— της Ειρήνης Βεργοπούλου —
Είναι η Τζέιν, και είναι καλά. Και αυτό όχι μόνο επειδή παντρεύτηκε τελικά τον τυφλωμένο από τη φωτιά αλλά και από τον έρωτα για αυτήν Ρότσεστερ και έκανε και παιδί μαζί του, αλλά και επειδή η «μητέρα» της την έπλασε ως ηρωίδα έτσι γενναία, τολμηρή, ακαταμάχητη. Τόσο σπουδαία υφάνθηκε της Τζέιν η προσωπική περιπέτεια ζωής, που συγκρίνεται με τις πορείες μεταγενέστερών της λογοτεχνικών μορφών σε μυθιστορήματα-θηρία, αλλά που θα αναγνώριζαν ότι της οφείλουν κάποια σημαντικά πράγματα για τη δική τους γέννηση. Η κοπέλα είναι η Τζέιν Έιρ, ένας φανταστικός χαρακτήρας που θα ήταν τρομερή παράλειψη για οποιονδήποτε βιβλιόφιλο ανά τον κόσμο να μην έχει αναγνώσει τις σελίδες με τα βάσανα αλλά και τα ανδραγαθήματά της, η δε πνευματική της μητέρα είναι φυσικά η Σαρλότ Μπροντέ, η μεγαλύτερη από τις τρεις θρυλικές «αδελφές Μπροντέ της Αγγλίας», κόρες ισάξιες με πριγκίπισσες στη συνείδηση του Αγγλικού συλλογικού συνειδητού.
Σαρλότ, κόρη εσύ του Γιορκσάιρ. Με το χάρισμα της γραφής, όπως και οι βιαστικά αναχωρήσασες αδελφές σου Έμιλι και Ανν (και που ίσως θα είχαν και οι άλλες δυο, Μαρία και Ελίζαμπεθ, αν δεν τις είχε αρπάξει από ακόμα πιο νωρίς στη ζωή τους η φθίση). Το θανατικό περίσσεψε στην οικογένεια, όπως ήταν συνηθισμένο στην εποχή τους, με τις κακοτυχίες και τις αρρώστιες που ταλάνιζαν τα ήδη ευαίσθητα σώματα και τις εύθρυπτες ιδιοσυγκρασίες. Ο μοναδικός αδελφός, ο Μπράνγουελ, προικισμένος ζωγράφος, έκαψε το κεράκι του επίσης γοργά, έχοντας αναλωθεί μέσα στο όπιο, το αλκοόλ και τις δύσκολες αγάπες.
Η Σαρλότ Μπροντέ (Charlotte Brontë) γεννήθηκε στις 21 Απριλίου του 1816 στο Μπράντφορντ του δυτικού Γιορκσάιρ. Ήταν κόρη του κληρικού Πάτρικ Μπροντέ και της Μαρίας Μπράνγουελ. Οι γονείς της απέκτησαν έξι παιδιά, πέντε κορίτσια και ένα αγόρι, αλλά η σύζυγος Μπροντέ πέθανε το 1821 από καρκίνο της μήτρας. Λίγα χρόνια αργότερα, ο πατέρας έστειλε τις τέσσερις πρώτες κόρες του (η Ανν ήταν αρκετά μικρή ακόμα) στο σχολείο θυγατέρων κληρικών στο Κόουαν Μπριτζ του Λανκασάιρ.
Μεγαλώνοντας, δούλεψε κάποια χρόνια σαν γκουβερνάντα στην ευρύτερη περιοχή του Γιορκσάιρ και κάπου στα είκοσι έξι της έφυγε μαζί με την Έμιλι για τις Βρυξέλλες για να δουλέψουν ως δασκάλες στο οικοτροφείο κάποιου Κωνσταντίν Εζέρ (Constantin Héger) και της γυναίκας του Κλαιρ (Claire Zoé Parent Héger). Όταν ξαφνικά πεθαίνει η θεία της Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ, η οποία φρόντιζε τα παιδιά από τότε που πέθανε η μητέρα τους, η Σαρλότ και η Έμιλι γυρνάνε εσπευσμένα στο πατρικό σπίτι στο Χώγουωρθ. Η Σαρλότ θα επιστρέψει στις Βρυξέλλες και θα δουλέψει λίγο καιρό ακόμα στο οικοτροφείο του Εζέρ.
[Ο κύριος αυτός δεν θα είχε μνημονευτεί καθόλου στις εγκυκλοπαίδειες, αν δεν είχε υπάρξει πλατωνικός έρωτας της συγγραφέως. Πολλά χρόνια μετά, θα σκίσει σε κομματάκια αρκετά γράμματα που η Σαρλότ του έστελνε και αυτός τα έκρυβε. Η γυναίκα του θα τα ανακαλύψει στον κάδο, θα τα συγκολλήσει, και στις αρχές του επόμενου αιώνα ο γιος του θα τα δείξει στο Βρετανικό Μουσείο· οι Times θα γράψουν γι’ αυτά και ο έρωτάς τους θα καταχωρηθεί στην ιστορία της λογοτεχνίας. Την εμπειρία της αυτή η Σαρλότ θα μεταφέρει στην πρώτη της νουβέλα «The Professor», που εκδόθηκε μετά το θάνατό της, το 1857, αλλά και στο μυθιστόρημά της «Villette», που εκδόθηκε το 1853, τέταρτο βιβλίο της κατά σειρά.]
Μετά τις Βρυξέλλες και πίσω στο Γιορκσάιρ, οι τρεις αδελφές ήθελαν να εκδώσουν γραπτά τους, αλλά φοβόντουσαν ότι η γυναικεία τους υπόσταση θα εμπόδιζε τόσο την έκδοση, όσο και την κριτική αποδοχή από τους ειδικούς. Τελικά τον Μάιο του 1946 τυπώνουν ιδίοις εξόδοις μια από κοινού ποιητική συλλογή, με τα ψευδώνυμα Currer, Elis και Acton Bell, πίσω από τα αρχικά γράμματα των οποίων κρύβονταν τα πραγματικά τους ονόματα· το επίθετο Bell το δανείστηκαν από τον Arthur Bell Nichols, που ήταν βοηθός του πατέρα τους στην ενορία (και ερωτευμένος χρόνια με την Σαρλότ). Η συλλογή αυτή πούλησε δυο αντίτυπα.
Απτόητα τα τρία κορίτσια συνέχισαν, στέλνοντας τις ιστορίες τους σε εκδότες, κρυμμένες πίσω από αυτά τα ψευδώνυμα. Όταν ο πατήρ Μπροντέ κάνει μια εγχείρηση για τον καταρράκτη του το 1846, η Σαρλότ του στέκεται δίπλα στο κρεβάτι στην ανάρρωση γράφοντας την «Jane Eyre».
Το φθινόπωρο του 1847, η Σαρλότ στέλνει το «Jane Eyre – μια αυτοβιογραφία» στον εκδοτικό οίκο Smith, Elder & Co. of Cornhill (που είχαν εκτιμήσει το ταλέντο του Currer Bell), γίνεται αποδεκτό και εκδίδεται σε τρεις τόμους. Αντιμετωπίζεται με ενθουσιασμό από τους κριτικούς, που νομίζουν ότι είναι άντρας ο συγγραφέας, και επαινούν το βάθος των συναισθημάτων και την ένταση που αφήνει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της γκουβερνάντας ηρωίδας. Ανέλπιστα γνωρίζει μεγάλη εμπορική επιτυχία. Στο μεταξύ, η Έμιλι είχε ήδη γράψει το «Wuthering Heights» (Ανεμοδαρμένα Ύψη), το οποίο είχε εγκριθεί από άλλον εκδότη πριν την έγκριση ακόμα της «Jane Eyre», και βγαίνει στα βιβλιοπωλεία το 1847 επίσης, με το ψευδώνυμο Ellis Bell. Αντιμετωπίζει την καχυποψία των κριτικών και ενοχλημένες αντιδράσεις του κοινού, λόγω των ριψοκίνδυνων θεμάτων του. Πέρασαν πολλές δεκαετίες πριν η λογοτεχνική κριτική αποδεχτεί το «Wuthering Heights» ως ανώτερο βιβλίο από την Τζέιν της Σαρλότ. [Βέβαια, οι επαΐοντες της κριτικής τότε, είχαν υποψιαστεί πως κάτι περίεργο συνέβαινε με τα τρία ονόματα Bell, και όταν μυρίστηκαν ότι μπορεί να ήταν γυναίκες, άλλαξαν στάση κάποιοι, προς το αρνητικότερο].
Η Έμιλι θα πεθάνει από φυματίωση ένα μόλις χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου της. Η Ανν πάλι, θα δει την «Agnes Grey» της να παρουσιάζεται στις προθήκες (με το ψευδώνυμο Acton Bell) τον Δεκέμβρη του 1847. Η ηρωίδα είναι και εδώ μια γκουβερνάντα, και πάλι εξελίσσεται μέσα από περιπέτειες που οδηγούν στην αυτογνωσία.
Θα δει ένα ακόμα βιβλίο της να εκδίδεται, το πρωτο-φεμινιστικό «The Tenant of Wildfell Hall», που θα εκδοθεί το 1848 και θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, αλλά η φθίση θα την θερίσει και αυτήν ένα χρόνο μετά, σε ηλικία 29 ετών. Πρώτος όμως από τις δυο αυτές αδελφές θα έχει φύγει ο Μπράνγουελ, και έτσι η Σαρλότ έχει να τα βγάλει πέρα με τρεις θανάτους δικών της προσώπων σε οκτώ μήνες.
Τον Οκτώβριο του 1849 η Σαρλότ εκδίδει τη δεύτερη νουβέλα της, «Shirley», ενώ αποκαλύπτει πλέον την ταυτότητά της και εισέρχεται στους κύκλους των λογοτεχνών του Λονδίνου, κρατώντας σαν βάση το πατρικό σπίτι στο Χώγουωρθ, όπου φρόντιζε τον πατέρα της. Γίνεται φίλη με φτασμένους λογοτέχνες, όπως με τον Γουίλιαμ Θάκερεϊ. Το 1853 θα εκδώσει και το τελευταίο βιβλίο της όσο ζει, το «Villette», βασισμένο στα προσωπικές της εμπειρίες από τις Βρυξέλλες, και πάνω στην καταπίεση του ατόμου και των επιθυμιών του από τις κοινωνικές νόρμες. Η ζωή της έμοιαζε να ομαλοποιείται, όταν αποδέχτηκε τελικά και την πρόταση γάμου του Arthur Bell Nichols. Παντρεύονται τον Ιούνιο του 1854. Το ζευγάρι φεύγει για μήνα του μέλιτος στην Ιρλανδία και η Σαρλότ μένει έγκυος. Όμως το κακό ριζικό των Μπροντέ δεν σκόπευε να την απαλλάξει από τα δεσμά του, και η Σαρλότ υποφέρει από υπερβολική ναυτία και εμετούς, που οδηγούν σε αφυδάτωση, ασιτία και εξάντληση. Θα πεθάνει με το αγέννητο παιδί στα σπλάχνα της, στις 31 Μαρτίου του 1855. Υπάρχει η υποψία ότι μπορεί να κόλλησε και τύφο από μια οικιακή βοηθό. Η νουβέλα της «The Professor» εκδόθηκε μεταθανάτια το 1857, ενώ μια ημιτελής της νουβέλα με τον τίτλο «Emma Brown», έχει ολοκληρωθεί από άλλους συγγραφείς στα σύγχρονα χρόνια. Η κοντινή της φίλη Elizabeth Gaskell το 1857 έγραψε μια βιογραφία της, όπου την παρουσίαζε όσο πιο αγνή γινόταν, σύμφωνα με τα ήθη της εποχής. Περισσότερα αποκαλύφτηκαν το 1913, με τη δημοσίευση των γραμμάτων της προς τον Εζέρ, αν και με τη σημερινή μάτια δεν τα λες όλα αυτά και αμαρτίες.
Είναι ίσως μια «Αγία» των γραμμάτων για τους Εγγλέζους, όπως και οι αδελφές της. Όλα τα παιδιά των Μπροντέ κοίτονται τώρα στην κρύπτη της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ και των Αγγέλων στο Χώγουωρθ, εκτός από την Ανν, που αναπαύεται στην πόλη Σκάρμπορο, όπου και άφησε την τελευταία της πνοή. Στο Αββαείο του Ουεστμίνστερ όμως στο Λονδίνο, υπάρχει ειδική πλακέτα για τις αδελφές, εκεί στο πάτωμα των Ποιητών. Διότι είναι περισσότερο γνωστές για τα μυθιστορήματά τους, αλλά είχαν γράψει και αρκετά ποιήματα.
Φέτος, συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη γέννηση της Σαρλότ, και το Bronte Society (ένα λογοτεχνικό ίδρυμα από το 1893 που έχει έδρα το σπίτι της οικογένειας στο Χώγουωρθ), ετοιμάζει —αλλά όχι μόνο αυτό— ποικίλες εκδηλώσεις προς τιμήν της. Αίφνης, στην κατοχή του ιδρύματος βρίσκεται εδώ και κάποιους μήνες ένα σημαντικό εύρημα: ένα βιβλίο που ανήκε στην μητέρα τους Μαρία Μπράνγουελ, το μυθιστόρημα «The remains of Henry Kirke White». Ήταν ένα αντικείμενο που της ήταν πολύ αγαπημένο, καθώς ήταν από τα λίγα υπάρχοντά της που είχαν σωθεί από ένα ναυάγιο πλοίου το 1812, πριν παντρευτεί τον Μπροντέ. Στην οικογένεια το φύλαγαν ως κόρη οφθαλμού. Μετά το θάνατο του Πάτρικ Μπροντέ, το 1861, ο τόμος πουλήθηκε. Μέσα στο βιβλίο αυτό βρέθηκαν χαρτιά με σημειώσεις της 17χρονης Σαρλότ, που είχαν μείνει ενάμισι αιώνα μέσα του και δεν τα είχε καταλάβει κανείς. Τα ανακάλυψαν όταν ο τόμος περιήλθε πρόσφατα στην κατοχή του Bronte Society από έναν Αμερικάνο συλλέκτη για 170 χιλιάδες λίρες. Οι σημειώσεις της Σαρλότ αφορούν την εφηβική ιστορία της Angria και κάποια ποιήματά της.
Εικοστός πρώτος αιώνας, και η Σαρλότ με τις αδελφές της συνεχίζουν να υφαίνουν, και να μας τυλίγουν.
Πηγές:
Unseen Charlotte Brontë story and poem discovered
Charlotte Brontë
Τhe Brontë Society
* * *
Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις από το dim/art
from dimart http://ift.tt/1Soxdx1
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου