Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

Οξυγόνο

Ο Γιώργος Τσακνιάς γράφει για το μυθιστόρημα της Ξένιας Κουναλάκη «Οξυγόνο» (εκδόσεις Πόλις, 2019)

Τέλη της δεκαετίας του ’90, μια παρέα κάνει διακοπές στην Τήλο: Ο Νικόλας, η Κατερίνα, ο Γιάννης, η Εμμανουέλα, ο Σταμάτης και η Ευρυδίκη. Ελεύθερο κάμπινγκ, ψαροντούφεκο και γενικά διακοπές παρέας εικοσάχρονων. Μέχρι που ο Νικόλας πνίγεται προσπαθώντας να ξεβραχώσει έναν ροφό — για την ακρίβεια, παθαίνει υποξία, κοινώς το σώμα του δεν οξυγονώνεται αρκετά, κι αυτό γιατί από το πείσμα του έχει μείνει μέσα στη θάλασσα, περισσότερο από όσο έπρεπε. Το βιβλίο ξεκινά με την παλιά αυτή ιστορία και διαδραματίζεται στο «τώρα»: οι ήρωες είναι σαραντάρηδες, έχουν (ή θέλουν απεγνωσμένα να αποκτήσουν) παιδιά, έχουν δουλειές (ή τις χάνουν), έχουν οικογένειες αλλά και ερωμένες κ.ο.κ. Τους παρακολουθούμε καθώς ετοιμάζονται να πάνε στην Τήλο για το μνημόσυνο των είκοσι χρόνων από τον θάνατο του Νικόλα. Τα υπόλοιπα δεκαεννιά κεφάλαια διαρθρώνονται περισσότερο ως ημιαυτόνομα επεισόδια, στο καθένα από τα οποία πρωταγωνιστούν κατά κανόνα δυο-τρεις από τους ήρωες ή/και τα παιδιά τους (στα παιδιά θα επανέλθω παρακάτω), παραπέμποντας έτσι στη σπονδυλωτή ταινία Short cuts (Ρόμπερτ Άλτμαν, 1993), την οποία η Ξένια Κουναλάκη αναφέρει ως επίδραση.

 

 

Επιστρέφω στο εναρκτήριο κεφάλαιο του Οξυγόνου, που περιλαμβάνει την παλιά ιστορία των διακοπών με το τραγικό τέλος, οδηγεί στο «τώρα» — αλλά είναι χαρακτηριστικό το ότι η «προσγείωση» γίνεται συγκεκριμένα στο facebook. Παραθέτω το τέλος του, γιατί έχει ενδιαφέρον αυτή η εισαγωγή στην πραγματικότητα του σήμερα μέσω της (εικονικής) πραγματικότητας των social media, όπου η ηρωίδα έχει τη δυνατότητα μέχρι και να ακυρώσει το γεγονός του θανάτου που έχει συμβεί προ εικοσαετίας, αλλά και για άλλον έναν λόγο: ο Αντώνης Καραμπατζός, με αφορμή τον τρόπο με τον οποίον πεθαίνει ο Νικόλας, αναφέρθηκε στον Πρωτάρη (The Graduate, Μάικ Νίκολς, 1967) και στην περίφημη σκηνή κατά την οποία ο ήρωας, ο —συνομήλικος του Νικόλα— Μπέντζαμιν, τον οποίον ενσαρκώνει εξαιρετικά ο Ντάστιν Χόφμαν, καταδύεται με στολή και μπουκάλες στην πισίνα του σπιτιού του και ξαπλώνει ανάσκελα στον πάτο, μόνο και μόνο για να μην ακούει τους γονείς του και τους φίλους τους.

Στο Οξυγόνο, έτσι ακριβώς αντιδρά η Κατερίνα σε εντελώς διαφορετικό ερέθισμα, στην είδηση του θανάτου του Νικόλα:

Η Κατερίνα παίρνει φόρα, σμίγει τα χέρια της και κάνει βουτιά. Τη βλέπουν να προσπαθεί να φτάσει μέχρι τον βυθό. Κουνάει με δύναμη τα πόδια της. Γυρνάει το κεφάλι και τους κοιτάει από κάτω προς τα πάνω. Στην επιφάνεια βλέπει να διαθλώνται τα είδωλά τους. Δεν ξέρει αν είναι τα δάκρυά της που τους κάνουν να φαίνονται τόσο μακρινοί και θολοί, ένα μυωπικό βλέμμα στη ζωή, ή αν αυτό είναι το φυσιολογικό. Κρατάει την αναπνοή της όσο περισσότερο μπορεί.

What’s on your mind? ρωτάει το Φέισμπουκ.

Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον θάνατο του Νικόλα. Βλέπω το φουσκωτό να ξεπροβάλλει στον κόλπο της Τήλου. Είναι Αύγουστος κι εκείνος έχει σγουρά μαλλιά και σώμα Άδωνη. Στο ψαροντούφεκο έχει καρφωμένο έναν ροφό δεκατέσσερα κιλά — το προσωπικό του ρεκόρ. Χαμογελάει θριαμβευτικά, γράφει η Κατερίνα.

Ας πάμε σε μια άλλη ταινία, εμβληματική μιας γενιάς — της γενιάς των ηρώων του Οξυγόνου. Προτού ακόμη διαβάσω το βιβλίο, ήδη την περιγραφή του, το μυαλό μου πήγε στη Μεγάλη Ανατριχίλα (Big Chill, Λόρενς Κάσνταν, 1983). Υπάρχει κι εκεί ένας νεκρός, ένα μέλος της παρέας που, διά της απουσίας του, είναι πιο παρών από τους άλλους, τους ζωντανούς ακόμα, ήρωες. Η ταινία ξεκινά με την είδηση της αυτοκτονίας του Άλεξ (τον οποίον έπαιζε ο νεαρός Κέβιν Κόστνερ, αλλά όλες οι σκηνές του κόπηκαν στο μοντάζ και εν τέλει φαίνονται μόνο οι καρποί του, σημαδεμένοι από την αυτοκτονία) και με τους φίλους να ετοιμάζονται για την κηδεία.

 

Στο Οξυγόνο, ο Νικόλας έχει πεθάνει πριν από 20 χρόνια και το «τώρα» είναι οι ετοιμασίες για το μνημόσυνο.

Στο σημείο αυτό, ένα σύντομο απόσπασμα περί θανάτου (δεν περιλαμβάνει spoiler):

Οι οικιακές συσκευές είναι σαν τις κατσαρίδες. Θα επιβιώσουν και μετά τον θάνατό μας. Θα πεθάνουμε όλοι και τα μάτια της κουζίνας θα καίνε, τα πλυντήρια θα γυρνάνε γύρω γύρω και τα ερκοντίσιον θα εκπνέουν τυφώνες.

Το απόσπασμα αυτό, που μου θυμίζει έναν αγαπημένο μου στίχο της Μαρίας Τοπάλη για το θιβετιανό μουρμουρητό των συσκευών, δεν βρίσκεται τυχαία στο τέλος του βιβλίου. Νομίζω πως ενισχύει αυτό που είπα πριν και για την ταινία: ο Απών είναι παρών, οι παρόντες είναι, με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους, απόντες. Ο Νικόλας παραμένει στη μνήμη των φίλων του ως όμορφος, χαρισματικός, υπέροχος. Έτυχε όντως ο θάνατος να πάρει τον καλύτερο ή η μνήμη και η απώλεια εξωραΐζουν; Πολύ σωστά παρατήρησαν τόσο ο Αντώνης Καραμπατζός όσο και η Νίκη Λυμπεράκη ότι ο Νικόλας, πεθαίνοντας νέος, είχε την «τύχη» να γλιτώσει την ενηλικίωση και τη φθορά και να παραμείνει για πάντα νέος. Ο Νικόλας στερήθηκε το οξυγόνο κυριολεκτικά και πέθανε, οι φίλοι του, μεγαλώνοντας, το στερούνται μεταφορικά — και μοιάζουν να ασφυκτιούν.

Υπάρχει μια υπερβολή σε αυτό βέβαια. Οι ήρωες στο βιβλίο δεν είναι ζωντανοί νεκροί, δεν είναι κάποιου είδους συναισθηματικά ζόμπι· δεν είναι ούτε καν απελπισμένοι. Στο 13ο κεφάλαιο, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Στον δρόμο», το οποίο είναι το αγαπημένο μου, όχι μόνο γιατί σε αυτό «ακούγεται» το Don’t let go από τους Jerry Garcia Band, παρακολουθούμε —αποφεύγω το spoiler— μια πολύ ζόρικη οικογενειακή στιγμή, η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση. Η κατάληξη δεν είναι ούτε η έκρηξη ούτε η συμφιλίωση· για την ακρίβεια, δεν υπάρχει κανενός είδους κάθαρση — ούτε καν κορύφωση. Απλώς ακούνε όλοι μαζί το κομμάτι και κουνάνε τα κεφάλι:

Η πλέιλιστ παίζει Jerry Garcia Band. «Don’t let go». Και οι τρεις, ο καθένας στραμμένος αλλού, αρχίζουν να κουνάνε ανεπαίσθητα το κεφάλι. Πάντα τους άρεσε αυτό το κομμάτι. Στις εκδρομές ξελαρυγγιάζονταν σε σινγκ αλόνγκ με τον Τζέρι, όταν έμπαινε. Τώρα κανείς δεν τραγουδά, αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν το ελαφρύ χεντμπάνγκινγκ. Τρία κεφάλια κουνιούνται ρυθμικά μέσα σε ένα ταλαιπωρημένο Νισάν, σε ένα βενζινάδικο στην εθνική οδό, στη Στυλίδα, ένα μελαγχολικό αυγουστιάτικο πρωινό. Για λίγο, όσο διαρκεί το τραγούδι, έξι λεπτά και είκοσι δευτερόλεπτα, είναι οικογένεια.

 

Αντί της απελπισίας, λοιπόν, η δυσφορία είναι ακριβέστερη λέξη. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, θα ήθελαν να είναι αλλού, κυριολεκτικά ή/και μεταφορικά. Ο Σταμάτης θα ήθελε να βρίσκεται με τη φοιτήτρια ερωμένη του, η κόρη του Σταμάτη και της Κατερίνας Έλλη στην Πάρο με τον γκόμενό της τον Λουκά, η Εμμανουέλα στο μαιευτήριο ή, τέλος πάντων, έγκυος, ο Χάρης με την Αμίνα, ο Κωνσταντίνος με την Έλλη κ.ο.κ.

Τη δυσφορία αυτού του είδους την έχει περιγράψει ωραία ο Τζον Κέιτζ, σε ένα κείμενό του με τίτλο Lecture on nothing: «Δεν είναι εκνευριστικό να βρίσκεσαι κάπου. Εκνευριστικό είναι να αισθάνεσαι πως θες να βρίσκεσαι αλλού από εκεί όπου βρίσκεσαι[1]».

Η Ξένια Κουναλάκη καταγράφει αυτή τη δυσφορία — τη δυσφορία μιας ηλικίας αλλά και μιας γενιάς. Δεν κρίνει το περιεχόμενα ή τα αίτια αυτής της δυσφορίας, όσο κι αν συχνά ειρωνεύεται τους ήρωές της — η ειρωνεία της έχει εξ ορισμού και αυτοσαρκασμό, δεδομένου ότι πάντα πτυχές του συγγραφέα βρίσκονται σε όλους τους χαρακτήρες του έργου του.

Παράλληλα, πίσω από αυτό το αδρό χρονικό μιας γενιάς υπάρχει η σκιαγράφηση της εποχής: ο Αντώνης Καραμπατζός παρατήρησε εύστοχα ότι στο κείμενο βρίσκονται διάσπαρτες λιτές, διακριτικές αλλά και χαρακτηριστικές αναφορές που τοποθετούν τους ήρωες (και τη γενιά τους) στα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα της δεκαετίας της κρίσης.

Αλλά ας έρθουμε σε ένα χαρακτηριστικό του Οξυγόνου το οποίο το θεωρώ σημαντικό, ως βασικό δομικό υλικό του βιβλίου και στοιχείο που το διαφοροποιεί από τη νόρμα του «μυθιστορήματος παρέας» — και από τη Μεγάλη ανατριχίλα: τα παιδιά των ηρώων τα οποία όχι απλώς συμμετέχουν, αλλά καταλαμβάνουν μεγάλο —και ποσοτικά και από την άποψη της σημασίας— μέρος της αφήγησης και διαπλέκονται απολύτως με τους μεγάλους. Αν δηλαδή αφαιρέσεις τα παιδιά από το Οξυγόνο, το βιβλίο μένει το μισό (ίσως και λιγότερο) και, κυρίως, παύει να στέκει. Στον καμβά της πλοκής, τα παιδιά χρησιμεύουν βέβαια ως καθρέφτες των μεγάλων κι έχουν τη θέση τους στην αντίστιξη της ανάπτυξης των χαρακτήρων

Ο λόγος που αναφέρθηκα εκτενώς στη Μεγάλη ανατριχίλα ήταν επειδή υπήρξε εμβληματική για μια γενιά. Το Οξυγόνο, το οποίο όπως είπαμε αρθρώνεται κάπως σαν τα Short cuts του Άλτμαν αλλά επίσης, όπως παρατήρησε η Νίκη Λυμπεράκη, δημιουργεί άκρως κινηματογραφικές εικόνες, είδα πως ήδη χαρακτηρίζεται ως «μυθιστόρημα γενιάς» ή «μυθιστόρημα παρέας». Κατά τη γνώμη μου, είναι και τα δύο, αλλά όχι περισσότερο από το απολύτως αναγκαίο. Πρωτίστως είναι μυθιστόρημα — τελεία. Και αυτό είναι καλό. Θεωρώ δηλαδή ότι η μεγαλύτερή του αρετή είναι πως δεν επιτρέπει στα σκηνικά να κυριαρχήσουν επί της αφήγησης: δεν γίνεται κατάχρηση των αναφορών που σηματοδοτούν την εποχή — ακόμη και το soundtrack, αν το δει κανείς προσεκτικά (η Ξένια ανέβασε τη σχετική λίστα στο spotify), δεν χαρακτηρίζεται ούτε από εϊτίλα ούτε από ναϊντίλα: έχει 60s, 70s και πιάνει και μετά από το 2000. Εξίσου επιτυχώς αποφεύγει την παγίδα της «παρεολογίας».

Πρέπει τέλος να αναφερθούμε στον άριστο χειρισμό της γλώσσας των σημερινών πιτσιρικάδων από την Ξένια Κουναλάκη (η ίδια το αποδίδει στο γεγονός ότι έχει κόρη έφηβη που κατά καιρούς τής στέλνει screenshots από διαλόγους στο στο messenger με φίλους της), στο εξαιρετικής ποιότητας χιούμορ που διατρέχει όλο το βιβλίο και στο σεξ, το οποίο είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τους ήρωες, αν μη τι άλλο ως κίνητρο. Διότι πρέπει να πούμε ότι το σεξ στο Οξυγόνο κυρίως συζητιέται παρά συμβαίνει, θυμίζοντας έτσι —για να κλείσω με άλλη μία κινηματογραφική αναφορά— την Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας του Λουί Μπουνιουέλ (Le Charme discret de la bourgeoisie, 1972), σε όλη τη διάρκεια της οποίας μια παρέα αστών πασχίζει να καθίσει στο τραπέζι για φαγητό, αλλά όλο κάτι γίνεται και το γεύμα δεν αρχίζει καν.

 

[1] “It is not irritating to be where one is. It is only irritating to think one would like to be somewhere else”. John Cage, “Lecture on nothing”, από το βιβλίο John Cage, Silence, Wesleyan University Press 1961.

* * *

Το κείμενο αυτό βασίζεται στις σημειώσεις βάσει των οποίων μίλησα στην παρουσίασή του στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες, στις 7/12/2019. Κατά την επεξεργασία του για να δημοσιευτεί, ενσωμάτωσα ορισμένες παρατηρήσεις των συμπαρουσιαστών Αντώνη Καραμπατζού και Νίκης Λυμπεράκη, καθώς και της συγγραφέως Ξένιας Κουναλάκη. — Γ.Τ.

Αντώνης Καραμπατζός, Νίκη Λυμπεράκη, Ξένια Κουναλάκη, Γιώργος Τσακνιάς, Πλειάδες 7/12/2019
Φωτογραφία: Νίκος Κοκκαλιάς

* * *

Βιογραφικό από το «αυτί» του βιβλίου: Η Ξένια Κουναλάκη γεννήθηκε το 1971 στο Αμβούργο της Γερμανίας. Σπούδασε επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι αρχισυντάκτρια διεθνών ειδήσεων και τακτική αρθρογράφος στην Καθημερινή.

Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία της Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές και Ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα [Ομιλία στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών, με αφορμή την Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων του Ολοκαυτώματος (29 Ιανουαρίου 2019)].

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/2LLdluX
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου