—του Στέλιου Φραγκούλη—
Θυμάμαι ένα χαμόγελο σαν όψη άστρου που φτάνει σε εμάς χρόνια αμέτρητα σβησμένο. Ασήμαντο σε ποιον ανήκει…
Δε με λένε Βαγγέλη, γι’ αυτό πάω στην παρέλαση. Κάθε χρόνο. Μ’ αρέσει πώς σταματάνε τα αυτοκίνητα, βάζουν στη μέση του δρόμου περιπολικά και οι αστυνομικοί πίνουν εκεί τον καφέ τους.
Περιμένω μαζί με τους άλλους να περάσουν τα σχολεία. Όταν ήμουν μικρός υπήρχαν και οι ανάπηροι ήρωες της Εθνικής Αντίστασης. Μα πώς είναι και δεν έχω ούτε ένα φίλο; Στην τρίτη δημοτικού είχε έρθει κάποιο παιδί καινούργιο, δε μπορώ να θυμηθώ καθόλου το όνομα, πάντως είχε κι έναν αδερφό μια τάξη μεγαλύτερο, τον Ηλία. Αχ, πώς τον λέγανε; τέλος πάντων το παιδί αυτό το χτυπούσανε στην αρχή και είχε κάτσει μαζί μου στο ίδιο θρανίο. Κάναμε λίγο παρέα. Το θυμάμαι. Γρήγορα όμως κατάφερε να τον δεχτούν και σταμάτησε μαζί μου.
Καθώς τα τύμπανα πλησιάζουν να πάρουν τη στροφή και όλη η παράταξη να βγει στην ευθεία, να παρελάσει, είναι το αίσθημα μιας γραφικής αντιπροσώπευσης που επιστρατεύεται μέσα μου. Αναθυμάται η ψυχή μου όνειρα —έστω άναρθρα— εμψύχωσης των μικράτων, ενώ τριγύρω το παρόν επαλήθευε ήδη το μέλλον. Και μ’ αρέσει που όλοι, γονείς και παππούδες, ετοιμάζονται για φωτογραφίες. Θα πάρουν την κεφαλή της πομπής από μακριά, σημαιοφόρους και τυμπανιστές και ύστερα τον στοίχο των παιδιών τους. Θα τα δείχνουν ένας στον άλλον καμαρώνοντας το ύφος τους. Ο σημαιοφόρος, καλύτερος μαθητής της τάξης μαζί με τους τυμπανιστές, τους πιο μάγκες. Για τα παιδιά που είναι κοινωνικά όντα απείρως πιο σημαντική επιβράβευση είναι το τύμπανο από τη σημαία.
Δε με λένε Βαγγέλη καθώς προσπαθώ να συναντήσω τα βλέμματα των συγγενών και τα διεγερμένα πρόσωπα που ψάχνουν να δείξουν το δικό τους παιδί στους δικούς τους, ξέρω ότι φαίνομαι αποκρουστικός που είμαι τόσο μόνος, αλλά για μια στιγμή παίζω και εγώ το έργο, για μια στιγμή, πριν το χαμόγελο μουμιοποιηθεί στο πρόσωπο που με κοιτάζει, είμαι και εγώ ένας πατέρας, ένας αγαπημένος θείος, ένας. Αντί κανένας.
Στο σπίτι ο γέρος, μόνος κι αυτός, την πάτησε μαζί μου. Δηλαδή όταν γεννήθηκα άλλαξε η μοίρα του. Από ’κει έζησε τη δική μου μοίρα. Είμαι το σκυλί χωρίς αθωότητα που το τάξανε οι μοίρες να υποκρίνεται το αθώο με τη δειλία του. Σα ζόμπι θα έρθει να σας κάνει χαρές, με μάτια νεκρά θα ανέβει πάνω σας και εσείς θα φύγετε γρήγορα, όπως φεύγετε απ’ τους ζητιάνους και τα υπόλοιπα ζόμπι.
Η μοναξιά. Σου τρέχουν τα μάτια πεινασμένα για άνθρωπο. Θυμάμαι μια ραχιτική αλεπού που σύχναζε στα σκουπίδια του χωριού μας, μαζί με τις γάτες. Είχε ημερωθεί γιατί δεν είχε τρόπο να φεύγει. Όπως ημερώνονται και τα παιδιά στην ασχήμια. Σέρνοντας το βήμα της τραβιόταν λίγο πιο πέρα και μάς κοίταζε που κατεβάζαμε απ’ τ’ αμάξι σακούλες. Το αστείο ήταν πως προσπαθούσε να ζήσει. Σηκώνω τα μάτια και κοιτάζω όλο αυτό το μούσι του γαλανού ουρανού, καθώς γυρίζω σπίτι απ’ την παρέλαση. Τι κωμική αγωνία.
Ο γέρος με τις πιτζάμες κάθεται στη βεράντα. Κάθεται προφίλ. Λέει ασυναρτησίες, του φαίνομαι νέος. Του φαίνεται πως ζω. Αν δεν τον είχα αυτόν τον βραχνά θα φώναζα μια πουτάνα, μέρες που είναι. Κι ας μη με λένε Βαγγέλη.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart https://ift.tt/2uuikH9
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου