—του Στέλιου Φραγκούλη—
Στο κουβαδάκι ένας κοκοβιός ανοιγόκλεινε τα βράγχιά του πασχίζοντας ν’ ανασάνει. Δυο δάχτυλα νερό μες στον ήλιο. Ο πιτσιρίκος ψάρευε αλειμμένος αντηλιακά, με το πλατύγυρο καπέλο ως τα φρύδια και γύρω του διάφορα ταπεράκια που κάθε τόσο τού κατέβαζαν θείες, γιαγιάδες και ο παππούς.
Στην άκρη του ξύλινου μόλου, εγώ. Εικοσάρης, γυμνασμένος, με τα μαλλιά μου καλοκουρεμένα, γεμάτος έπαρση. Ψάρευα, λοιπόν, και θυμόμουν πώς με πρόσεχαν στο αμφιθέατρο καθώς ανέβαινα τα σκαλιά με ύφος «χιλίων καρδιναλίων», που λένε. Η θάλασσα ασημένιο φως, τα νιάτα τρέχουν επάνω στο νερό, τρέχουν για να μη βουλιάξουν, τίποτα άλλο δεν κάνουν, τίποτε απολύτως. Έκανα και εγώ έλξεις, κάμψεις, είχα μπράτσα. Έτρεχα πάνω στο ασημένιο φως. Ο ανθρωπάκος μέσα στην πανοπλία του.
Κατά τα λεγόμενα όμορφος. Η άκρη του μόλου για τόσα χρόνια αρκούσε, ήταν το όνειρο των χειμώνων και η πραγμάτωσή μου τον Αύγουστο. Κοιτάζω το φελλό. Μια μέρα σηκώθηκα να πάω στην κουζίνα, διέσχισα τη Σιβηρία, πήγα σε κάθε ήπειρο, σε ζούγκλες και ερήμους για να γυρίσω στην παιδική μου καρέκλα ξανά και σχεδόν έχοντας χάσει την κηδεία του πατέρα μου. Κοιτάζω ένα κουκούτσι από ροδάκινο στο βυθό, οικεία εικόνα, τη λες και πατρίδα. «Τη λες και πατρίδα, αυτό είναι για μένα πατρίδα», θα πεις όρθιος σε μιαν αίθουσα γεμάτη, πρωταγωνιστώντας, πραγματοκοπώντας, μεθώντας από τη γεύση της αποδοχής, το καταδέχτηκες αυτό. Και μετά τα ουίσκι, η καληνύχτα. Ποια καληνύχτα, όλη νύχτα διπλωμένος στα δυο από τις παρενέργειες του αλκοόλ, όταν ανακατεύεται με τη δηθενιά. Έχεις πολύ ευαίσθητο στομάχι.
Μια αγέλη σκιών κατεβαίνει την πλαγιά, τρέχουν παίζοντας, έρχονται και κάθονται γύρω σου, τα σκυλιά που έχεις γνωρίσει, ακόμη και κείνο το κουτάβι που ξεψύχησε πίσω απ’ το σπίτι ένα παγωμένο απόγευμα. Και μετά ακολουθούν οι νεκροί, έρχονται χαζεύοντας και συζητώντας. «Τσιμπάει»; ρωτάει ο ένας και εσύ τον κοιτάζεις· «Θείε», του λες, «δε με γνωρίζεις;» Μα πώς να με γνωρίσει, το παιδί που κρατάει είμαι εγώ.
Το ψάρι δεν αντέχει, λέρωσε με τη γλίτσα του και ήπιε όλον τον αέρα του νερού που χλιαίνει ο ήλιος. Γύρισε ανάποδα, η ασπριδερή του κοιλιά έχει δυο πτερύγια σαν καρδιά για να βεντουζάρει στο βράχο. Χτυπάει τα βράγχια και κολυμπά γύρω στα πλάγια του κουβά, δίνει να πεταχτεί έξω, τα μεγάλα μάτια του δεν παίρνουν έκφραση, απ’ τα εκατοντάδες αυγά που γέννησε η μάνα του ετούτη η μοίρα είναι δική του. Ο μικρός έχει σκύψει και κοιτάζει.
Τη θάλασσα ταβάνι στο θεοσκότεινο δωματιάκι, εδώ δεν κλέβουνε στο ζύγι, το δωμάτιο είναι μια κοιλιά οπότε η αλλαγή μορφής συμβαίνει μέσα και κατά τ’ άλλα ένα πρασινωπό, μαλακόφλουδο έντομο που κινδυνεύει από καθημερινές απροσεξίες, κάνει εφόδους στον κόσμο, γίνεται περίγελος. Μπαίνει ο νοικοκύρης στην κοιλιά και τον πιάνει αποφορά, «πώς ζεις εδώ μέσα παιδί μου, άνοιξε κάνα παράθυρο», εσύ κείτεσαι μαλακός στο κρεβάτι, κάτω απ’ της θάλασσας τον ουρανό και ανασαίνεις. Όλοι τους κι εσύ. Μάλιστα, πρέπει να παρακαλέσεις τους φασουλήδες. Γελούν, συκοφαντούν και όλοι μαζί περπατάνε. Απ’ την άλλη κανείς. Τι θα γίνει;
Ο κοκοβιός ακίνητος, ήταν το μόνο ζωντανό πλάσμα του κόσμου, ο κόσμος το μελετούσε, το προσευχόταν, βλεπόταν μέσα στα χοντρά του μάτια, σταυροί και σκιές γεμάτα τα μάτια, πένθιμο εμβατήριο, χάνεται το φως. Οι Γαλαξίες είναι ο πεθαμένος κοκοβιός. Ο μικρός βάζει το χέρι του και τον πιάνει, τον κρατάει και ξαφνικά το ψάρι κάνει ένα σπασμό στα χέρια του. Τα άθλια ρούχα της μοναξιάς σου, τα εξαθλιωμένα σύνεργα του ψαρέματος, δεν ξέρεις πώς χαμογελούν ούτε σε ένα παιδί, παίρνεις τον κοκοβιό και πόσο τον ζήλευε ο μικρός όλο το απόγευμα, στο παραλήρημα του κόσμου κάτι χρειάζεται κι ο κοκοβιός. Λίγο παραπάνω αδειάζεις τη βρώμικη ψυχή σου με τον κουβά στα ξερά χορτάρια ενός οικοπέδου. Η ψυχή σου λυγίζει από το βάρος του ηλιοβασιλέματος.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart https://ift.tt/2EE4gzu
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου