Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Το όνειρο του Εσκιμώου

—του Στέλιου Φραγκούλη—

Κάποιος άγνωστος πατέρας με πλήρη άγνοια επί παντός επιστητού παρηγορούσε τον κρυολογημένο γιο του. Τον είχε αγκαλιά στην πολυθρόνα και του τραγουδούσε παλιά προσκοπικά τραγουδάκια και της Κατοχής, πού ‘λεγε παλιά ο δικός του πατέρας.

— Μπαμπά, θέλω παραμύθι.
— Χμ…
— Με Εσκιμώους…
— Χμ… Οι μέρες είναι για τους Εσκιμώους χαμένη υπόθεση.
— Μπαμπά, δε μ’ αρέσει.
— Κάποτε, λένε, τον αρχηγό, τον γενάρχη σκότωσε μια μύτη αρκούδας και δυο μάτια.
— (Γέλια) Τι εννοείς ότι τον σκότωσε μια μύτη;
— Έσκυψα και μπήκα στο ιγκλού. Βρήκα έναν διεφθαρμένο Εσκιμώο που κάπνιζε Καρέλια κι έπινε ουίσκι. «Κάτσε», είπε, «έρχεται τώρα και η κυρά μου». Ξάπλωσα σε ένα τομάρι φώκιας και κοιτούσα τις μπότες μου. Αναπολούσα με νοσταλγία τους χωριάτες που δεν είχαν πλύνει ποτέ τα δόντια τους και ταξιδεύαμε δίπλα-δίπλα στα ΚΤΕΛ Ιωάννινα-Αθήνα.

Ο Εσκιμώος από το σκορβούτο δεν είχε δόντια, σάπιζε το στόμα του. Οι πορδές του μύριζαν πτωμαΐνη. Το σπαρματσέτο έκαιγε λίπος φώκιας, μύριζε σαν καμένο μουρουνόλαδο. Δίπλα του ένα παλιό ράδιο έκανε παράσιτα, το πήρε και άρχισε να ψάχνει με έντονη προσήλωση, σαν παραβιαστής χρηματοκιβωτίου. Σε λίγο κάτι φάνηκε, κάτω από ένα σύννεφο γρατζουνίσματα ακούστηκε η Βέμπο: «Πριν να γνωρίσω εσένα που πρόσμενα…» Αμέσως πήρε ένα ύφος, άπλωσε στο πρόσωπό του μια έκφραση σαν αυτή που έπαιρνε τα τελευταία χρόνια ο παππούς μου όταν το κολλημένο τρανζιστοράκι στ’ αυτί του έπαιζε τραγούδια των νιάτων.

Έβαλε ουίσκι σ’ ένα πλαστικό ποτήρι, ξεκόλλησε από τη σόλα του ένα κομμάτι πάγο και τό ‘ριξε μέσα. Αιφνιδιασμένος δίστασα να το πάρω, αλλά αμέσως σκέφτηκα ότι στο Βόρειο Πόλο τίποτα δεν είναι βρώμικο.

Το αίμα των καρωτίδων τρέχει στο χιόνι σαν βύσσινο. Έχουν Πάσχα. Τρώνε άσπρα αρνάκια φώκιας που βελάζουν. Στο ράδιο ίσα που έχουν πιάσει τώρα ηπειρώτικα. Ονειρεύτηκα ένα μεσημέρι ένα άσπρο περιστέρι κοντά στο ιγκλού. Ο σοφός του χωριού που είχε δει τα περισσότερα όνειρα εξήγησε τι ήταν αυτό το πράγμα, το μεσημέρι και τι ήταν το άλλο, το περιστέρι. Του άνοιξε το στομάχι και παρατηρούσαμε μαζί τους σπόρους. Όλοι συμφώνησαν πως ήταν αυγά ψαριών.

— Όσο και να περπατάμε είμαστε στο ίδιο σημείο. Σαν ένα κλουβί. Εδώ γεννηθήκαμε, τα σκυλιά τρώνε τα ύστερά μας.
— Μπαμπά, δε μ’ αρέσει καθόλου το παραμύθι.
— Ούτε ‘μένα, αγόρι μου, παρασύρθηκα…
— Πήγαινέ με στο κρεβάτι.
— Ωπ, κρατήσου, πω-πω, βάρυνες.
— Σκέπασέ μου τα πόδια.
— Καληνύχτα, μικρούλη.
— Καληνύχτα…

Χμ… Μπαίνει η Εσκιμώα στο ιγκλού, κάτι λένε στη σφιχτή, γεμάτη σύμφωνα γλώσσα τους, κάτι σαν «η γριά Τάδε έφυγε μες στην ομίχλη να πάει να πεθάνει, τώρα που φάνηκε μια αρκούδα να τριγυρνά». Μετά ξεδίπλωσε ένα δέρμα που περιείχε ένα κομμάτι σκούρο κρέας, άρχισε να κόβει κομματάκια και να μας ταΐζει στο στόμα. Μύριζε έντονα ψαρίλα, δεν ξέρω τι ήταν, — δελφίνι, φώκια, σκύλος, πού να ξέρω. Συνεχίσαμε να πίνουμε, να τρώμε, να καπνίζουμε, μα η ώρα ήταν ακίνητη. Στο τέλος ο Εσκιμώος, μεθυσμένος, μας έδειξε με το δάχτυλο και η Εσκιμώα μού χαμογέλασε με νόημα. «Δεν μπορώ, παιδιά, μη με παρεξηγήσετε, έχω τρομερό πονοκέφαλο!» Τώρα το ράδιο έπαιζε κρητικά, λύρες μακρινές λες και ακούγονταν απ’ το φεγγάρι…

«Κάτσε σύντεκνε, πιες άλλη μία», ανοίγω τα μάτια, πρώτη φορά σε κρητικό γάμο με πήρε ο ύπνος. Και είδα όνειρα μπερδεμένα.

* * *

 

Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/2F7nC1z
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου