Ο ποιητής Γκρύνμπαϊν σε δημόσια ομιλία του για την Πτώση του Τείχους θυμάται εξαιρετικά καλά και δεν χαρίζεται σε κανέναν
Ο σημαντικός Γερμανός ποιητής (γεννήθηκε στη Δρέσδη το 1962)
Ντουρς Γκρύνμπαϊν.
Εισαγωγή
Στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 30 χρόνια από την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η Γερμανία δίνει ένα ξεκάθαρο δείγμα γραφής ως προς τη θέση που επιφυλάσσουν οι πολιτισμένες χώρες στα γράμματα: ανέθεσε στον ποιητή Ντουρς Γκρύνμπαϊν να εκφωνήσει ομιλία στην Παλαιά Ομοσπονδιακή Βουλή της Βόννης, σε υψηλού κύρους εκδήλωση στις 3 Οκτωβρίου 2019, επέτειο της μεγαλύτερης εθνικής γιορτής της Γερμανίας, της «Ημέρας της Γερμανικής Ενοποίησης». Ο ποιητής παραχώρησε στην «Καθημερινή» το κείμενο της ομιλίας αυτής, αδημοσίευτης ακόμα στη Γερμανία, την οποία παραθέτουμε αμέσως πιο κάτω μεταφρασμένη.
Ο γεννημένος το 1962 στη Δρέσδη, άρα Ανατολικογερμανός (άλλοτε) ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής Ντουρς Γκρύνμπαϊν διετέλεσε στα νιάτα του ένα είδος τρομερού παιδιού των γερμανικών γραμμάτων. Ερχόμενος με δύναμη από την Ανατολή, σάρωσε από νωρίς τα μεγαλύτερα γερμανικά λογοτεχνικά βραβεία, όντας ταυτόχρονα διαφιλονικούμενος εξαιτίας του ιδιαίτερου ύφους και της ποιότητας της γραφής του, που αρκετοί θεώρησαν ότι στερείται κάθε ποιητικότητας και κάθε λυρισμού. Με ιδιαίτερη αγάπη σε τομείς όπως η ανατομία, η νευροφυσιολογία και η φιλοσοφία, έθεσε την ποίησή του σε έντονη συνομιλία και αναμέτρηση μαζί τους, ενώ παραμένει αδιαλείπτως ενεργός και συχνά οξύς συμμέτοχος στον δημόσιο λόγο της χώρας του, με άρθρα και δοκίμια στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο, που δεν στρέφουν την πλάτη στην πολιτική επικαιρότητα. Ταυτόχρονα, χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης και στον αγγλοσαξωνικό χώρο, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, και είναι χαρακτηριστικό ότι το «προφίλ» και ποιήματά του περιλαμβάνονται στην διαρκή ανθολογία του poetry foundation.
Στην ομιλία που ακολουθεί, ο Γκρύνμπαϊν ανατέμνει με έναν τρόπο κατά βάθος σπαραχτικό, έντονα βιωματικό, την ιστορική μνήμη των γεγονότων του ’89, κυρίως για να θέσει τον δάκτυλο επί τον τύπο των —σημερινών— ήλων: της ανόδου αφενός της ακροδεξιάς (συμπεριλαμβανομένου του νεοναζιστικού μορφώματος «Πεγκίντα»), αφετέρου των αλλοτινών θιασωτών του καθεστώτος στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, φαινόμενα και τα δυο που ανθούν σήμερα κυρίως στα ομόσπονδα κρατίδια της πρώην ΛΓΔ και στην ιδιαίτερη πατρίδα του ποιητή, τη Δρέσδη.
Μαρία Τοπάλη
Ντουρς Γκρύνμμπαϊν: Εμείς, οι κλόουν της ελευθερίας
Δεν είναι κακό που οι εορταστικές επέτειοι μας οδηγούν ξανά και ξανά να «κάνουμε ταμείο», να προβαίνουμε σε γενικές αναθεωρήσεις. Τρεις ολόκληρες δεκαετίες μετά την Πτώση του Τείχους τίθεται ξαφνικά το ερώτημα: Ποιος οδήγησε το Τείχος στην κατάρρευση; Σχετικά με το ζήτημα αυτό έχει ξεσπάσει μια διαμάχη, που δεν μαίνεται μονάχα ανάμεσα στους ιστορικούς. Ποιο άτομο, ποια ομάδα θα μπορούσε νόμιμα να διεκδικήσει για λογαριασμό της ότι ήταν αυτή που πέταξε την πρώτη πέτρα, που έθεσε την εξέλιξη σε τροχιά;
Ήταν μήπως εκείνη η χούφτα των παράτολμων, που στις 7 Οκτωβρίου, συνεπείς στο ραντεβού τους με την τεσσαρακοστή εθνική επέτειο της ΛΔΓ, βγήκαν στους δρόμους του Βερολίνου; Η συνάντηση είχε οριστεί λίγο μετά το μεσημέρι στην Αλεξάντερπλατς, μπροστά στο Παγκόσμιο Ρολόι, τότε, όταν ακόμα όλα ήταν επικίνδυνα και τα μαντρόσκυλα της ασφάλειας εύκολα μπορούσαν να αρπάξουν το θήραμά τους ανάμεσα στους λίγους άγρια αποφασισμένους. Τους βλέπω ακόμα μπροστά μου, κακοκαμουφλαρισμένους μες στα χλωμά αντιανεμικά τους, με κείνα τα αντρικά τσαντάκια χειρός που έκτοτε τα μισώ, να ορμούν ξαφνικά ανά τρεις ή ανά τέσσερις σε έναν από τους δικούς μας, να τον σέρνουν στην άκρη και να τον πηγαίνουν στο τμήμα.
‘Η μήπως ήταν οι οργισμένοι πολίτες που, ήδη τις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου, έδιναν μάχη με την αστυνομία στον Κεντρικό Σταθμό της Δρέσδης, διαμαρτυρόμενοι ενάντια στην αυθαιρεσία των κυβερνώντων; Ας θυμηθούμε: η κρατική ηγεσία υπέπεσε τότε στο βαρύ σφάλμα να οδηγήσει τα καραβάνια όσων επιθυμούσαν να ταξιδέψουν από την πρεσβεία στην Πράγα προς το εξωτερικό, να περάσουν υποχρεωτικά μέσα από τη δική της επικράτεια («Επιχείρηση Τρένο»), εμμένοντας στην εδαφική της κυριαρχία. Αυτό ήταν που έκανε την οργή όσων απόμειναν πίσω στην πατρίδα να ξεχειλίσει, οδηγώντας σε αιματηρές συγκρούσεις. 20.000 άνθρωποι πολιόρκησαν τον Σταθμό, εκσφενδονίζονταν πέτρες, καίγονταν αυτοκίνητα, εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις. Όποιος είδε μια φορά τούτο τον τυφλό θυμό, δύσκολα μπορεί να τον ξεχάσει, αναρωτιέται μάλιστα πόσο θέλει για να ξεσπάσει και πάλι ξαφνικά. Όλα λοιπόν άρχισαν από τους καταληψίες των πρεσβειών στην Πράγα και τη Βουδαπέστη που, συν γυναιξί και τέκνοις και με το θάρρος του απελπισμένου, παρέσυραν και την άλλη Γερμανία σε κάτι που ήταν μεγαλύτερο από τη δύναμη της φαντασίας ολονών;
Ή μήπως ήταν οι συμμετέχοντας στις μετέπειτα επαναλαμβανόμενες κάθε Δευτέρα διαδηλώσεις της Λειψίας, διερωτώμαι με ζήλεια. Εκείνες οι εκατοντάδες χιλιάδες που από την 9η Οκτωβρίου συγκεντρώνονταν βδομάδα τη βδομάδα σαν χιονοστιβάδα, ένα ειρηνικό ποίμνιο της κυριακάτικης λειτουργίας, όμως ανάμεσά τους και οι απελπισμένοι, οι μπαχαλάκηδες, με ξυρισμένα κρανία ή όχι , κουνώντας γερμανικές σημαίες, από τους κόλπους των οποίων έμελλε να ξεβραστούν και οι οπαδοί του μελλοντικού Πεγκίντα; Άνθρωποι, όπως και να ‘χει, όλο και περισσότεροι άνθρωποι, ώσπου να επιτευχθεί η κρίσιμη εκείνη μάζα που θα οδηγούσε στην ανατροπή του συστήματος;
Πότε ξεκίνησε η ιδιαίτερη εκείνη δυναμική που επέβαλε εντέλει το άνοιγμα του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου ως ένα ιστορικό φαινόμενο απίστευτα εντυπωσιακό; Λέω «επέβαλε», κι ωστόσο όλοι το ξέρουμε ότι δεν θα ήταν αναγκαστικά αυτή η πορεία των γεγονότων. Το διάσημο σημειωματάκι του Γκύντερ Σαμπόφσκι, μέλους του Πολιτικού Γραφείου, θεωρείται μια ιστορική παραδρομή, μια σύμπτωση που μετατράπηκε σε σημείο καμπής, μια λεπτομέρεια με τεράστιες επιπτώσεις.
[Το πρωτότυπο βρίσκεται σήμερα στον «Οίκο της Ιστορίας» στη Βόννη. Ας μου κάνει κάποιος τη χάρη να μου δείξει κάποια στιγμή, ευκαιρίας δοθείσης, το πολύτιμο πρόχειρο χαρτάκι].
Ή μήπως ήταν η δράση όσων αγωνίζονταν για τα δικαιώματα του πολίτη όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν, η επίμονη υπόγεια εργασία πολλών αντιφρονούντων σε ολόκληρο το Ανατολικό Μπλοκ; Μήπως ο αρχικός σπινθήρας ήταν η απεργία των εργατών στα ναυπηγεία του Γκντάνσκ και η ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου συνδικάτου «Αλληλεγγύη»; Ή, ακόμα πιο πίσω, η εμφάνιση του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ στην πατρίδα του, όταν εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί ένιωσαν για πρώτη φορά την ήρεμη δύναμη ενός πλήθους που δεν ήταν πλέον κρατικά οργανωμένο;
Μάταιο να προσπαθεί κανείς να ξεχωρίσει και να διαλέξει από όλα τούτα τα αίτια το ένα, από όλες τις αφορμές τη μία και μοναδική. Σε καιρό Ψυχρού Πολέμου το παιχνίδι εξελισσόταν και με βάση τις στρατηγικές των εμπλεκόμενων δυνάμεων, για παράδειγμα το στρατήγημα του Προέδρου Ρέιγκαν να γονατίσει τη Σοβιετική Ένωση με τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών. Ή τη θαυματουργή πολιτική του Προέδρου Γκορμπατσόφ από τη σταδιακή παραίτηση έως την τελική απόφαση να αφεθεί η ΛΔΓ, το σοβιετικό προτεκτοράτο, να ρυθμίσει μονάχη τις υποθέσεις της.
Τούτη τη φορά ήταν όλα διαφορετικά. Τούτη τη φορά τα τανκς παρέμειναν στα στρατόπεδα. Τούτη τη φορά η επανάσταση δεν καταπνίγηκε βίαια όπως στις 17 Ιουνίου 1953 στο Ανατολικό Βερολίνο. Τούτη τη φορά το κύμα των ειρηνικών διαδηλωτών σάρωσε στο διάβα του τους πανίσχυρους ως τότε εκπροσώπους του λαού, διέρρηξε το μπετόν και πλημμύρισε όλα τα κτίρια που στέγαζαν κρατικές αρχές του δικτατορικού καθεστώτος, ανάμεσά τους και τα γραφεία της Ασφάλειας. Το ερώτημα ποιος έθεσε σε κίνηση όλο αυτό έρχεται με καθυστέρηση. Ποτέ δεν θα μπορέσει να προλάβει το ιστορικό θαύμα αυτών των ημερών του Οκτωβρίου του 1989.
Ή μήπως πρέπει να πω: Για μια στιγμή! Εμείς ήμασταν! Μήπως έπρεπε να μας δείξω με το δάχτυλο, εμάς, τους εξεγερθέντες από την πρώτη στιγμή στην Αλεξάντερπλατς, γιατί ήμουν κι εγώ εκεί; Μήπως πρέπει να παραπέμψω στις μέρες που ακολούθησαν και που έκριναν τα πάντα, και άρα να δείξω εμάς, μια χούφτα άφοβους, αλλά και ανίδεους, που στο μεταξύ είχαμε γίνει μερικές χιλιάδες, και που στο Βερολίνο και αλλού εμπλακήκαμε σε μια μονομαχία με ογκώδεις αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις; Δεν ήμασταν ήρωες, αλλά δεν είχαμε πια και τίποτα κοινό με τους σπιτόγατους, τους παθητικούς συνοδοιπόρους του μπαλκονιού ή με όσους κρυφοκοιτάζαν πίσω από τις κουρτίνες, που τους φωνάζαμε από το δρόμο: «Μην κοιτάς παθητικά, έλα μπες μες στη σειρά!», που είναι το αειθαλές σύνθημα όλων των διαδηλωτών. Η γιορταστική διάθεση, η ευθυμία που επικρατούσε στις γραμμές μας λειτούργησαν αμέσως καθησυχαστικά, σε αντίθεση με τα ζοφερά άρματα μάχης που αναδύθηκαν στο κέντρο της πόλης σαν από το πουθενά, τις σειρήνες των αστυνομικών οχημάτων που είχαν ξεκινήσει το κυνήγι στους δρόμους.
Όχι, δεν ήμασταν μαχητές της δημοκρατίας, ήμασταν κλόουν που παλεύαμε απεγνωσμένα για ελευθερία, όπως αγωνίζεται κανείς να αναπνεύσει όταν κοντεύει να πνιγεί. Ο κίνδυνος του πνιγμού δεν ήταν μόνον ένα αίσθημα. Το είχα βιώσει και σωματικά σε ένα σωρό αδιέξοδες καταστάσεις του νεαρού τότε ακόμα βίου μου, στο σχολείο και στη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας και ως φοιτητής, σε προσκλητήρια και συγκεντρώσεις, σε εκατοντάδες άκαρπες διαμάχες και χαμένο χρόνο σε δραστηριότητες που μέσα τους θρυμματιζόταν η ζωή μου. Είχε λοιπόν έρθει η ώρα του «φτάνει πια», η ώρα που πεταχτήκαμε έξω από τη σκιά και συναθροιστήκαμε: ας βλέπαμε επιτέλους πόσοι ήμασταν. Αυτή ήταν η απεργία μας: απεργούσαμε ενάντια στη βαλτωμένη πραγματικότητα. Για μας, ωστόσο, ήταν περισσότερο ένα χάπενιγκ με κρατικούς κομπάρσους, που κρατούσαν βέβαια αληθινά όπλα, πιστόλια, ακόμα και αυτόματα πυροβόλα. Για μας ήταν ένα ντανταϊστικό θέαμα, η μεγαλύτερη περφόρμανς που μπορούσαμε να διανοηθούμε, αφού ήμασταν καλλιτέχνες-περφόρμερ. Μιλώ για μένα και τους φίλους μου από την καλλιτεχνική σκηνή του Πρέντσλαουερ Μπεργκ (όχι όλους, όχι τους οσφυοκάμπτες χαφιέδες της Στάζι). Μόνο για μας μπορώ να μιλήσω, που γνωριζόμασταν αρκετά καλά μεταξύ μας, για την Έλζε και τον Ουλφ και τους άλλους, που στο τέλος τους συνέλαβαν.
Μας πήρε τότε κι εμάς η μπάλα. Ήταν τα γενέθλιά μου, κι από μια διάθεση καπριτσιόζικη ξεχυθήκαμε μέσα στη νύχτα, καταμεσής στον χαμό που γινόταν, έχοντας πάρει, στο μεταξύ, τόσο θάρρος ώστε χλευάζαμε τους κακομοίρηδες τους ένστολους. Ώσπου, σε μια γωνιά του δρόμου, μας σταμάτησε μια ομάδα αστυνομικών, ο επικεφαλής τους έδωσε διαταγή και μας έριξαν σε ένα καμιόνι. Μας τριγύρισαν στη μισή πόλη φορτώνοντας ολοένα και περισσότερους σαν κι εμάς. Μας ξυλοκόπησαν άσχημα, μας υπέβαλαν σε πολύωρα καψόνια στα αστυνομικά τμήματα, την άλλη μέρα μας έδιωξαν αφού καταβάλαμε ένα χρηματικό πρόστιμο – οι φυλακές ήταν ήδη γεμάτες. «Αντεπαναστατικά γουρούνια!» μας ούρλιαζαν κατάμουτρα οι εκπρόσωποι της Αστυνομίας του Λαού, μέσα σε όργιο ξυλοδαρμών. Δεν απείχαν πολύ από το να κάνουν χρήση των πυροβόλων όπλων. Όμως η πίεση του δρόμου είχε γίνει πια πανίσχυρη, οι διαδηλώσεις εξαπλώνονταν ήδη και σε πολλές άλλες πόλεις, οι τηλεοπτικές οθόνες ενίσχυαν τις εντυπώσεις. Η παγκόσμια κοινή γνώμη είχε αφυπνισθεί κι όλα μπήκαν στην τελική τους τροχιά.
Αλλά ας μην ξεχνάμε: το εναρκτήριο λάκτισμα το έδωσε μονάχα μια μειοψηφία. Η μεγάλη μάζα των προσαρμοσμένων προτίμησε να μείνει σπίτι και να παρακολουθεί την επανάσταση από την οθόνη, για να μη μιλήσουμε για τους πιστούς οπαδούς του συστήματος. Αυτοί ευχαρίστως θα δέχονταν μια λύση κινέζικου τύπου, όπως την ονειρευόταν ο τελευταίος πρόεδρός τους. Εμείς όμως είχαμε φτάσει στο σημείο μηδέν με το καθεστώς. Σαράντα χρόνια ανελευθερίας ήταν αρκετά. Παραείχαμε ανεχτεί όλα τα μέτρα που έλαβε κατά καιρούς το κράτος-υπόδειγμα, κατά τα σταλινικά πρότυπα οικοδόμησης. Δεν θέλαμε πια μεταρρυθμίσεις, συνδιαμόρφωση, ατέλειωτες συζητήσεις για τον καλύτερο σοσιαλισμό. Θέλαμε αλλαγή στην εξουσία, ριζική επανεκκίνηση – ήμασταν «αντεπαναστάτες!»
Αυτό είναι που καθορίζει και σήμερα την προοπτική μας, αυτό κι όχι οι γκρίνιες και τα θυμώματα όσων στερήθηκαν το αυταρχικό τους κράτος και, τώρα που όλα ήρθαν διαφορετικά, θα επιθυμούσαν να το αποκτήσουν και πάλι, αλλά, παρακαλώ πολύ, σε μετριασμένη εκδοχή. Δεν θέλω να χαλάσω την πανηγυρική αυτή στιγμή. Θέλω όμως και να υπαινιχθώ που έγκεινται τα αίτια της γενικευμένης δυσαρέσκειας.
Ποιοι προκάλεσαν το 1989, αυτή τη δίχως επαναστάτες επανάσταση;
Ήταν οι αγωνιστές των δικαιωμάτων του πολίτη, οι αντιφρονούντες, όσοι αποζητούσαν ελευθερία, ήταν καλλιτέχνες και ονειροπόλοι κάθε είδους, διαδηλωτές από απελπισία ή πολιτική συνείδηση, αγωνιστές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, όλοι είχαν το μερίδιό τους. Ακόμη κι οι «οσφυοκάμπτες», ακόμη και το ασκέρι των συνοδοιπόρων της τελευταίας ώρας, όταν δεν υπήρχε πια κανένας κίνδυνος, ώσπου όλη αυτή η υπόθεση εξέπνευσε. Τους βλέπω ακόμα να τυλίγουν τα τελευταία τους πανό και να γυρίζουν σπίτι, ξεπαγιασμένοι όπως μετά από βροχερή Πρωτοχρονιά. Κι ύστερα ήρθαν και τα λεφτά του καλωσορίσματος κι όλα τα άλλα, οι εκλογές, η ενοποίηση, η Εταιρία για την Εκποίηση της Δημόσιας Περιουσίας της ΛΔΓ («Τρόχαντ») και η κατανομή των θέσεων με αναλογία 1:100 Ανατολή-Δύση ή κάπως έτσι.
Στο τέλος, μικρό μονάχα μέρος των Ανατολικογερμανών πήραν αυτό που είχαν φανταστεί. Η εκκαθάριση της ΛΔΓ εξακολουθεί και σήμερα να προκαλεί αγανάκτηση στους απογοητευμένους. Αν τους ρωτήσουμε τί είχαν ονειρευτεί (και πολλοί είχαν ονειρευτεί) θα ακούσουμε χιλιάδες ιστορίες: πολλές είχαν καλό τέλος, κι όμως ηχούν σαν να μην ήταν έτσι. Το ερώτημα παραμένει: σε ποια πλευρά βρέθηκε ο καθένας τις αποφασιστικές εκείνες ημέρες του Οκτωβρίου. Ανήκε άραγε στους διαφορετικά σκεπτόμενους, για τους οποίους (κάπως αόριστα) είχε μιλήσει η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η κομμουνίστρια, που κανένας δεν μπόρεσε να κάνει χωριό μαζί της; Πάντα ανακαλώ στη μνήμη μου τη δολοφονημένη πολωνο-εβραία όταν σκέφτομαι το Τείχος του Βερολίνου. «Το μνημείο του Στάλιν στη Ρόζα Λούξεμπουργκ», όπως έγραψε ο Χάινερ Μύλερ, μια φράση που σίγουρα θα μείνει αθάνατη.
* Μετάφραση από τα γερμανικά: Μαρία Τοπάλη.
Πηγή για το κείμενο: Η Καθημερινή
Οι φωτογραφίες είναι από τη μεγάλη διαδήλωση στις 4 Νοεμβρίου 1989 στην Αλεξάντερπλατς και προέρχονται από το revolution89.de
* * *
from dimart https://ift.tt/352A78T
via
IFTTT