—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα—
Αυτά που συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες στο Κοινοβούλιο με την τεχνητή κυβερνητική «πλειοψηφία της γκαζόζας» θα μπορούσαν ίσως να σχολιαστούν με έναν ανεκδοτολογικό τρόπο που θα άρμοζε στη γραφική συγκυρία. Οι συμπεριφορές και οι δηλώσεις της κ. Μεγαλοικονόμου, του κ. Φωκά, του κ. Παπαχριστόπουλου (αλλά και πολλών άλλων «σοβαρών» βουλευτών) έχουν ήδη ανοίξει άλλωστε το δρόμο στη «ρεταλοποίηση» της πολιτικής∙ άρα, και στη σάτιρα της. Ωστόσο, με ευθύνη του κ. Βούτση και με διάφορα κόλπα των σχετικών ερμηνειών του κανονισμού της Βουλής, μεθοδεύεται η βολική αλλαγή και η ευρυχωρία των κοινοβουλευτικών ομάδων για να χωρέσουν όσους το πρωί είναι ΣΥΡΙΖΑ και το βράδυ ΑΝΕΛ, όσους είναι με τη συμφωνία με των Πρεσπών αλλά δεν είναι με την κυβέρνηση, όσους είναι με την κυβέρνηση αλλά δεν είναι με τη συμφωνία των Πρεσπών, όσους είναι ακόμη υπουργοί ενώ το κόμμα με το οποίο εξελέγησαν έχει αποχωρήσει από την κυβέρνηση, όσους είναι έτοιμοι να ψηφίσουν όλα τα νομοσχέδια μέχρι να ανακαλύψουν ότι βρήκαν τη δική τους «κόκκινη γραμμή» κ.λπ.
Καθένας μπορεί να προσθέσει τη δική του παραλλαγή για να φτιάξει το μωσαϊκό μιας κυβέρνησης που προσπαθεί να συντηρήσει την πτωχευμένη τράπεζά της, έστω και με πιο χαμηλές ονομαστικές μετοχές. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, με άλλη βέβαια αφορμή, είχε φροντίσει από νωρίς να περιγράψει αυτό το φαινόμενο: «Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται / η Τράπεζα Συναλλαγών / –εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται–». Ο κυβερνητικός κύκλος κλείνει, όπως ακριβώς ξεκίνησε στο πρώτο εξάμηνο του 2015: με αμοιβαίους εκβιασμούς των πρώην εταίρων, με εικονικές και διαρκώς αναβαλλόμενες παραιτήσεις βουλευτών από την έδρα τους, με μεταγραφές νέων «προθύμων» υποστηρικτών της κυβέρνησης, με «εισοδισμό» χωρίς ιδεολογικά όρια, με εκβιαστικές σιωπές και εκκωφαντικούς ψιθύρους που παραπέμπουν σε καταστάσεις «Μαδούρο». Γιατί, κακά τα ψέματα, η κυβερνητική πλειοψηφία, ούτε κυβερνητική είναι, ούτε πλειοψηφία.[1] Διαχειρίζεται απλώς την αποσύνθεση κομμάτων και την κινητικότητα βουλευτών, που αγοράζουν χρόνο για να βρουν μια νέα στέγη.
Αυτός ο εκφυλιστικός καθεστωτισμός που καλλιεργεί συστηματικά την αλλοίωση των δημοκρατικών θεσμών θα δοκιμαστεί σύντομα στις κάλπες, με κριτήρια ιστορικά και πολιτικά, ενώ πάντως θα έχει ήδη ενισχύσει την «πολιτική χορηγία» της Χρυσής Αυγής. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο μεγάλος κερδισμένος αυτού του μίζερου παιχνιδιού είναι η ακροδεξιά. Η δυσαρέσκεια απέναντι στους θεσμούς και τα κόμματα βρίσκει μια νέα εκρηκτική δεξαμενή, που αναμένεται να εκφραστεί με την αμφισβήτηση της ίδιας της κοινοβουλευτικής τάξης. Για να το πούμε καθαρά: οτιδήποτε μεγαλώνει την απόσταση μεταξύ της λαϊκής εμπιστοσύνης και της μετάλλαξης των σχέσεων αντιπροσώπευσης, οτιδήποτε μετατρέπει την πολιτική διακυβέρνηση σε διαχείριση της κρατικής εξουσίας, ενισχύει την δυσπιστία προς την ίδια τη δημοκρατία και τα κόμματα. Η κρίση αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης των πολιτών στην πολιτική ζωή δεν εμποδίζει απλώς τις στοιχειώδεις κοινωνικές συναινέσεις. Οδηγεί τους πολίτες σε ακραίες λύσεις, που σταδιακά διαμορφώνουν ένα «σύστημα παράλληλο προς τους παραδοσιακούς θεσμούς αντιπροσώπευσης».[2] Σε αυτό το παράλληλο σύστημα, που είναι το θερμοκήπιο του λαϊκιστικού, αντιφιλελεύθερου, αντιδραστικού λόγου, η πολιτική γίνεται μια ιδιωτική υπόθεση αγανάκτησης, οργής και τιμωρίας.
Οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν εμπεδώνονται μόνο με τους νόμους αλλά με την καθημερινή πολιτική κουλτούρα. Για αυτό και το πρόβλημα με τη «γκαζόζα», καθώς και με όλα τα άλλα αεριούχα ποτά, είναι πως οι φυσαλίδες του αντισυστημισμού αχρηστεύουν την πολυφωνία της δημοκρατίας και φουσκώνουν το στομάχι των συμπολιτών μας με τις δύσπεπτες γεύσεις ενός κωμικού κοινοβουλευτισμού. Όσοι ακόμη αναζητούν αυτή την οριακή πλειοψηφία των μεταγραφών, δεν έχουν καταλάβει πως «η απαξίωση της βουλευτικής ιδιότητας δεν εκφράζεται απλώς εις βάρος των προσώπων που έχουν εκλεγεί, αλλά αγγίζει την ίδια τη λειτουργία του θεσμού».[3] Η νοσταλγία του αυταρχισμού, ως αντίδοτο της κρίσης του κοινοβουλευτισμού, είναι το ύστατο σύμπτωμα της αποτυχίας μιας κυβέρνησης σε αποδρομή. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ, στο τέλος του, επιλέξει να συμπορευτεί με εκείνους που μετέτρεψαν τα βουλευτικά τους καθήκοντα σε ιδιοτελή συμφέροντα προσωπικής συναλλαγής, θα έχει συμβάλει στη χειρότερη μορφή διάρρηξης των σχέσεων των πολιτών με την πολιτική. Ο κύκλος αυτής της παραχάραξης των κοινοβουλευτικών θεσμών πρέπει να κλείσει οριστικά με την άμεση προκήρυξη εκλογών. Κάθε άλλη λύση θα γίνει μπούμερανγκ∙ όχι μόνο απέναντι στην «πρώτη φορά Αριστερά» αλλά και απέναντι στη δημοκρατία.
[1] Γιάννης Πρετεντέρης, «Σούργελα, (μέρος Β΄), Το Βήμα, 3/1/2019, σ. 62.
[2] Ξενοφών Κοντιάδης, Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα, Πόλις, Αθήνα, 2017, σ. 126.
[3] Στο ίδιο, σ. 127.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ανώμαλα ρήματα
from dimart http://bit.ly/2TCAwJT
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου