Παλιοί και νέοι μύθοι
—του Γιάννη Παπαθεοδώρου—
Κωστής Κορνέτης : Τα παιδιά της δικτατορίας: Φοιτητική αντίσταση, πολιτισμικές πολιτικές και η μακρά δεκαετία του εξήντα στην Ελλάδα. Μετάφραση: Πελαγία Μαρκέτου. Επιμέλεια: Ρόζα Κοβάνη. Εκδόσεις Πόλις, Δεκέμβριος 2015
Το κείμενο που ακολουθεί διαβάστηκε στην πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου (Εκδόσεις Πόλις, βιβλιοπωλείο Πλειάδες, 24/ 02/ 2016), σε διάλογο με την Ξένια Κουναλάκη, τον Ηλία Μαγκλίνη και τον Παύλο Τσίμα.
* * *
Σύμφωνα με την καφετζού Ζωζώ Σαπουντζάκη, ο Σταύρος, ο ήρωας στην πρόσφατη ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, (που αναφέρεται στη Μεταπολίτευση), πάσχει από «μυθοπάθεια». Κάθε φορά που φυσάει Νοτιάς, όχι μόνο επινοεί νέους μύθους αλλά και τους μεταποιεί, για να δοκιμάσει την αντοχή τους σε νέα συμφραζόμενα, ακόμη και με τη βέβηλη αντιστροφή τους. Διαβάζοντας το βιβλίο του Κωστή Κορνέτη θυμήθηκα τη σκηνή με τη καφετζού, καθώς ο μύθος της γενιάς του Πολυτεχνείου αποτέλεσε μία από τις πιο βασικές πολιτικές και πολιτισμικές δεσπόζουσες της Μεταπολίτευσης. Ενταγμένος μάλιστα μέσα στα πρόσφατα μνημονιακά και αντιμνημονιακά μας πάθη, βρέθηκε ξανά στην επικαιρότητα είτε ως δαιμονοποιημένη αναθεώρηση, είτε ως γραφική αυτομαστίγωση είτε ως νοσταλγικό λάβαρο της νέας αντίστασης. Ποιος δεν θυμάται, άραγε, το ανιστόρητο σύνθημα της πλατείας των Αγανακτισμένων (πρώην Συντάγματος): «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία – η Χούντα δεν τελείωσε το 73»;
Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που ο μύθος της γενιάς του Πολυτεχνείου δοκιμαζόταν. Το ξέρουμε ήδη από τις δίκες της Χούντας: η άρνηση του Πολυτεχνείου, η σκόπιμη παραποίηση του, η απομείωση της σημασίας του το κατέστησε ευθύς αμέσως επίδικο αντικείμενο για τη συλλογική μνήμη. Σε όλη της διάρκεια της μεταπολίτευσης, η ακροδεξιά ξήλωνε τα μνήματα των νεκρών του, η φιλελεύθερη δεξιά κατέθετε, κάπως αμήχανα, στεφάνια, (καταστέλλοντας συχνά τις εκδηλώσεις της για τη μνήμη του), το ΠΑΣΟΚ κρατούσε τα ματωμένη σημαία του Πολυτεχνείου, η αριστερά θρηνούσε για τους ανολοκλήρωτους στόχους του και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά μιλούσε για τα «συστημικά» ανταλλάγματα των πρωταγωνιστών του. Το γνωρίζουμε και από άλλες περιπτώσεις: το «ξαναγράψιμο» της ιστορίας δεν εμποδίζει τις ιδεολογικές χρήσεις της. Καλό είναι να θυμόμαστε πως δίπλα στο χαρτί και στο μολύβι του ιστορικού θα υπάρχει πάντα εκείνη η «βολική γομολάστιχα», που είτε σβήνει βιαστικά τα ενοχλητικά σημεία της μεταπολιτευτικής αφήγησης είτε τα ενσωματώνει επιλεκτικά στο πλαίσιο μιας εκ των υστέρων αφήγησης.
Όπως είχε δείξει ήδη από το 1957 στο βιβλίο του Μυθολογίες, ο άδικα λησμονημένος Ρολάν Μπαρτ, κάποτε «ο μύθος εξαφανίζεται · μένει όμως πολύ πιο δόλιο το μυθικό». Στον ιστορικό ανήκει το επαγγελματικό δικαίωμα όχι μόνο της απομυθοποίησης αλλά και της κατανόησης της συμβολικής λειτουργίας που επιτελεί ο μύθος σε μια κοινωνία. Από αυτή την άποψη, το βιβλίο του ΚΚ έρχεται σε μια καλή στιγμή για να μας θυμίσει πως το πολιτικά στρατευμένο παρελθόν μιας γενιάς δεν μπορεί να εξετάζεται μόνο μέσα από την εύκολη εργαλειοποίησή του αλλά μέσα από μια ιστορικοποιημένη οπτική γωνία, που προσφέρει στη συλλογική μας αυτογνωσία την έγκυρη γνώση – έστω και στο μικρό βαθμό που η κοινωνία μπορεί να ακούσει τα ερευνητικά πορίσματα της επιστήμης. Το βιβλίο του ΚΚ είναι ένα πλούσιο βιβλίο : όχι μόνο για τις 720 σελίδες του αλλά κυρίως για το τεκμηριωτικό υλικό και τη μέθοδο του. Ο επαρκής αναγνώστης θα αναγνωρίσει τον πλούτο τον αρχείων αλλά και το συνδυασμό της μεταγενέστερης προφορικής ιστορίας, που εμπεριέχει ταυτόχρονα τον κριτικό σχολιασμό του ιστορικού, για τις διαδρομές όχι μόνο της μνήμης αλλά και της ιστορίας.
Η νεολαία στους δρόμους
Ο πρωταγωνιστής στο βιβλίο του ΚΚ είναι η νεολαία και η νεανική κουλτούρα, ενταγμένη μέσα στο πλαίσιο της μακράς δεκαετίας του ’60, με προσεκτικές διαφοροποιήσεις και αποχρώσεις ανάμεσα στη «Γενιά του Ζ» και στη γενιά του Πολυτεχνείου. Οι διαφορές επιβάλλονται άλλωστε από τη μετάβαση της ίδιας της κοινωνίας: το «οικονομικό θαύμα» της οκταετίας Καραμανλή προετοίμαζε τους όρους μιας κοινωνικής ανασυγκρότησης, που μέσα στη δεκαετία του 60 απέκτησε νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Για να μείνουμε στο πεδίο της νεολαίας, αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι η καινούργια σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού, η γυναικεία συμμετοχή, ο κλονισμός των ηθικών προτύπων της εθνικοφροσύνης, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η μερική, έστω, φιλελευθεροποίηση της εξουσίας, η επαφή με τη μαζική κουλτούρα, και βέβαια, ο απόηχος των δυτικών ριζοσπαστικών κινημάτων της νεολαίας. Μέσα σε αυτό το σκηνικό της μετάβασης, ο ΚΚ επικεντρώνεται στον φοιτητικό ακτιβισμό, πλαισιωμένο ωστόσο από μια σειρά των παράλληλων «πολιτισμικών πολέμων» της εποχής, όπως είναι η μουσική ανατρεπτικότητα (το ροκ), οι νέες οπτικές αφηγήσεις στον κινηματογράφο, η αμφισβήτηση αλλά και η εκ νέου επινόηση της παράδοσης, η ριζοσπαστικοποίηση της νεανικής καθημερινότητας, (από το μήκος των μαλλιών ως το γυναικείο τζιν, το κάπνισμα, το λεξιλόγιο, το φλερτ, τη σεξουαλικότητα). Κάπως έτσι φτάνουμε στο πρώτο χαρακτηριστικό που διαπερνά όλο το βιβλίο: η εργασία του ΚΚ δεν εξαντλείται στο επίπεδο της πολιτικής ιστορίας αλλά τονίζει με έμφαση τη διασταύρωση της ιδεολογίας με την κουλτούρα, αναδεικνύοντας τις πολιτισμικές όψεις της νεανικής διαμαρτυρίας.
