—της Ελένης Κοσμά και του Στέργιου Μήτα—
«Έκανα απελπισμένες προσπάθειες για να βρω μια λέξη, που θα ήταν αρκετά μαύρη για να περιγράψει εκείνο το σκοτάδι, μια λέξη τόσο φριχτά μαύρη που θα μπορούσε να μου μαυρίσει το στόμα, μόλις θα την πρόφερα. Μεγαλοδύναμε Θεέ! Τι σκοτάδι ήταν αυτό! Και ξανάρχισα να σκέφτομαι το λιμάνι, τα πλοία, εκείνα τα μαύρα τέρατα που με περίμεναν.»
(Κνουτ Χάμσουν, Η πείνα)
Στις 21 Φεβρουαρίου του 2006 τέσσερεις ηθοποιοί της ταινίας «Γκουαντανάμο» του Μ. Γουίντερμποτομ συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν στο αεροδρόμιο του Λούτον· το γιατί είναι οπωσδήποτε ολοφάνερο· τουλάχιστον υπό το φως της λάμπας του ανακριτή. Τα λάθη αναγνωρίζονται πάντα μετά την απομάκρυνση από το ταμείο και επιβαρύνουν φυσικά τους Βρούτους της εκάστοτε «συνομωσίας». Αν έκτοτε δεν έχει περάσει απίθανα μακρύς καιρός και η είδηση φαντάζει ήδη ξέθωρη, θα ’λεγε κανείς πως τούτο δεν συμβαίνει διότι έχει πάψει να εκπέμπει σημασία ως τέτοια, ούτε λόγω απόκλισης με την προστακτική του up-to-date. Απλώς, μοιάζει να είναι ήδη λεπτεπίλεπτα υφασμένο ένα υπόστρωμα διαρκούς εκκόλαψης παρόμοιων ειδήσεων –και αναπαραγωγής του ίδιου σεναρίου.
Πράγματι, θα μπορούσαμε ίσως να ισχυριστούμε (παραφράζοντας) ότι η ίδια η ιστορία της τέχνης είναι δυνατό να διαβαστεί και ως το χρονικό των μέχρι τώρα διώξεων και λογοκρισιών της. Κατά μια παραδοσιακή αντίληψη, οι καλλιτέχνες ταυτίζουν την (προσωπική τους) έκφραση με το (ευρύτερο) όραμα. Και η εξουσία επανειλημμένα διώκει καλλιτέχνες και έργα –αδιακρίτως, καθ’ υπαλλαγή και με αρκετά στοιχεία (ασυνείδητης) αυτοπαρώδησης: δεν λέγεται πως μη μπορώντας να συλλάβει τον Τανγκύ, που είχε ήδη διαφύγει στην Αμερική, η Γκεστάπο «εκτέλεσε» έναν πίνακά του σ’ ένα πάρκο; Ως ένα σημείο δεν χρειάζεται καν η τόσο προσφιλής για τους καλλιτέχνες του προηγούμενου αιώνα προγραμματική διακήρυξη να προκαλέσουν (και ίσως ίσως να ανατρέψουν) το κυρίαρχο αστικό μοντέλο. Αν σε κάθε περίπτωση επιτυγχάνεται η υπέρβαση του ασφυκτικά εμπειρικού μέσω της δημιουργίας ενός αισθητικού «άλλως είναι», τότε η τέχνη μάλλον υποδεικνύει στην πραγματικότητα πώς πρέπει να γίνει, παρά τη μιμείται. Και η εξουσία (που θα θέλει να επιβάλλεται ως η μόνη δυνατή πραγματικότητα) εκδικείται.
Τι απομένει από μια τράπουλα στην οποία έχει ανακατευθεί ο βασιλιάς και ο γελωτοποιός; Πολύ περισσότερο αν ο δεύτερος, ήδη από μια υποτιθέμενη στιγμή «ειλικρίνειας» και πέρα, συνομολογεί τη σοβαρή του αναπηρία. Δύσκολα θα διαφωνούσε κανείς, παραδείγματος χάριν, με την άποψη του ποιητή, ότι «κανένας στίχος σήμερα δεν συγκινεί τις μάζες» και κανένας πια «δεν ανατρέπει καθεστώτα» – ιδίως αν πρόκειται γι’ αυτήν την ιδιάζουσα κατηγορία στίχων για την οποία η λογοκρισία και η βράβευση διατηρούν σχέση αιτίου και αιτιατού, αποτελούν δε τις δύο όψεις του μεταλλίου και ασφαλώς τις δύο όψεις του νομίσματος – κατά κυριολεξία. Η βασιλική αυλή θα συνεχίσει να επιβάλλεται ως σύνορο εντός του οποίου δικαιούσαι να παριστάνεις το γελωτοποιό και πέραν του οποίου υποχρεούσαι να παραμένεις υπήκοος.
Σε αυτό το σημείο, αν δεν ήταν περί Τέχνης ο λόγος, θα ήταν βεβαίως περί της πλέον δημοφιλούς (και χρήσιμης) παθολογίας: η ιδεολογία εξασφαλίζει την κυριαρχία της διά της «κατασταλτικής ανοχής» (Μαρκούζε) την ίδια στιγμή που η ανοχή ανάγεται σε ιδεολόγημα. Η ιστορία της Τέχνης δεν είναι παρά η ιστορία ενός κανόνα και της παράβασής του. Η αλλαγή παραδείγματος, όμως, μπορεί να είναι απλώς διάκριση και καθόλου εναντίωση: ό,τι στρέφεται εναντίον του καθεστώτος (και για να έρθουμε στα δικά μας: ό,τι υφίσταται λογοκρισία) δεν είναι απαραίτητα και επαναστατικό. Και να που κυκλώσαμε τον κύκλο: ό,τι είναι επαναστατικό (ήδη η λέξη υπονοεί την επαναφορά: re-volution) δεν είναι κατ’ ανάγκη ρηξικέλευθο. Πρέπει να επαναδιαπραγματευτούμε τις σχέσεις της επίσημης και της περιθωριακής εκδοχής του πολιτισμού, για να μπορέσουμε να θέσουμε εκ νέου τις βάσεις για μια συζήτηση περί λογοκρισίας.
Κάθε επανάσταση, κατά τον Μαρξ, διαρρηγνύει μια παλιά κοινωνία και ανατρέπει ένα παλαιό καθεστώς. Το επαναστατικό μας παρόν μοιάζει με το αυγό του Κολόμβου: εξαιρετικά αυτονόητο, κανείς ωστόσο δεν ξέρει από πού να το πιάσει – και από πού να το λογοκρίνει. Θα λέγαμε, λοιπόν, πως το βασικό άλλοθι για τη λογοκρισία σήμερα (ίσως και πάντα) είναι η αδυναμία μας να συγκροτήσουμε ιστορική συνείδηση και να αντιληθφούμε την Ιστορία ως δυναμική διαδικασία και όχι ως κατάσταση: πέραν του κωμικού και του τραγικού, πέραν του tertium non datur. Δεν υπάρχει Τέχνη έξω από τον λόγο και δεν υπάρχει λόγος έξω από την Ιστορία: για όσο, λοιπόν, θα υπάρχει λόγος για επανάσταση, κάποιοι απλώς θα επαναστατούν (και) μέσα απ’ τον λόγο.
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: Yves Tanguy, La Journée Bleue, 1937
Λάδι σε καμβά, 63 x 81.2 cm
Yves Tanguy, 1900-1955
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Διάφορες παρεκβάσεις
from dimart http://ift.tt/1P213q8
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου