Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Οι γονείς μου με φωνάζουν Shanti

—της Χριστίνας Ντούση—

Οι γονείς μου με φωνάζουν Shanti. Ακούω σ’ αυτό το όνομα αλλά βαθιά μέσα μου ξέρω ότι με λένε Ludgi. Είμαι  μόνο τεσσάρων, αλλά συχνά η μητέρα μου λέει: «Κόρη μου, αν δεν σε είχα γεννήσει, όρκο θα έπαιρνα στη θεά Σαρασβάτι ότι δεν έχεις μόνο τέσσερα χρόνια στην πλάτη σου, αλλά τριάντα τέσσερα».  Στα τρία μου χρόνια ξεκίνησα να ράβω. Πήγε η μάνα να μου πάρει τη βελόνα απ τα χέρια, μην πληγωθώ, αλλά σαν είδε ότι την περνούσα σα σαΐτα στο ύφασμα, πισωπάτησε. Είμαι κοντή, ούτε στη μέση δεν της φτάνω, όταν όμως με παίρνει μαζί της στα ρύζια, μαζεύω κι εγώ. Μια μέρα ήρθε κι ο πατέρας. Είδε το ζεμπίλι μου γεμάτο και είπε «η μικρή μαζεύει όσο τρεις εργάτριες». Το βράδυ, σχεδόν με σεβασμό, μου σέρβιραν διπλή μερίδα. Έχω δυο αδέλφια, τον Gopal και τη Sonia. Παρότι με περνούν τρία και τέσσερα χρόνια, έρχονται να με συμβουλευτούν: πότε ο ένας τσακώνεται με τον καλύτερο του φίλο, πότε η άλλη χάνει την κούκλα που της έκανε δώρο η θεία μας. Η μάνα θα τα μαλώσει, εγώ τα συμβουλεύω. Δεν ξέρω από πού έρχεται όλη αυτή η  γνώση. Η μάλλον, δεν ήξερα, μέχρι πριν από λίγες ημέρες.

Να πώς έγινε: πριν δυο Κυριακές, ξύπνησα νωρίς. Μια αχτίδα ηλίου έπεσε στο πρόσωπο μου, ζουζούνισε λίγο και καρφώθηκε στο δεξί μου μάτι επίμονα.  Σηκώθηκα και κοίταξα με έκπληξη το κοντόσωμο σουλούπι μου. Τα πόδια μου μικρά, τα χέρια ακόμη μικρότερα.  Σκαρφάλωσα σε μια καρέκλα και κοιτάχτηκα στον σπασμένο καθρέφτη που κρέμεται στην κουζίνα: είχα τη διάπλαση ενός τετράχρονου. Θα μου πείτε και τι το περίεργο, αυτό δεν δήλωσες και λίγο πιο πριν; Εγώ όμως  ήξερα ότι ήμουν είκοσι οκτώ χρονών  και είχα ήδη τρία παιδιά. “Shanti, τι κάνεις εκεί”, με μάλωσε η μάνα. Γύρισα και της είπα « Η Ludgi είμαι. Και με ποιο δικαίωμα μου κάνεις παρατήρηση, θα ήθελα να ήξερα».  Κόντεψε να πάθει συγκοπή  από την αυθάδεια. Βγήκα στο κατώφλι, δεν αναγνώρισα τίποτα από τη γειτονιά. «Πως το λένε το χωριό;» τη ρώτησα. Με κοίταξε  ακίνητη. «Αυτή δεν είναι η Muttra», συνέχισα.

Σύντομα, όλο το χωριό ήταν στην καλύβα μας. Στάθηκα στη μέση  και είπα με μια βεβαιότητα που δεν ήξερα από πού πήγαζε: «Είμαι η Ludgi Roi και κατάγομαι από τη Muttra. Μου λείπουν τα παιδιά μου και πρέπει αμέσως να με πάτε εκεί». Οι γεροντότεροι κούνησαν το κεφάλι με δυσπιστία. Ο πιο μεγάλος όμως  από αυτούς είπε ότι είχε ακούσει για μια παρόμοια περίπτωση από τη γιαγιά του. «Πως λένε τον άντρα σου;» με ρώτησε. Του είπα απνευστί το ονοματεπώνυμο, το όνομα του πατέρα  του και της σεβαστής μου πεθεράς και μετά συνέχισα με τα ονόματα των τριών παιδιών μου. Πήρε παράμερα του γονείς μου, δηλαδή τους γονείς της Shanti, και λίγο μετά μου ανακοίνωσαν ότι θα ξεκινούσαμε για τη Muttra, αν ήξερα να τους πω το δρόμο. Αυτό ήταν το μόνο που δεν γνώριζα. Έπρεπε να περιμένουμε τον δάσκαλο, που είχε φύγει επίσκεψη πέρα από τα βουνά, στους γονείς του.

Πέρασα όλη την εβδομάδα στα κάρβουνα. Η έλλειψη των παιδιών μου γινόταν αφόρητη, ειδικά τα βράδια. Παρηγοριόμουν χαϊδεύοντας τον Gopal και τη Sonia και πρέπει να ήταν πραγματικά παράξενο  το θέαμα μιας τετράχρονης που προσπαθούσε να αγκαλιάσει μητρικά τα μεγαλύτερα αδέλφια της.   Η μόνη που με ένιωθε ήταν η μάνα. Καθόμασταν μαζί  στο τραπέζι της κουζίνας και καθαρίζαμε φακές σαν δυο παλιές φιλενάδες. Μου έλεγε πόσο αγαπούσε τη Shanti και τα’ αδέλφια της. Ότι στενοχωριόταν που ο Gopal δεν έπαιρνε τα γράμματα και η Sonia ήταν λίγο τεμπέλα. Με ρωτούσε για τα δικά μου παιδιά. Έτσι της μιλούσα για την Babsi,  τον Ravi, τον Prem. Όταν πέρασε η εβδομάδα, εκείνη ήταν που με πήρε απ το χέρι και με πήγε στον δάσκαλο.    Αυτός δυσκολεύτηκε. Πρώτα κοίταξε στον μεγάλο Άτλαντα που είχε μέσα στην τάξη. Αλλά η Muttra είναι ένα πολύ μικρό χωριό και ο χάρτης δεν την είχε. Ύστερα άνοιξε τα βιβλία της γεωγραφίας. Με ρώτησε για κοντινά βουνά και λίμνες. Του είπα ότι ήταν  πίσω από τα βουνά του Παντζάμπ. Σιγοσφύριξε. «Ξέρεις πόσο μακριά είναι αυτό;». Ο πατέρας θύμωσε όταν του είπαμε τι είδους ταξίδι έπρεπε να κάνουμε. «Όλη  μου τη ζωή να δουλεύω, δεν πρόκειται να βρω τα χρήματα για να σε πάω στο Παντζάμπ. Τέρμα με αυτές τις βλακείες!  Είσαι η Shanti, είσαι τεσσάρων και δεν ξέρω που βρήκες όλες αυτές τις αρλούμπες που μας αραδιάζεις. Δεν θέλω να ξανακούσω κουβέντα  για όλα αυτά. Από σήμερα είσαι τιμωρημένη. Θα κοιμάσαι στον αχυρώνα μέχρι να φύγει ο δαίμονας από μέσα σου».

* * *

Μια εβδομάδα μετά σήμανε συναγερμός στο χωριό. Η αστυνομία ενημερώθηκε για την εξαφάνιση μιας τετράχρονης μικρούλας από τον ανήσυχο πατέρα της. Μαζί είχαν εξαφανιστεί μια φορεσιά του μεγάλου της αδελφού, τρία νάαν και ένα ασκί γάλα. «Δεν μπορεί να έχει πάει μακριά», τους είπε, «είναι πολύ ντελικάτη».

Σχεδόν ένα μήνα αργότερα, καταμεσής  των γιορτών του θεού Σίβα, εμφανίστηκε στην πόρτα του Raj, του  χήρου ξυλουργού της Μuttra,   ένα κορίτσι ντυμένο αγορίστικα. Άνοιξε η  κόρη του, η Babsi. Από τότε που είχε πεθάνει η μητέρα της,  είχε αναλάβει χρέη οικοδέσποινας.  Κοίταξε το κοριτσάκι, βαθιά στα μάτια του είδε μια γνώριμη λάμψη,  έβγαλε μια φωνή, κι έπεσε στην αγκαλιά του.

Είμαι η Ludgi, η μητέρα της Babsi, του Ravi, του Prem. Η σύζυγος του Raj. Είμαι πιο κοντή απ τα παιδιά μου και καμιά φορά μπορεί να με δεις να παίζω μαζί τους σαν να είναι αδέλφια μου. Τότε τους λέω να με φωνάζουν Shanti.

rice-paddy-field-background-9

* * *

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 



from dimart http://bit.ly/2Sb0t6F
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου