—της Κατερίνας Οικονομάκου από το insidestory.gr—
Και μόνο το όνομα της οργάνωσης διαβάζεται σαν μια πολύ σαφής δήλωση: «Ελεύθερη Ουγγρική Πρεσβεία», ή Freie Ungarische Botschaft (FUB) στα γερμανικά, τη γλώσσα στην οποία γεννήθηκε. Η πρώτη φορά που άκουσα για την ύπαρξη της οργάνωσης ήταν στη διάρκεια μιας συζήτησης με μια Ουγγαρέζα φίλη στο Βερολίνο. Μου έλεγε για ποιους λόγους δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της να ζει ξανά στη Βουδαπέστη. Η μόνη περίπτωση να επιστρέψει στην πατρίδα της, μου έλεγε, ήταν να πάρει τέλος το καθεστώς Όρμπαν. Έτσι το είχε χαρακτηρίσει: καθεστώς. «Δηλαδή, αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου ως πολιτική αυτοεξόριστη;» μου ήρθε αυθόρμητα η ερώτηση. Η συνομιλήτρια μου δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί. «Απολύτως», είπε. Λίγες ημέρες αργότερα, θα με έφερνε σε επαφή με έναν νεαρό συμπατριώτη της, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ελεύθερης Ουγγρικής Πρεσβείας.
Τη μέρα που συναντηθήκαμε, ο Μπάλιντ Βοϊτονόφσκι ήταν σε καλή διάθεση γιατί είχε μόλις συμφωνήσει για την καινούργια του δουλειά. «Ζω στο Βερολίνο τα τελευταία πέντε χρόνια. Όταν πρωτοήρθα, έπλυνα πιάτα, δούλεψα στη τηλεφωνική υποστήριξη ενός σάιτ γνωριμιών, έκανα ό,τι υπήρχε προσπαθώντας ταυτόχρονα να βρω κάτι στον τομέα μου», διηγείται. Έχοντας πίσω του σπουδές Κοινωνιολογίας, ο Βοϊτονόφσκι εργαζόταν σε προγράμματα υποστήριξης για άστεγους και χρόνια άνεργους στην Βουδαπέστη. Όταν τα γερμανικά του έφτασαν σε ένα καλό επίπεδο, βρήκε δουλειά ως κοινωνικός λειτουργός για ευάλωτα άτομα από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. «Και τώρα;» ρωτάω. Μου λέει ότι από το καινούργιο του πόστο, θα φέρνει σε επαφή ομάδες της Κοινωνίας των Πολιτών με τις δημοτικές υπηρεσίες του Βερολίνου.
O Μπάλιντ Βοϊτονόφσκι.
Όπως και η φίλη μου, ο Βοϊτονόφσκι δεν μπορεί να φανταστεί ότι θα επιστρέψει αύριο στην πόλη στην οποία γεννήθηκε. Αλλά δεν μπορεί και να τη βγάλει από τον νου του. «Τα πρώτα χρόνια στο Βερολίνο ήμουν αφοσιωμένος στην προσπάθειά μου να ενσωματωθώ στο νέο μου περιβάλλον. Κάποια στιγμή όμως αρχίζεις να σκέφτεσαι τι έχεις αφήσει πίσω σου. Και τι μπορείς να κάνεις για να βοηθήσεις όσους βρίσκονται ακόμη εκεί». Γιατί χρειάζονται βοήθεια όσοι έχουν μείνει πίσω; Για τον Βοϊτονόφσκι η απάντηση είναι αυτονόητη. «Ο Όρμπαν βλέπει την χώρα σαν το βασίλειό του. Ανεξάρτητη δικαιοσύνη δεν υπάρχει, τα ανεξάρτητα Μέσα ενημέρωσης τα πολέμησε ανελέηταEmboldened Viktor Orbán cracks down on friend turned foe | Τhe Guardian, με αποτέλεσμα να έχουν απομείνει μόνο δύο-τρία πολύ μικρά online, οι οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών έχουν διαρκώς προβλήματα με την κυβέρνηση, οι μειονότητες στοχοποιούνται και κάθε λίγο και λιγάκι βλέπουμε εκστρατείες εκφοβισμού των αντιφρονούντων».
«Ομάδες σαν τη δική μας υπάρχουν και σε άλλες πόλεις»
Έφτασε το 2015 για να πάει o Βοϊτονόφσκι σε διαδήλωση διαμαρτυρίας στην Πρεσβεία της Ουγγαρίας στη γερμανική πρωτεύουσα. Η πραγματικότητα στην πατρίδα τους δίνει συχνά στους Ούγγρους του Βερολίνου αφορμές για να κατεβαίνουν σε διαδήλωση, μου λέει. Μετά από μια τέτοια διαδήλωση, το καλοκαίρι του 2017, γεννήθηκε η ιδέα για τη δημιουργία μιας οργάνωσης που θα πήγαινε ένα βήμα πιο πέρα από τις διαμαρτυρίες κατά μήκος της Unter der Linden. «Μετά την πορεία κάπως έτυχε και μαζευτήκαμε αρκετοί άνθρωποι για να πιούμε μια μπύρα και να συζητήσουμε. Λέγαμε ότι στην πρωτεύουσα της Γερμανίας, στην καρδιά της Ευρώπης, θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να κάνουμε κάτι παραπάνω από διαδηλώσεις αλληλεγγύης», αφηγείται. Αυτή ήταν η αρχή της FUB. Σύντομα θα οργάνωναν την πρώτη δημόσια συζήτηση, με κοινό εκατό ανθρώπων. Το μότο εκείνης της πρώτης συνάντησης γνωριμίας ήταν «Πώς μπορώ να επηρεάσω την πατρίδα μου από το εξωτερικό», συνεχίζει ο Βοϊτονόφσκι. Τον Σεπτέμβριο του 2017 άρχισαν να κάνουν μηνιαία εργαστήρια και να δικτυώνονται με την Κοινωνία των Πολιτών στην Γερμανία.
Οι βουλευτικές εκλογές του 2018 έδωσαν την αφορμή για την πρώτη καμπάνια με τον τίτλο «Πήγαινε να ψηφίσεις». «Για τους Ούγγρους που ζουν στη Δυτική Ευρώπη είναι πολύ δύσκολο να πάρουν μέρος στις εκλογές. Πρέπει κανείς να πάει αυτοπροσώπως να να ψηφίσει, δεν υπάρχει δυνατότητα online ή ταχυδρομικής ψήφου», εξηγεί. Από το 2010 έως σήμερα, υπολογίζεται ότι πάνω από 500.000 Ούγγροι έχουν εγκαταλείψει την χώρα. Οι περισσότεροι ζουν στην Μεγάλη Βρετανία, αλλά περίπου 200.000 βρίσκονται στην Γερμανία. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι επαγγελματίες υψηλής κατάρτισης, επιστήμονες, τεχνοκράτες και καλλιτέχνες, που έχουν φύγει από τη χώρα εξαιτίας της οικονομικής διαφθοράς, της αναξιοκρατίας και των περιορισμένων επαγγελματικών ευκαιριών.
Ο Βοϊτονόφσκι μου εξηγεί ότι η FUB έχει τρεις στόχους, για τους οποίους εργάζονται εθελοντικά αλλά με επαγγελματική συνέπεια, από 20 έως 40 άνθρωποι, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε πρότζεκτ. «Ο πρώτος μας στόχος είναι να οργανώσουμε την ουγγρική κοινότητα της Γερμανίας. Με μεγάλη χαρά διαπιστώσαμε πρόσφατα ότι ομάδες σαν τη δική μας υπάρχουν και σε άλλες γερμανικές πόλεις. Οργανώνουμε λοιπόν μια συνάντηση εκπροσώπων προκειμένου να συντονιστούμε για να είμαστε πιο αποτελεσματικοί. Ο δεύτερος στόχος αφορά την βοήθεια προς τις ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στην Ουγγαρία. Προσπαθούμε να συγκεντρώνουμε πόρους για να βοηθήσουμε τη δουλειά τους μέσα στη χώρα».
«Δεν ανήκουμε όλοι στον ίδιο πολιτικό χώρο»
Και τρίτος στόχος είναι η διαρκής ενημέρωση της γερμανικής κοινής γνώμης ταυτόχρονα με την άσκηση πίεσης στους πολιτικούς. «Λίγο πριν από τις ευρωεκλογές του 2019 συνεργαστήκαμε με ομάδα από πολιτικούς επιστήμονες και δημοσιογράφους, οι οποίοι μας βοήθησαν να καταρτίσουμε έναν κατάλογο με ερωτήματα πάνω στις σχέσεις της ΕΕ με την Ουγγαρία. Αυτά τα στείλαμε σε 40 υποψήφιους όλων των γερμανικών κομμάτων». Αναρωτιέμαι πόσοι απάντησαν. «Απάντησε το 70% σε όλες τις ερωτήσεις. Και όλοι απάντησαν σε τουλάχιστον μια ερώτηση. Έμεινα έκπληκτος. Μην ξεχνάτε, έρχομαι από την Ουγγαρία», λέει γελώντας ο Βοϊτονόφσκι.
Ποιο είναι το προφίλ των Ούγγρων που συμμετέχουν στην FUB; «Οι νεότεροι είναι στα 20 και οι μεγαλύτεροι λίγο πριν τα 50 τους. Εκείνο που για μένα είναι το σημαντικότερο χαρακτηριστικό μας είναι ότι δεν ανήκουμε όλοι στον ίδιο πολιτικό χώρο», λέει ο 35χρονος άντρας. «Πολλοί ανάμεσά μας είναι κοινωνικά και οικονομικά συντηρητικοί, ενώ εγώ για παράδειγμα είμαι πολύ αριστερός. Όμως έχουμε κοινές αξίες, έχουμε την ίδια έγνοια για τη δημοκρατία. Υπάρχουν άλλοι που δεν ασχολούνται όσο εγώ με την πολιτική, αλλά είναι άνθρωποι φιλελεύθεροι και νιώθουν ότι η χώρα είναι σε κακό δρόμο. Όταν ζούσα στην Ουγγαρία πίστευα ότι μπορώ να συνεργαστώ μόνο με τους ανθρώπους με τους συμφωνώ κατά 99,9%. Αλλά συνειδητοποίησα ότι έτσι δεν καταφέρνεις και πολλά», παρατηρεί χαμογελώντας. «Πήρα το μάθημά μου, στην πράξη».
Λίγο πριν με αφήσει για να πάει στην πρόβα της ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας στην οποία συμμετέχει μαζί με άλλους μετανάστες, θέλω να επιστρέψουμε σε κάτι που είχε αναφέρει νωρίτερα. Του θυμίζω ότι είχε μιλήσει, με μεγάλη φυσικότητα, για αντιφρονούντες. «Έτσι θα περιέγραφες τον εαυτό σου;» ζητάω να μάθω. Ο Βοϊτονόφσκι, όπως είχε κάνει και η φίλη μου πριν από αυτόν, νεύει καταφατικά. «Μα, εννοείται», απαντάει. «Ένας από τους πολλούς αντιφρονούντες που άφησαν τη χώρα. Υπάρχουν και αυτοί που έμειναν. Δεν είναι μόνο ότι οι άνθρωποι φοβούνται να μιλήσουν για να μη χάσουν τις δουλειές τους», εξηγεί. Ο 35χρονος άντρας μου θυμίζει τη λίστα που είχε δημοσιευτεί τον Απρίλιο του 2018 σε φιλοκυβερνητικό περιοδικό. Διακόσιοι πολίτες, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και ακτιβιστές κατονομάζονταν ως μισθοφόροι του Τζορτζ Σόρος και εχθροί της πατρίδας. «Τους περισσότερους τους γνώριζα προσωπικά. Εάν είχα μείνει στην Ουγγαρία, κάποια στιγμή θα έβλεπα και το δικό μου όνομα σε μια τέτοια λίστα».
«Μια χώρα που δεν είναι πια δημοκρατία»
Υπάρχουν, λοιπόν, αντιφρονούντες σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Υπάρχουν πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αυτοπροσδιορίζονται ως πολιτικοί αυτοεξόριστοι; Τα ερωτήματα είναι ρητορικά. Υπάρχουν και είναι Ούγγροι. Πρόκειται για μια πραγματικότητα πρωτόγνωρη στην ιστορία της ΕΕ. «Όταν θα συναντηθούν σε λίγες μέρες στις Βρυξέλλες οι ηγέτες της ΕΕ, θα μοιράζονται ένα ένοχο μυστικό: ανάμεσά τους θα κάθεται ο ηγέτης μιας χώρας που δεν είναι πια δημοκρατία», έγραφε τον περασμένο Ιούνιο στον Guardian ο Βρετανός ιστορικός Τίμοθι Γκάρτον Ας, ο οποίος γνωρίζει σε βάθος την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Η εικονογράφηση του Guardian στο άρθρο του ιστορικού Τίμοθι Γκάρτον Ας. [Eva Bee]
Ο Γκάρτον Ας δεν διατύπωσε τον ισχυρισμό του με ελαφρότητα. Ήξερε πολύ καλά τι έλεγε και θα αξιοποιούσε το υπόλοιπο άρθρο για να το τεκμηριώσει. Και να παρατηρήσει πόσο σκανδαλώδης είναι η άνεση με την οποία ο Βίκτορ Όρμπαν αξιοποιεί ευρωπαϊκά κεφάλαια προκειμένου να κρατήσει ζωντανό κι ακλόνητο το καθεστώς του. Ένα καθεστώς που ο ιστορικός χαρακτηρίζει «υβριδικό». Ο ίδιος ο Ούγγρος πρωθυπουργός μας το είχε συστήσει το 2014 ως «μη φιλελεύθερη δημοκρατία». Ο Ούγγρος πρωθυπουργός έχει επανειλημμένα εκφράσει την άποψη ότι ένα κράτος δεν χρειάζεται να είναι φιλελεύθερο για να είναι δημοκρατικό. Η «μη φιλελεύθερη ή εθνική άποψη», όπως έχει πει, βλέπει το έθνος ως μια ιστορικά και πολιτισμικά διαμορφωμένη κοινότητα, τα μέλη της οποίας πρέπει να προστατευθούν και να είναι σε θέση να αμυνθούν. Εδώ και μερικούς μήνες, ο Όρμπαν περιγράφει το καθεστώς που έχει πλέον εγκαθιδρύσει ως «Χριστιανική ελευθερία». Είναι το καθεστώς που έχει προτεραιότητα, λέει, να προστατεύσει όσα οι φιλελεύθεροι παραμελούν, ξεχνούν ή απεχθάνονται.
«Μας είπαν προδότες»
«Τον πρώτο καιρό που ήρθαμε ήταν δύσκολα, αλλά τώρα είμαι απολύτως σίγουρη ότι πήραμε τη σωστή απόφαση. Η κυβέρνηση στην Ουγγαρία κάνει ό,τι θέλει, είναι απολύτως τρομακτικό αυτό που συμβαίνει», μου λέει η Μπάρμπαρα Κόσα. Συναντιόμαστε ένα μεσημέρι, στο διάλειμμα από τη δουλειά της. Η 41χρονη Ουγγαρέζα ήρθε στο Βερολίνο πριν από πέντε χρόνια μαζί με τον άντρα της και τις δυο μικρές κόρες τους. Στη Βουδαπέστη, όπου ζούσαν, δεν είχαν οικονομικό πρόβλημα, μου λέει. Αλλά κάποια στιγμή άρχισε να δέχεται πιέσεις στη δουλειά της. Ήταν πρότζεκτ μάνατζερ για εκπαιδευτικά προγράμματα της ΕΕ. «Ο άντρας μου επέμενε για καιρό ότι είναι καλύτερα να φύγουμε. Να μεγαλώσουν κάπου αλλού τα παιδιά μας», διηγείται.
O Βίκτορ Όρμπαν σε προεκλογική ομιλία. [FERENC ISZA / AFP]
Για την Κόσα, το δυσκολότερο ήταν να εξηγήσει στη μητέρα της τους λόγους της απόφασής της. «Ήταν πολύ στεναχωρημένη. Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι αυτοί δεν θα φύγουν από την κυβέρνηση. Η μητέρα μου δεν είναι ψηφοφόρος του Όρμπαν, αλλά δεν καταλάβαινε γιατί είχαμε πρόβλημα με την κατάσταση. Είναι ένα αντανακλαστικό από την εποχή του κομμουνισμού», παρατηρεί. «Εντάξει, αυτοί οι πολιτικοί ας κάνουν ό,τι θέλουν, είναι μακριά από εμάς, εμείς ζούμε τις μικρές ζωές μας, δεν ανακατευόμαστε. Έτσι σκέφτονται. Αλλά δεν είναι έτσι», συνεχίζει και ο τόνος της φωνής της αλλάζει. «Μπαίνουν στα σπίτια μας, φυσικά».
Δεν είναι ακτιβίστρια, διευκρινίζει η Μπάρμπαρα. Θα προτιμούσε να μην ασχολείται με την πολιτική. Το κάνει όσο λιγότερο μπορεί. Δεν είναι μέλος της FUB, για παράδειγμα, αλλά μερικές φορές πηγαίνει στις διαδηλώσεις και τις συζητήσεις που οργανώνουν. Όταν όμως τη ρωτάω αν νιώθει ότι είναι πολιτική αυτοεξόριστη, η 41χρονη γυναίκα χαμογελάει θλιμμένα. «Βεβαίως και είμαι, ναι», λέει. «Αλλά είμαι πολίτης της ΕΕ, μπορώ να κινούμαι ελεύθερα κι έτσι να δώσω στα παιδιά μου το δώρο μιας δεύτερης γλώσσας και της ζωής σε μια καλύτερη κοινωνία». Η Κόσα θέλει να μου μιλήσει για τον διχασμό και την πόλωση που έχει καλλιεργήσει το καθεστώς Όρμπαν από το 2010. Αυτό την πονάει πολύ. «Όταν φύγαμε για τη Γερμανία, υπήρξαν άνθρωποι που μας είπαν προδότες. Είμαστε “ηλίθιοι φιλελεύθεροι”, έτσι μας αποκάλεσαν».
Αντικυβερνητική διαδήλωση στη Βουδαπέστη. [ISTVAN HUSZTI / AFP]
Στην Ουγγαρία υπήρχε πάντα διχασμός, όπως υπήρχε και πάντα διαφθορά. Αυτό είναι κάτι που μου έχουν πει και οι δύο συνομιλητές μου. Αλλά υπό την κυβέρνηση του FideszFidesz, όλα έγιναν πολύ χειρότερα. Ο διχασμός έγινε πόλωση και μίσος, ειδικά απέναντι στους φιλελεύθερους κατοίκους της Βουδαπέστης. Η Κόσα μου λέει ότι κατά τη γνώμη της το κακό άρχισε όταν έπεσε το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου: «Από ένα σημείο και μετά, ήταν αποδεκτό να κατηγορήσεις οποιονδήποτε για οτιδήποτε. Ήταν σαν να άνοιξε το Κουτί της Πανδώρας. Το Κουτί ανοίγει μέσα σε μια ημέρα, αλλά παίρνει δεκαετίες για να κλείσει. Αυτό έκανε η κυβέρνηση Όρμπαν, το άνοιξε».
Όσο για τη διαφθορά επεκτάθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε πλέον να δικαιολογεί όσους περιγράφουν ένα μετακομμουνιστικό κράτος-μαφία, όπου ο πρωθυπουργός κυβερνάει τη χώρα σαν να πρόκειται για ιδιοκτησία του. «Οι πολίτες δεν διαμαρτύρονται βλέποντας πόσο έχει πλουτίσει η οικογένεια και το περιβάλλον του πρωθυπουργού;» αναρωτιέμαι. Οι Ούγγροι, μου εξηγεί, έχουν συνηθίσει τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις. Κι όταν πια τα κρούσματα είναι καθημερινά, δεν ξέρεις με τι να πρωτοασχοληθείς. «Κι έπειτα είναι η κληρονομιά του κομμουνισμού. Στις μεγαλύτερες γενιές θα δεις ότι οι άνθρωποι φοβούνται να μιλήσουν ανοιχτά, έτσι έχουν μάθει», εξηγεί.
Πώς δικαιολογείται, όμως, η δημοτικότητα του Βίκτορ Όρμπαν; Οι Ούγγροι τον ψηφίζουν. «Τον ψηφίζουν στην επαρχία, κι αυτό αρκεί, έτσι όπως μαγείρεψε το εκλογικό σύστημα. Στην επαρχία φτάνει μόνο η κυβερνητική προπαγάνδα και κανένας άλλος λόγος. Η Βουδαπέστη είναι φιλελεύθερη, η επαρχία είναι εντελώς άλλος κόσμος. Γι’ αυτό πρέπει κανείς να ξεκινήσει από εκεί για να μπορέσει μια μέρα να ανατρέψει το καθεστώς», παρατηρεί. «Θα ήθελες κάποτε να γυρίσεις στην Ουγγαρία;» τη ρωτάω. «Μμμ, όταν γεράσω, αν όλα είναι καλά, θα ήθελα να έχω ένα σπίτι στη λίμνη Μπαλατόν», απαντάει χαμογελώντας. «Έως τότε, μπορώ να ζω όπου είναι καλύτερα. Είμαι πολίτης της Ευρώπης».
Ένας επικίνδυνος σκηνοθέτης
Στην πατρίδα του, ο Άρπαντ Σίλιγκ είναι ένας «εχθρός του κράτους». Για την ακρίβεια, είναι «ύποπτος για προετοιμασία πράξεων εχθρικών προς το κράτος». Έτσι τον χαρακτήρισε, επισήμως, η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν το 2017. Ο Άρπαντ Σίλιγκ, ιδρυτής του θεάτρου Kretakor, είναι ένας από τους διάσημους Ούγγρους σκηνοθέτες της εποχής μας. Στην Ελλάδα ήρθε τελευταία φορά το 2015, στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, με το θεατρικό έργο Η ημέρα της οργής. Αυτόν τον καιρό προετοιμάζει μια παράσταση που θα κάνει πρεμιέρα τον Απρίλιο στη Βαρσοβία. Έχει χρόνια να δουλέψει στην πατρίδα του, μου λέει, μιλώντας μου μέσα από την οθόνη του skype. Είναι ένα ηλιόλουστο πρωινό, στην Αθήνα όπου βρίσκομαι εγώ, αλλά και στην Ντι, ένα χωριό στον γαλλικό Νότο. Εκεί είναι πια το σπίτι του.
Ο διάσημος σκηνοθέτης Άρπαντ Σίλιγνκ. [photo: Zágon Nagy]
Πώς φτάνει μια κυβέρνηση να καταγγείλει έναν διακεκριμένο καλλιτέχνη ως εχθρό του κράτους και κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια; Ο Σίλιγκ μου λέει ότι υπήρξε πολύ επικριτικός απέναντι στο καθεστώς. Στην Ουγγαρίου του 21ου αιώνα, αρκεί να εκφράζεται κανείς εναντίον της κυβέρνησης για να χαρακτηριστεί επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια; «Ναι, ακριβώς. Η κατάσταση εξελίχθηκε στο πέρασμα των χρόνων. Το 2010, όταν ξεκίνησαν οι προστριβές και οι πιέσεις της κυβέρνησης προς τους εκπροσώπους του ανεξάρτητου θεάτρου, θεωρούσα ότι πρέπει να κάνουμε διάλογο. Είμαστε όλοι Ούγγροι, ζούμε μαζί, πρέπει να μπορούμε να συνεννοηθούμε και να συμβιβαστούμε. Το πίστευα αυτό. Αυτή η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μιλάει για το έθνος. Ε, λοιπόν, κι εμείς στο έθνος ανήκουμε», λέει.
Από το θεατρικό «Ημέρα της Οργής» στην Στέγη. [photo: Zágon Nagy]
Με τα χρόνια, όμως, καθώς παρακολουθούσε την κυβέρνηση να μετατρέπεται με γοργούς ρυθμούς σε καθεστώς, ο σκηνοθέτης έγινε πολύ σκληρός στην κριτική του. Αλλά έκανε κριτική, χρησιμοποιούσε την τέχνη του και τον λόγο. «Ποτέ δεν επιτέθηκα με οποιονδήποτε τρόπο στο κράτος ή σε θεσμούς. Μιλούσα, μιλούσα έντονα, αλλά μόνο μιλούσα», συνεχίζει. Ο 45χρονος άντρας λέει ότι αισθανόταν πως είχε το ηθικό καθήκον να βγαίνει μπροστά λόγω της αναγνωρισιμότητάς του. Ενδεχομένως, βέβαια, αυτή ακριβώς η απήχηση που έχει ο λόγος του στο εξωτερικό, έκανε το καθεστώς να τον αναγάγει σε κίνδυνο για την ασφάλεια της Ουγγαρίας. Βοήθησε και το τάιμιγκ – λίγους μήνες αργότερα η χώρα θα πήγαινε σε εκλογές.
«Ένιωθα ότι όλοι είχαν παραιτηθεί»
«Στην Ουγγαρία με έσπρωξαν να γίνω αντιφρονών», μου λέει. «Αλλά για μένα το πιο κρίσιμο ερώτημα δεν είχε να κάνει με τον ίδιο τον Όρμπαν. Αυτό που εγώ έβλεπα ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο ήταν πως αν μου συνέβαινε κάτι, κανείς δεν θα έβγαινε να με υπερασπιστεί, κανείς δεν θα ήταν στο πλευρό μου». Είναι πολύ δύσκολο για τον Σίλιγκ να κρύψει τη θλίψη και την απογοήτευσή του για τη στάση που κράτησαν οι συνάδελφοί του όταν μπήκε στο στόχαστρο της κυβέρνησης. «Οι περισσότεροι συνάδελφοί μου άρχισαν να το μετατρέπουν σε αστείο, να λένε, έλα τώρα, δεν είναι σοβαρά αυτά, ποιος ασχολείται», θυμάται. Την ίδια ώρα, ο σκηνοθέτης δεχόταν εκφράσεις αλληλεγγύης από τα θέατρα ολόκληρης της Ευρώπης. «Αλλά στην πατρίδα μου, το έβρισκαν αστείο και αδιάφορο να με περιγράφει το καθεστώς ως τρομοκράτη», διαμαρτύρεται.
To ουγγρικό κοινοβούλιο. [ATTILA KISBENEDEK / AFP]
Πώς το εξηγεί; Σε ένα βαθμό, αυτό έχει να κάνει με την κληρονομιά του κομμουνισμού, μου απαντάει. Αυτή η μοιρολατρική σιωπή, η βεβαιότητα ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτε, ότι έτσι έχουν τα πράγματα και καλύτερα να κοιτάς τη δουλειά σου. «Διαπίστωσα ότι για τους περισσότερους συναδέλφους μου δεν είναι πρόβλημα ούτε οι επιθέσεις στη Δικαιοσύνη, ούτε οι επιθέσεις στον Τύπο, ούτε ο νόμος κατά των αστέγων, ούτε η δαιμονοποίηση των προσφύγων, του Σόρος και των ΜΚΟ, ούτε ο περιορισμός της ακαδημαϊκής ελευθερίας, ούτε καν οι μεταρρυθμίσεις που παραβιάζουν το Σύνταγμα». Ο Άρπαντ Σίλιγκ είναι χειμαρρώδης καθώς επιστρέφει νοερά σε όσα έχουν σημαδέψει την πατρίδα του τα τελευταία εννέα χρόνια. «Λένε, εντάξει, δεν μας αρέσουν, αλλά αυτά έχει η εξουσία. Εμείς ανεβάζουμε κλασικά έργα, κοιτάμε τη δουλειά μας και δεν ανακατευόμαστε με την πολιτική».
Τον ρωτάω αν αυτός ήταν κι ο λόγος που έφυγε. Αν κουράστηκε. «Ζούσα σε μια χώρα όπου όλο και περισσότεροι άνθρωποι συμβιβάζονται με την κατάσταση και την αποδέχονται. Μιλάω και για τους διανοούμενους. Κάποια στιγμή ένιωθα ότι όλοι είχαν παραιτηθεί. Εφόσον είμαι ευρωπαίος πολίτης, σκέφτηκα, γιατί μένω ακόμη εδώ; Θέλω να ζήσω σε μια δημοκρατική χώρα». Κι έπειτα, έχει δύο παιδιά. «Ήθελα να τους δείξω κάτι διαφορετικό». Ο Σίλιγκ σπεύδει να μου διευκρινίσει πως δεν είναι αφελής. «Όλες οι χώρες έχουν προβληματα, αλλά αυτό που γίνεται στην Ουγγαρία δεν υπάρχει αλλού στην ΕΕ». Πώς έφτασε, όμως, ο Βίκτορ Όρμπαν να κερδίζει τις εκλογές και να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα τη δημοτικότητά του; Έστω και αν αυτό συμβαίνει περισσότερο στην επαρχία και πολύ λιγότερο στην πρωτεύουσα, όπου πρόσφατα η αντιπολίτευση πέτυχε την πρώτη μεγάλη νίκη της, με την εκλογή του Γέργκελι Καρακσόνι στη δημαρχία της Βουδαπέστης.
O 44χρονος νέος δήμαρχος της Βουδαπέστης Γέργκελι Καρακσόνι προκάλεσε την πρώτη μεγάλη ήττα του Όρμπαν από το 2010. [ATTILA KISBENEDEK / AFP]
«Πριν το 2010, η δημόσια συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από το πώς θα προσαρμοστούμε στη δυτική δημοκρατία. Υπήρχε για μεγάλο διάστημα η πίεση, η απαίτηση, να μάθουμε να σκεφτόμαστε ελεύθερα, να μάθουμε τι σημαίνει δημοκρατία, ποιες ευθύνες έχουμε ως πολίτες. Αυτά που εγώ προσπαθώ να διδαχτώ ζώντας στη Γαλλία. Και ξαφνικά εμφανίζεται ένας πολιτικός που σου λέει ότι δεν χρειάζεται να αλλάξεις και να προσαρμοστείς στα δυτικά πρότυπα. Είσαι αρκετά καλός όπως είσαι». Δηλαδή; «Δηλαδή μπορείς να μισείς τους ξένους, να μισείς τους Ρομά, να βρίζεις τους μαύρους, να κάνεις ό,τι θέλεις. Και καλύτερα να μη μάθεις καν μια ξένη γλώσσα. Αρκεί να δεχτείς εμένα κι εγώ θα φροντίσω για όλα». Σύμφωνα με τον συνομιλητή μου, εκεί κρύβεται η δύναμη του Όρμπαν. Σε αυτήν που χαρακτηρίζει ως «νηπιοποίηση» της μεγάλης πλειοψηφίας των συμπατριωτών του.
«Δεν έφυγα επειδή το ήθελα»
Μοιάζει περιττό να ρωτήσω τον Άρπαντ αν αυτοπροσδιορίζεται ως πολιτικός αυτοξόριστος. Αλλά το κάνω. «Βεβαίως και έτσι αισθάνομαι. Δεν έφυγα επειδή το ήθελα, αλλά εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης», απαντάει. Πρόσφατα συνέβη κάτι που τον έκανε να αισθανθεί λιγότερη μοναξιά. «Έδωσα μια συνέντευξη σε μια μικρή ανεξάρτητη εφημερίδα στην Ουγγαρία. Εκεί περιέγραψα τον εαυτό μου με μια λέξη που χρησιμοποιούσαμε για τους αντιφρονούντες κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και όλα τα χρόνια μεταπολεμικά, ειδικά το 1956. Είναι μια πολύ γνωστή λέξη στην Ουγγαρία, με μακρά ιστορία. Αλλά μετά την πτώση του κομμουνισμού, δεν την χρησιμοποιήσαμε ποτέ ξανά. Μετά το 1989, όποιος έφευγε από τη χώρα, έφευγε απλώς ως μετανάστης. Αλλά σε εκείνη τη συνέντευξη χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη γιατί έτσι νιώθω. Τις επόμενες ημέρες άρχισα να λαμβάνω ηλεκτρονικά μηνύματα από Ούγγρους σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ανθρώπους άγνωστους σε μένα. Μου έγραφαν ότι ένιωθαν ακριβώς όπως εγώ». Ορισμένοι ζητούσαν τη γνώμη του για το πώς θα μπορούσαν να κάνουν κάτι για την πολιτική κατάσταση στην πατρίδα τους, ζώντας στο εξωτερικό.
Πλακάτ σε φιλοκουρδική πορεία τον Νοέμβριο παρουσιάζει τον Όρμπαν να φιλά το χέρι του Σουλτάνου Έρντογαν. [PETER KOHALMI / AFP]
Κλείνοντας εκείνο το άρθρο του για την Ουγγαρία, τον περασμένο Ιούνιο, ο Τίμοθι Γκάρτον Ας προέτρεπε τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και όλους τους επικεφαλής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να κρατήσουν τους προβολείς στραμμένους πάνω «σε αυτήν την τραγωδία στην καρδιά της Ευρώπης». Ο Άρπαντ Σίλιγκ δεν μπορεί να καταλάβει πώς είναι δυνατό να μην βλέπουν οι Βρυξέλλες ότι υπάρχουν πολίτες της ΕΕ που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους διότι είναι αντιφρονούντες. «Δεν λέω ότι η Ουγγαρία είναι σαν τη Ρωσία. Εκεί κάποιος σαν εμένα θα πήγαινε στη φυλακή. Αλλά πρέπει να αρχίσουμε να μπαίνουμε φυλακή προτού φοβηθούμε; Η Ουγγαρία δεν είναι Ρωσία, είναι χώρα της Ευρώπης. Κι οι μέθοδοι του Όρμπαν είναι κάτι ολότελα πρωτόγνωρο. Χρησιμοποιεί τα εργαλεία της δημοκρατίας για να φτιάξει ένα καθεστώς απολυταρχικό».
[Derzsi Elekes Andor]
Ο Βρετανός ιστορικός θα συμφωνούσε με τον Ούγγρο σκηνοθέτη, που μου μιλάει από το μικρό χωριό της Γαλλίας, όπου επέλεξε να καταφύγει. «Ό,τι θα κάνει η ΕΕ για την Ουγγαρία, θα έχει σημασία όχι μόνο για τους Ούγγρους, αλλά για την Ευρώπη στο σύνολό της. Η ευρωπαϊκή ήπειρος μπορεί να περιλαμβάνει διαφόρων ειδών καθεστώτα, αλλά η ΕΕ οφείλει να είναι μια κοινότητα από δημοκρατίες», έγραφε.
from dimart https://ift.tt/37WkYIm
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου