Η Ντόρα Τσικαρδάνη γράφει για την ποιητική συλλογή της Μαρίας Τοπάλη με τίτλο «Μαζί τ’ ακούγαμε» (εκδόσεις Πατάκη, 2018), με τη μορφή απάντησης σε ερωτήματα που θέτει η ποιήτρια. Η αρχική μορφή αυτού του κειμένου διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στον χώρο τέχνης και λόγου Μ92 του βιβλιοπωλείου «Κωνσταντινίδης» στη Θεσσαλονίκη, στις 18 Μαΐου 2019.
* * *
I. Υπάρχει μέσα στο «Μαζί τ’ ακούγαμε» ένα ποίημα που, για μένα «απαντά» σε ένα ερώτημα; Ανταποκρίνεται ένα συγκεκριμένο ποίημα σε μια ανάγκη; Σε ποια; Σε ποιό ερώτημα;
Καθόλου αυτονοήτως, ναι, υπάρχει. Περισσότερα από ένα, αλλά αναγκαστικά πρέπει να το ξεχωρίσω, ακριβώς γιατί κούμπωσε τόσο με τους δικούς μου προβληματισμούς, όσο και τη διάθεσή μου. Πρόκειται για «Το τραγούδι των «Μαζί τ’ ακούγαμε»». Γραμμένο σε αντίστιξη με την γνωστή εξισωτική, ήτοι ισοπεδωτική, εμβληματική της παρακμής μας ρήση, το «μαζί τα φάγαμε». Μαζί τα φάγαμε, αυτοί που μαζί τα ακούγαμε; Μαζί τα ακούγαμε, παρά το γεγονός, ότι μαζί δεν φάγαμε ή μήπως, μαζί παραμυθιαστήκαμε, ενώ χωριστά τρώγαμε ή μήπως μαζί σιωπήσαμε, γιατί όσοι τρώνε δεν μιλάνε κι όσοι βλέπουν δεν ανακατεύονται, παρά το γεγονός ότι ακούγανε; Πάντως, το μαζί, το μοίρασμα δεν αφορά τα υλικά αγαθά, ενώ σαφώς αφορά τα βάρη. Δεν αφορά ούτε και τα πνευματικά αγαθά, γιατί εκεί κι αν υπήρξε πανωλεθρία.
Υπάρχει λοιπόν ένα ερώτημα που θέτει το ποίημα; Νομίζω, ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα από ένα. Κάθε ανάγνωσή του τα αυξάνει. Κάθε προσωπική αναγωγή, επίσης. Περισσότερο μου μοιάζει βασανιστική, πυρετώδης αναρώτηση, συγκείμενη από πολλά, μικρά και μεγάλα ερωτήματα. Θα τα συμπύκνωνα όμως, ως κρίση του «ανήκειν». Το «μοίρασμα» φαίνεται, ότι είναι αυτό που απασχολεί τη Μαρία και όχι μόνον αυτήν. Μετά βεβαιότητος απασχολεί και μένα. Αντιλαμβάνομαι τα ερωτήματα αυτά ως απευθυνόμενα σε μια οικτρή μειοψηφία: της γενιάς μας, της κοινωνίας, της αριστεράς, της πολιτικής. Προφανώς, με αφορούν σε βαθμό υπερθετικό. Με την ποιήτρια μοιράζομαι την κοινή ηλικία, καταγωγή (όχι μόνον τοπική), σπουδές, απόψεις και έναν όγκο εμπειριών. Αυτά, τα ίδια ή και περισσότερα, τα μοιράζομαι και με πολλούς άλλους όμως, χωρίς να σημαίνουν το παραμικρό. Πόσο «μαζί» είναι το μαζί και πόσο χώρια; Πόσο ευρύ είναι το μαζί και πόσο κατακερματισμένο; Χωράει το ευρύ «μαζί» ατομικότητες;
Είναι προφανές, ότι η αναρώτηση συνυπάρχει με ένα βαρύ αίσθημα διάψευσης και ματαίωσης. Από το δεν είμαι πλούσια, μέχρι το δεν βρίσκω πλέον χορηγό. Τι συνέβη στο μεταξύ;
Στο ποίημα, αρχικά πλέκονται οι στίχοι του «Αν ήμουν πλούσιος» της Σώτιας Τσώτου, τραγουδισμένου από τον Δώρο Γεωργιάδη και βραβευμένου το 1972 στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με εκείνους της Μαρίας. Το Φεστιβάλ τραγουδιού με τα αντίστοιχα της Κέρκυρας, της Δράμας, της ΚΝΕ, αλλά και των Αθηνών. Κλίμα οικειότητας για τη γενιά του 60. Αυγή της μαζικής κουλτούρας και της εν Ελλάδι δημοκρατίας. Μαζί τ’ ακούγαμε. Και μαζί την αναπτύξαμε την μαζική κουλτούρα της μεταπολίτευσης με το ιδιαίτερο, αριστερό ηχόχρωμά της. Υπάρχει ένα «μαζί» ευρύ σ’ αυτή τη φάση. Ή έτσι μας φαινόταν. Μάλλον έτσι μας φαινόταν. Κάπου στη διαδρομή, το ευρύ «μαζί» άρχισε να διαψεύδεται. Κάποιοι ανακαλύψανε και τον άλλον Σεφέρη∙ γίναμε «λιγότερο» λαός; Ερώτημα. Κάποιοι συνέχισαν την παράδοση του ευρέος «μαζί» διεκδικώντας τη λαϊκότητα. Η διεκδίκησή της υπήρξε και η πλαστογραφία της; Ερώτημα. Αλλά και ποιος μπορεί να το πει με εγκυρότητα; Άλλο ερώτημα. Πολλά μικρότερα «μαζί» εντάχθηκαν στο μεγάλο. Το δικό μας «μαζί» αντίθετα γινόταν όλο και μικρότερο. Κάπου γύρω στο 2000 μας φάνηκε πάλι, ότι μπορεί να μας ενσωμάτωνε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό – ελληνικό «μαζί». Όμως, όχι. Το 2012 διέλυσε κάθε ψευδαίσθηση. Ο 55χρονος εαυτός μας δεν μπορεί ούτε τους ήχους, ούτε τα όνειρα του 8χρονου· πολύ λιγότερο του 20χρονου και του 30χρονου.
Η κατάληξη:
Το μόνο βέβαιο: γίνανε κάποιοι πλούσιοι.
Όχι εγώ.
Η ποιήτρια κλείνει το ποίημά της δηλώνοντας ρητά αυτό που από την αρχή του προκύπτει έμμεσα. Δηλώνει την απόστασή της, περιχαρακώνει τον χώρο της έναντι του τεκμαρτού, ευρέος «μαζί». Είναι η μόνη άμυνα που διαθέτει (διαθέτουμε) εξάλλου απέναντι στην χυδαία αλήθεια του «μαζί τα φάγαμε». Ταυτόχρονα, ορίζει έναν νέο χώρο «μοιράσματος» και συνεννόησης. Η ανάγκη που ικανοποιεί το ποίημα λοιπόν, είναι τόσο ζωτική, όσο και επείγουσα. Η Μαρία ποιητικώ τω τρόπω επαναθεμελιώνει οικειότητες, επαναπροσδιορίζει ομάδα. Η απάντηση δεν είναι δεδομένη και δεν αφορά την ποιήτρια πια. Αφορά εμάς, τους αναγνώστες. Μετέχουμε ή όχι.
ΙΙ. Υπάρχει κάποιο ποίημα, που μου θέτει ένα ερώτημα και με παρακινεί σε σκέψη/αναστοχασμό/αναμέτρηση με κάτι; Ποιο είναι το ποίημα και ποιο το ερώτημα/σκέψη κ.λπ.
Όπως θα αντιλαμβανόταν πανεύκολα όποιος με γνωρίζει προσωπικά στη διάρκεια των δεκαετιών της ζωής μου, υπάρχει ένα ποίημα που μου προκάλεσε όχι απλώς σκέψεις και αναστοχασμό, αλλά αναμέτρηση με τον εαυτό μου και τις επιλογές της ζωής μου. Πρόκειται για «Τα καινούργια ρούχα του Βασιλιά», το οποίο αντιλαμβάνομαι σε άμεση συνομιλία με το «Το τραγούδι των «Μαζί τ’ ακούγαμε». Βαθύτατα πολιτική αλληγορία, παραλλαγή του γνωστού παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Με την ευρύτητα και ευρυμάθεια που τη διακρίνει, η Μαρία μπαίνει σε ένα πιγκ – πογκ με τον Άντερσεν (το συνηθίζει και με άλλους, εξάλλου), το οποίο κάνει εξαιρετικά πιο ενδιαφέροντες και επιδραστικούς και τους δύο· τον Άντερσεν και κείνη, δηλαδή.
Η βάση της αφήγησης είναι η ίδια. Ο ολόγυμνος βασιλιάς έρχεται αντιμέτωπος με τη γύμνια του, όταν ένα παιδί (ήτοι, ακαταλόγιστο) ονοματίζει το πασιφανές: τη γύμνια του. Στο παραμύθι, το οποίο ξαναδιάβασα, ελέω του ποιήματος, έχουμε happy ending: ο βασιλιάς αναγνωρίζει την ανοησία του, επιβραβεύει το παιδί και την οικογένειά του και αξιολογεί αρνητικά τους συμβούλους του. Στο ποίημα, όπως και στην εν Ελλάδι ζωούλα μας, η εξέλιξη είναι διαφορετική. Οι αξιωματούχοι (ήτοι, κατά τεκμήριο εχέφρονες και καταλογιστοί) γνώριζαν πολύ καλά, πως γυμνή εξουσία δεν μπορεί να υπάρξει. Γνώριζαν όμως και κάτι άλλο, εφιαλτικότερο:
Η γύμνια του, καλά γνωστή στον ίδιο και στους συν αυτώ,
ήταν της εξουσίας η σκευή.
Μ’ αυτήν ταπείνωνε τους πάντες:
και να τον βλέπουν έτσι όπως δεν το επιθυμούσαν
και το αντίθετο να μαρτυράν.
Σταλινισμός. Ο οποίος δεν αφορά, ούτε και αφορούσε ποτέ μόνον την κεντρική έκφραση της εξουσίας. Αφορούσε και τις μειοψηφικές, περιφερειακές ή και περιθωριακές μορφές της. Αφορούσε και αφορά και την αντι-εξουσία.
Ταυτίζομαι με το παιδί. Κάθε διάγνωση γύμνιας που πραγματοποίησα στη ζωή μου, με κορυφαίες αυτές της παρακμής, ακολουθήθηκε από απομόνωση, δυσμένεια, κατάθλιψη, απώλεια μνήμης, τα γνωστά. Παρά ταύτα, εύκολο και βολικό, κατά μία προσέγγιση.
Ταυτίζομαι και με τον αρχικαρδινάλιο. Ως εχέφρον στέλεχος που έχω υπάρξει, γνωρίζον ότι η εξουσία έχει απόλυτη ανάγκη τη σκευή, τα σύμβολα και τα πρόσωπά της, άλλες φορές σιώπησα κι άλλες αυτολογοκρίθηκα, στο όνομα της σύνεσης και των εκάστοτε απώτερων στοχεύσεων. Εκτός από την χυδαία εκδοχή του «κουβαλητή καθικιών» υπάρχει και η πιο ευγενής εκδοχή του σιωπούντος λόγω διαφωνιών και ευγενών, απώτερων σκοπών.
Έχω ηττηθεί υπό και τις δύο εκδοχές. Ονοματίζοντας, ήτοι αποκαλύπτοντας τη γύμνια, καταγγέλλεις τη σύμβαση, πλην όμως ουδείς επιθυμεί να δει το πασιφανές που δείχνεις· αυτοπεριθωριοποιείσαι, γίνεσαι «ελίτα» των σαλονιών ή των ποιημάτων (όπως καλή ώρα). Σιωπώντας, διατηρείς τη σύμβαση σε ισχύ, την ένταξη στο «μαζί» που λέγαμε, μέχρι να αποδειχθεί ανέκκλητα, ότι αυτό ουδέποτε υπήρξε. Δεν νομίζω ότι ο αναστοχασμός με οδηγεί σε οριστικό συμπέρασμα. Οι διαθέσιμες απαντήσεις μου επιβεβαιώνουν την βασική αφήγηση. Με γυμνούς βασιλείς θα πορευόμαστε· ελέω μοναρχίας επί Άντερσεν, ελέω δημοκρατίας επί Τοπάλη· εχέφρονες και καταλογιστοί θα αναλαμβάνουν την ανασύνθεση των στολών και το κτίσιμο των γεφυρών, χωρίς να έχουν απόλυτο άδικο.
Από τον Άντερσεν στην Τοπάλη, ούτε της νεωτερικότητας ο δρόμος.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο
from dimart http://bit.ly/2QkTJPh
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου