοφόρησαν σε single ένα τραγούδι εμπνευσμένο από τη μπουτίκ, με το όνομά της για τίτλο του. Το single πάτωσε γιατί οι ραδιοφωνικοί σταθμοί δεν το έπαιζαν, θεωρώντας ότι η λέξη trip αποτελεί ευθεία αναφορά στο LSD.
Well she lives all alone in a house by a pool
She wears fur coats and hats and old fashioned jewels
And her one aim in life to be on the screen
Top billing with Vallee, her favorite dream
So once a year Granny takes a trip
Always first class and she’s well equipped
For the movie auditions in Hollywood Town
She always turns up, but she’s always turned down
Well one day on the screen
Granny’s bound to be seen
If she turns up again
She’s bound to find fame
So Granny, my dear, we all wish you the best
And know that you’ll find your happiness
So once a year Granny takes a trip
Always first class and she’s well equipped
For the movie auditions in Hollywood Town
She always turns up, but she’s always turned down
Τα ρούχα του Granny θεωρήθηκαν επαναπροσδιορισμός του στιλ των παρακμιακών Ρομαντικών, των καταραμένων ποιητών και του δανδισμού του 19ου αιώνα. Το 2012 η English Royal Mail κυκλοφόρησε ένα γραμματόσημο φόρο τιμής στην συνεισφορά των σχεδιαστών του Granny Takes a Trip στην βρετανική μόδα.