Αθήνα, Νοέμβριος 1970: η πρώτη προβολή του ντοκιμαντέρ για το Woodstock στην αθήνα συνοδεύτηκε από επεισόδια.
Καθώς παρακολουθούμε την πορεία προς τη σύγκρουση των φοιτητών με το καθεστώς, διαπιστώνουμε τη δυναμική που είχε παράλληλα η εναλλακτική νεανική κουλτούρα ως ένα μέσο αποκωδικοποίησης πολιτικών νοημάτων, που το κυρίαρχο στοιχείο τους είναι η πολυφωνική δημιουργικότητα: η διαφωνία η ακόμη και η παραφωνία γίνονται, έτσι, στοιχεία μιας νέας πολιτισμικής αντίστασης, που προετοιμάζει το έδαφος και για την τελική πολιτική σύγκρουση. Περνώντας στα δίσεχτα χρόνια της χούντας, ο ΚΚ εισάγει στη μελέτη του ένα άλλο συγκριτικό – αυτή τη φορά- εργαλείο. Παρακολουθώντας τις φοιτητικές συλλογικότητες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, προσπαθεί να δει τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις του ελληνικού φοιτητικού κινήματος, αμφισβητώντας, κατά βάση, το στερεότυπο ότι το Πολυτεχνείο ήταν ο ελληνικός «Μάης του ‘68». Και πάλι σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται το κρίσιμο εργαλείο της «πολιτισμικής μετάφρασης». Τα γαλλικά «παιδιά του Μαρξ και της Κόκα Κόλα» που θεωρούσαν «ότι η δράση προηγείται της συνειδητοποίησης» δεν ήταν εύκολο να επικοινωνήσουν με τους Λαμπράκηδες, που υποχρεωτικά σύνδεσαν την τύχη τους με τις τύχες του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Ήδη άλλωστε, ο δυτικός μαρξισμός άρχιζε να αναζητά νέους δρόμους, ενώ ακόμη στην Ελλάδα το αντίστοιχο πρόβλημα έπρεπε να λυθεί μέσω της αντίδρασης στον Κολιγιάννη, με τη γνωστή διάσπαση και την ίδρυση του «ηρωικού» ΚΚΕ εσ.
Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως μέσα στο ελληνικό φοιτητικό κίνημα δεν εκδηλώνεται μια πολιτική και διανοητική ροπή που εντάσσει τον αγώνα τους στα ευρύτερα συμφραζόμενα μιας παγκόσμιας απόπειρας για κοινωνική αλλαγή. Την περιγράφει ωραία ο Μιχάλης Σαμπατακάκης: «Νομίζω ότι το βασικό χαρακτηριστικό, έτσι όπως το βιώνουν οι νέοι στην Ευρώπη και στην Ελλάδα είναι μια αίσθηση ότι ο καπιταλισμός αντικαθίσταται. Δηλαδή, είναι η περίοδος του Βιετνάμ, των απελευθερωτικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο, Τσε Γκεβάρα, Χιλή κλπ. Είναι, λοιπόν, μια περίοδος που υπάρχει η αίσθηση ότι ο καπιταλισμός υποχωρεί, αντικαθίσταται από ένα επαναστατικό κίνημα».
Αυτή η αίσθηση, η πίστη, δηλαδή, ότι οι νέοι έχουν βρεθεί ιστορικά μπροστά σε μια φάση υποχώρησης του καπιταλισμού, διαμορφώνει, τόσο πραγματικά όσο και φαντασιακά νέα πολιτικά υποκείμενα. Και βέβαια, οι εκδοχές στο ερώτημα «πώς αντικαθίσταται ο καπιταλισμός» γεννάει μια πληθώρα απαντήσεων, που μοιραία βαραίνουν όλες τις αριστερές συλλογικότητες της εποχής. Ο ΚΚ μας ξεναγεί σε όλο αυτό το μωσαϊκό της αριστεράς, χρησιμοποιώντας ένα ιδιότυπο μεγεθυντικό φακό που τονίζει ακόμη και εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες, που ωστόσο θα αποδειχτούν καθοριστικές για το ιδεολογικό προφίλ της τελικής σύγκρουσης με το αυταρχικό καθεστώς: οι μικρόκοσμοι των φοιτητικών οργανώσεων, η πανσπερμία των φυλών της αριστεράς, η ποικιλόμοφη αμφισβήτηση των επίσημων κομματικών γραμμών, οι μπουάτ και οι στίχοι από τα τραγούδια, το χίπικο τζιν-καμπάνα με το σήμα της ειρήνης που γίνεται αφορμή για σύλληψη, όλα αυτά και πολλά άλλα λειτουργούν ως καίρια συμφραζόμενα για να καταλάβει κανείς τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η στάση της νεολαίας απέναντι στα «κρίσιμα συμβάντα». Από τη δίκη του Ρήγα – κάπως «ριγμένη» στο βιβλίο – ως την «ταράτσα της Νομικής» και την κατάληψη του Πολυτεχνείου παρακολουθούμε το πώς ένα φοιτητικό κίνημα που ζητούσε «ελεύθερες φοιτητικές εκλογές» μετατρέπεται σταδιακά μαζικό σε κίνημα ανατροπής του καθεστώτος, μέσα στο πλαίσιο του εθνικού δημοκρατικού αντιδικτατορικού αγώνα. (Ας μην το ξεχνάμε κι αυτό: το μαζικό φοιτητικό κίνημα δεν το δημιούργησε η εξωκοινοβουλευτική αριστερά αλλά οι μεγάλες κομματικές οργανώσεις που συντάχθηκαν με το πρόταγμα της αποκατάστασης του κοινοβουλευτισμού.)
Αυτό είναι άλλωστε και το κεντρικό χαρακτηριστικό της διαφοροποίησης του από το γαλλικό Μάη. Το πρόβλημα των Ελλήνων φοιτητών δεν ήταν «η φαντασία στην εξουσία» και η γενικόλογη άρνηση των συντηρητικών αξιών αλλά το σπάσιμο του γύψου και η πτώση ενός αυταρχικού στρατιωτικού καθεστώτος. Προφανώς υπάρχει πάντα ένα στοιχειώδες συνδετικό νήμα με το ευρωπαϊκό παράλληλο («το πνεύμα της εξέγερσης») αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να δούμε το Νοέμβριο του 73 ως έναν «ύστερο Μάη του 68».
Εξέγερση και δημοκρατική ομαλότητα
Με βάση αυτή την ιστορική υπόθεση εργασίας, ο ΚΚ εστιάζει στη διπλή πορεία του φοιτητικού κινήματος ∙ τόσο, δηλαδή, στη ριζοσπαστικοποίησή του, όσο και στην τελική αποδιάρθρωση του, στις συνθήκες της μεταπολιτευτικής δημοκρατικής ομαλότητας. Ας προσέξουμε εδώ δύο ακόμη κρίσιμους συντελεστές : τη συστηματική αποφυγή της χρήσης βίας στη σύγκρουση, και την παράλληλη υιοθέτηση μιας νέας συμβολικής γλώσσας για την προβολή της σύγκρουσης με το καθεστώς. Οι πολιτισμικοί κώδικες της αντίστασης (είτε είναι οι αφίσες είτε είναι η λειτουργία του παράνομου ραδιοφωνικού σταθμού) αλλά και το αίτημα της δημοκρατικής νομιμότητας λειτούργησαν περισσότερο αποτελεσματικά ως προς την κοινωνική και πολιτική τους εμβέλεια από τη χρήση της βίας. Το αίτημα δηλαδή της αποκατάστασης του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας λειτούργησε τελικά ως υπέρτερη αρχή της νεολαιίστικης δράσης, προετοιμασμένο καλά μέσα από μια «σιωπηρή εξέγερση», που καλλιέργησε το αίσθημα της ενότητας, παρ’ όλα τα ιδεολογικά ρήγματα στο εσωτερικό των φοιτητικών οργανώσεων.
Είναι σαφές πως με το βιβλίο του ΚΚ παρακολουθούμε το χρονικό της γέννησης και της ανάδυσης ενός νέου πολιτικού υποκειμένου, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Η γενιά του Πολυτεχνείου, «τα καλά παιδιά της εξέγερσης», συνδύασαν την πολιτική στράτευση με ένα είδος πολιτικού ορθολογισμού, που σε αντίθεση με μια ακαθόριστη «αριστερή ουτοπία», συντονίστηκε πλήρως με δημοκρατικό μετασχηματισμό του ελληνικού πολιτικού περιβάλλοντος. Τελικά η εμπειρία της δικτατορίας όχι μόνο πολιτικοποιεί τα μέλη της νέας γενιάς, (συχνά μάλιστα με τρόπο αντίθετο «με την τάξη τους αλλά και το ιδεολογικό τους υπόβαθρο») αλλά εγκαινιάζει νέες πρακτικές διαμαρτυρίας που εκβάλλουν ωστόσο στη συνολικότερη αναδιαμόρφωση της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας» της μεταπολίτευσης.
Αυτός ο «πραγματισμός» στάθηκε άλλωστε και ο σκληρός πυρήνας όλων των στερεοτύπων που συνόδευσαν το μεταγενέστερο μύθο της γενιάς του Πολυτεχνείου. Όλες οι ηθικιστικές κατηγορίες για το «βόλεμα», το «ξεπούλημα» και τη διαρκή «συναλλαγή» της γενιάς αυτής με λογής -λογής εξουσίες, εκκινούν, νομίζω, από τον ίδιο κοινό παρονομαστή: τις στοχαστικές προσαρμογές μιας «σιωπηρής εξέγερσης» που αφομοιώθηκε πολιτικά – και ομαλά – μέσα στην «τρίτη ελληνική δημοκρατία». Η καρικατούρα αυτού του πραγματισμού οδήγησε βέβαια στην κωμική αντιστροφή του μύθου.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η τελευταία εκδοχή (η «προδοσία της επανάστασης»), γνώρισε πολλές παραλλαγές, για να επικυρωθεί με τον πιο επίσημο τρόπο στην ποπ κουλτούρα των 90ς. Θα θυμάστε βέβαια το κατεξοχήν τηλεοπτικό σύμβολο της γενιάς του Πολυτεχνείου: τον Σπύρο από το σήριαλ Οι Απαράδεκτοι. Ο Σπύρος πάντα θυμάται το Πολυτεχνείο, διαρκώς διατυμπανίζει τα αριστερά του φρονήματα και καταδικάζει τον καπιταλισμό. Από την άλλη μεριά, ο ήρωας κυνηγάει το κέρδος που μπορεί να του χαρίσει μια άνετη ζωή – με μικρές, έστω, νεοπλουτιστικές απολαύσεις. Ενώ σε όλα τα επεισόδια υποστηρίζει πως ήταν ενεργό μέλος της φοιτητικής εξέγερσης, σε ένα και μοναδικό επεισόδιο λέει επιτέλους την αλήθεια: ότι απλώς είχε κολλήσει κι αυτός μερικές αφίσες στην εποχή του Πολυτεχνείου. Να είναι άραγε τυχαίο ότι η ειλικρινής εκμυστήρευση γίνεται στο ίδιο επεισόδιο που ο ήρωας προσπαθεί να απατήσει τη γυναίκα του με μια ευκαιριακή ερωμένη; Προσωρινά, ας αφήσουμε την ψυχανάλυση και ας μείνουμε στην ιστορία. Το καλό βιβλίο του ΚΚ άλλωστε μας υπενθυμίζει πως είναι πολύ νωρίς για να μπουν «τα παιδιά της δικτατορίας» στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο
from dimart http://ift.tt/1OPI80g
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου