—του Στέλιου Φραγκούλη—
Μέσα στο τελειωμένο περιβόλι, το σκιάχτρο ρίχνει τον ίσκιο του. Πέρασε το καλοκαίρι, πέρασε κι ο Σεπτέμβρης.
Του χρόνου πάλι, θα ‘ρθουν να ξαναστήσουν ό,τι έχει απομείνει —σκιάχτρο— απ’ τους αέρηδες και τις βροχές. Θα ‘ρθουν με άλλο παλιό καπέλο, άλλα ρούχα, καρφιά… Θα το κουβαλήσουν στην άκρη για να το φτιάξουν από την αρχή. Θα το καρφώσουν στο σταυρό.
Όλοι ξέρουν· δεν ξεγελιούνται τα πουλιά μαζί του, όμως δε γίνεται κι αλλιώς. Και τούτοι και πολλοί άλλοι, γενιές ολόκληρες ανασταίνουν στο περιβόλι το σκιάχτρο. Δε λένε πως θα τρομάξει τα πουλιά. Δεν ξέρουν να λένε ότι ξέρουν. Όταν τελειώνει ο Μάρτης κανονίζουν να το φτιάξουν, όλοι μαζί, σαν δικό τους πρόσωπο που γύρισε από ταξίδι και έφερε την αρτιότητα στην οικογένεια πάλι. Αρχίζει εκ νέου η ζωή στο περιβόλι. Τα παιδιά θα παίζουν. Θα βλέπονται μέσα στ’ όνειρό τους. Οι μεγάλοι δηλώνονται ζωντανοί — η ζωή είναι μια πρόληψη. Κάθε μέρα δε φοβούνται να κοιμηθούν. Η πνευματικές ιδιότητες υπηρετούν ολότελα την πρόληψη μιας «λογικής» αιτίασης του θανάτου. Το σκιάχτρο αποτρέπει τον θάνατο.
Κάτι άλλα κοράκια πραγματικά φοβούνται το σκιάχτρο, εκείνα που λεηλατούν μια μέρα τις ψυχές. Το καύσιμο της σάρκας είναι η ψυχή. Τα κοράκια κλέβουν καύσιμα.
Σύννεφα τουλούπες, τουλούπες και οι κουρούνες μαζεύονται στα δέντρα της πλατείας, χιλιάδες, διαμαρτύρονται για να βρουν μια θέση στα κλαδιά να κουρνιάσουν. Είναι σχεδόν νύχτα. Το καφενείο από κάτω έχει ανάψει το κίτρινο φως του. Οι πρόωροι γέροντες μαζεύονται εκεί να περάσουν τη θανάσιμη ώρα. Είναι παγωμένοι στα τραπέζια τους. Ακούγονται οι χάντρες στην ησυχία και καμιά πορδή. «Καφετζή, ποιο είναι τ’ όνομά σου; Άσε τον καφέ, βάλε ένα τσίπουρο… Βάλε και στον φίλο μου από δω».
Είναι χειμώνας, σκαθάρια και ποντίκια σκάβουν το ταριχευμένο κορμί. Το πουλάρι του κυρ-Τάδε τι θα γίνει; Ορκίζομαι ότι στο χωριό Κρύα Βρύση Καρδίτσας το πήραν και το έσφαξαν και το ‘ψησαν οι άνθρωποι του καφενείου. Η κόλαση για ένα τόσο αμαρτωλό πλάσμα θα ήταν άδικο. Ο παράδεισος, παράδοξο. Τα βογκητά τους υψώνονται σε μιαν άτακτη ροή και γυρίζουν τη φτερωτή. Αυτή την ιστορία την έφτιαξε ένα παιδί. Δε χρειάζεται να αλέθει ο μύλος, τίποτα, μόνο να δει που γυρίζει. Και μετά έφυγε. Κι αυτό το παιχνίδι γυρίζει και γυρίζει σε έναν αιώνα αργό μα όχι αθάνατο. Κι ωστόσο, να τα σκιάχτρα, υψώνονται για να συνομιλήσουν στα όνειρά μας με αυτό το παιδί που μας σκαρφίστηκε.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart http://bit.ly/2EmMVM7
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου