—του Στέλιου Φραγκούλη—
Η πρώτη γουλιά ουίσκι, Πέμπτη 12:13 μεσάνυχτα, έχει στον ουρανίσκο τη γεύση ουράνιου τόξου. Έπαιζα τα παγάκια στις χούφτες μου σα ζάρια, τα ‘ριξα στο ποτήρι με θόρυβο και μετά το ξανθό ποτό ακούστηκε «γκλούκου-γκλούκου-γκλούκου». Μια μέρα η σημερινή, τόσο ηλίθια ήταν, μα πέρασε. Κάθισα το μεσημέρι σε ένα παγκάκι και κοίταζα απέναντι το μικρό εμπορικό κέντρο. Το δεξί κατάστημα είναι κάβα, το αριστερό πουλάει ρούχα. Δυο κούκλες στη βιτρίνα φοράνε τα στενά της μόδας. Η γυναίκα με δυο τέλεια στήθη, ακουμπά τη χέρι της στον ώμο του άνδρα που έχει εξίσου ωραίο σώμα και ένα πέος μάλλον σε στύση. Δυο τσιγγανάκια σταματούν και κοιτάζουν, χασκογελάνε, σκύβουν να δουν κάτω από την κοντή φούστα του μοντέλου. Πόσο να είναι, δέκα, έντεκα χρονώ; Οι θηλές έχουν διογκωθεί, το παντελόνι έχει έναν λεκέ που απλώνει. Τα σπουργίτια και τα περιστέρια τσιμπάνε στο πεζοδρόμιο κάτω απ’ τα πόδια τους. Έχουν μάτια από φτηνό πλαστικό, ξεφλουδισμένο γαλάζιο. Τα πρόσωπα ραγισμένα, χρόνια μέσα στον ήλιο, από μαγαζί σε μαγαζί, από φαλιμέντο σε φαλιμέντο, παντού μαζί. Και όταν τα χαϊδεύει ο λοξός ήλιος του απομεσήμερου χύνουν ακίνητα, χύνουν δίχως ζωή και δίχως ανάσα.
Ντράπηκα. Ένα αθάνατο ζώο μού αναστατώνει τα σεντόνια, πλησιάζει το παγωμένο χνώτο του και μου σφαλίζει τα βλέφαρα. Ντράπηκα το όνειρο. Χάθηκα μέσα στις πολυσχιδείς διαστάσεις του κόσμου. Προχωρώ τη μέση ηλικία Αναπόδεικτος. Η παρέα μετασχηματίζεται, παίζει θαλασσινά παιχνίδια, βλέπει ποδόσφαιρο στις καφετέριες, τρέχει τα παιδιά της στα μαθήματα θανάτου κολύμβησης, γερμανικών, πιάνου. Ανάμεσα στη χορεία των προσώπων και την κατάτμηση των γεγονότων υπάρχουν φαντάσματα δικά σου που η χρόνια πείρα σε έμαθε να διαισθάνεσαι, να κοιτάζεις στα μάτια και στα σώματα τ’ αληθινά και να μη διαβάζουν οι άλλοι την σταδιακή απώλεια πραγματικότητας στου βλέμματός σου τη μαρτυρία.
Η είσοδος έχει ένα φυτό με μεγάλα φύλλα, στη γλάστρα του σβησμένα τσιγάρα δεκαετιών. Ποιος άραγε το ποτίζει; Από παιδί το θυμάμαι, υπάρχει σε μια φωτογραφία που λέω τα κάλαντα και πίσω μου φαίνεται το παρκαρισμένο αυτοκίνητο του παππού στον ήλιο, τον αρρωστημένο πρωτοχρονιάτικο ήλιο που διαψεύδει τα παραμύθια που διέψευδαν τη ζωή. Όχι για πολύ.
Δεύτερος. Ο καθρέφτης του ασανσέρ με μαρτυράει δεκαετίες, έχω κάθε φορά τη σπάτουλα και ξύνω την ολόσωμη αφίσα, πέφτουν τρίμματα, άλλα τραβάω και σχίζω. Πίσω εμφανίζεται μια συνάθροιση προσώπων με λαχεία στα χέρια και την προσοχή των άδειων τους ψυχών στ’ αποτελέσματα. Άλλοτε πάλι πίσω εμφανίζεται αδήμων η διαφάνεια του όντος.
Ω, εις μάτην… Ένας καταπληκτικός μουσακάς μυρίζει. Υποτονθορίζοντας μια τελευταία σκέψη μπαίνεις στο λάθος σπίτι. Η χριστουγεννιάτικη απλώστρα στολισμένη τα στρινγκ της γυναίκας σου, έξι κοστούμια στον καναπέ ήρθαν απ’ το καθαριστήριο, γυαλίζει το παρκέ και κείνη στα μηνύματα σού πετάει μπηχτές για τον Άγιο Βαλεντίνο που έρχεται. Μα εσύ τους φόρεσες όλους —μάσκα— στη μούρη του θανάτου.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart https://ift.tt/2ufyuEo
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου