—του Στέλιου Φραγκούλη—
Λιγόστεψαν τα φαινόμενα, είπε ο παππούς σε μια μύγα που ανέβαινε επίμονα στις άκρες τον δαχτύλων του, τα παλιά ακροδάχτυλα. Τώρα κάνει ησυχία. Όλα είναι ήσυχα πια. Σαν ένα ενυδρείο οι ζωντανοί και τα όνειρά τους. Δε χρειάζεται να ξέρω τίποτα πια, όλα ήταν μια παρόρμηση, φερθήκαμε πολύ κουτοπόνηρα και οι πιο ευφυείς. Θα μου πεις, αν η αγάπη, αν η σκέψη, ο έρωτας, η φιλία και φυσικά η γνώση, αν η ηθική, η συμπόνια, το έλεος, αν ο μη σαδισμός και η μη ηδονή είναι ψέμα, δε σε λυπεί; Δεν μπορώ να το απαντήσω. Δεν πιστεύω σε κανένα νόημα, η μάχη της ζωής με έχει εγκαταλείψει τραυματισμένο μα ζωντανό· με μη θανατηφόρα τραύματα, με ανώδυνα τραύματα· ανίκανο ωστόσο να προσφερθώ σαν πεδίο γι’ αυτή τη μάχη. Ο ήλιος χαμήλωσε μουδιασμένος κι αναίσθητος, το δειλινό έχει ψύχρα, το δειλό κορμί μου πρέπει να τραβηχτεί στο σπίτι.
Την άλλη μέρα ο ταχυδρόμος έχει το χάρισμα του λόγου. Κάθε δυνατότητα, κάθε δύναμη πρέπει να ασκηθεί, το πουλί να πετάει, στα καλά καθούμενα να σηκώνεται και να διαγράφει δυο κύκλους στον ουρανό. Ο ταχυδρόμος μιλάει στη φοιτήτρια του απέναντι διαμερίσματος. Ο διάδρομος γίνεται ηχείο. Ακούω. Της μιλάει για την ηθική. Της μιλάει για τον εθελοντισμό. Της μιλάει για τον Θεό. Ο καημένος πιστεύει ότι ξέρει τι λέει, όμως της κελαηδάει σαν κοτσύφι. Το κορίτσι καταλαβαίνει, είναι χαρούμενο, αδιαφορεί για τα σημαινόμενα, κάποιος κελαηδά για κείνη. Πρέπει να μιλάμε. Τα λόγια μας είναι ανόητα, μιλούν πάνω σε ένα σίγουρο κόσμο, σαν νήπιοι θεοί τσεβδίζουμε άδειες λέξεις.
Δεν είμαι μόνος, μια απέραντη πεδιάδα, αλλού μαύρη απ’ τις φωτιές που βάζουν για να καθαρίσουν και να λιπάνουν τα χωράφια, να καούν τα υπόγεια ποντίκια, να πάρουν οι χελώνες έκφραση Πομπηίας, παρεξήγηση του θανάτου, αλλού αθέριστη ανεμίζει το στάχυ, αλλού θερισμένη, αλλού κιόλας οργωμένη, η πεδιάδα έξω απ’ το βρεγμένο τζάμι. Πάνω της σκοτεινός ουρανός, λασπουριά, λιμνασμός, βροχή. Δεν είμαι μόνος, ο αυχένας περνιέται από το όλο θέαμα, αυτού του βούρδουλα του Τέρατος του φθινοπώρου.
Στο δίπλα διαμέρισμα μια μέρα ξέσπασε καυγάς, έπεσε ξύλο με τα λόγια και με τα χέρια. Δυο ελευθερίες κάνουν μια σκλαβιά. Η χειροδικία συνοψίζει το νόημα των λεγομένων. Την έβγαλε έξω γυμνή κι έμεινε μέσα αυτός λυσσασμένος. Τής άνοιξα χωρίς να κοιτώ (το έπαιξα μελό ανωτερότητα να συγκινήσω την αναγνώστρια), φόρεσε ρούχα δικά μου. Κάποιοι στο δρομάκι μιας παραγκούπολης στο Δελχί βίασαν ένα κορίτσι. Αλλά εγώ έχω άλλοθι, πολύ γέρος και κύριος, στην αθηναϊκή συνοικία, με τη γυναίκα, με το σπουργίτι, ακόμη και με το παραστρατημένο μυρμήγκι καλός. Επιδένω σπασμένα φτερά, δε βιάζω στο Δελχί, Κύριε…
Ήρθε η αδερφή της να την πάρει, έφερε ρούχα και παπούτσια και ένα κομπολόι από οστά των προγόνων, οστά που τρίζαν και χτυπούσαν για το σπασμένο λούκι της αγάπης που γέννησαν τα παραμύθια και για το λούκι που βρίσκουν τα λόγια να κρυφτούν από τον αργό, ποτιστικό χρόνο, όλων τη χρησιμότητα που ξεσκεπάζει. Ο αρσενικός θαλασσινός ελέφαντας με μάτια να τρέχουν κοιτάζει, ογκώδης απορία, τον ουρανό, την ιστορία. Τα στήθη του αυλακωμένα από το αίμα των δαγκωμένων ούλων, την ερωτική σιελόρροια και το αγριεμένο σπέρμα του έτοιμο να τιναχτεί. Στέλνει στο Θεό με ένα χαμηλό συριγμό των πνευμόνων τον ερωτικό του πόνο για την πεταλούδα που έφυγε και το χαρέμι του που ερήμωσε, έτσι στα παλαβά.
Αχ, παιδιά μου, εδώ σάς χαιρετώ… Είπε ο γέρος και σηκώθηκε. Είχε κουραστεί να σωπαίνει. Και τα παιδιά έπρεπε να κάνουν έρωτα. Και ο διάβολος που κοιμόταν στο χαλάκι του, άνοιξε τα μάτια του, σηκώθηκε κι έτρεξε πίσω του πεισματικός.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart http://bit.ly/2J6nh2j
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου