—της Εύης Τσακνιά—
Τη μέρα που έπεσε η χούντα, ήμασταν στην Αθήνα. Είχαμε γυρίσει από τις διακοπές άρον άρον, όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο και η επιστράτευση.
Εκείνο το απόγευμα, που η πλήξη είχε φτάσει στο απροχώρητο, άκουγα στο φορητό μου κασετόφωνο για νιοστή φορά το Jesus Christ Superstar, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. «Τι; Τι;» φώναζε η μαμά, «Εύη χαμήλωσε τη μουσική, δεν ακούω».
Κλείνει το τηλέφωνο. «Φώναξε το Γιώργο», μου λέει λαχανιασμένη, «έρχεται ο μπαμπάς να μας πάρει, κατεβαίνουμε στο Σύνταγμα, έπεσε η χούντα!»
Πετάγομαι σφαίρα στο απέναντι σπίτι, όπου έπαιζε ο αδερφός μου με τον Βαγγέλη, τους μεταφέρω τα νέα, περιγράφοντας την κατάσταση σαν να πρόκειται τουλάχιστον για την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων.
Έξω στο δρόμο τα αυτοκίνητα έχουν αρχίσει ήδη να πληθαίνουν και να κορνάρουν στο ρυθμό του «Ε-ε-έρχεται» — έχει κυκλοφορήσει η είδηση περί επιστροφής του Καραμανλή. Ο Γιώργος κι ο Βαγγέλης χοροπηδούν στο πεζοδρόμιο ενθουσιασμένοι από τα κορναρίσματα και τον γενικό τζερτζελέ, επαναλαμβάνοντας αυτό το σύνθημα που ακούγεται σαν ποδοσφαιρικό και σε γαργαλάει να το φωνάξεις, κακά τα ψέμματα και ασχέτως του ποιον αφορά και ποιος έρχεται. Θες η ελπίδα, θες ένας οποιοσδήποτε σωτήρας, η ουσία είναι πως έρχεται.
Κι εγώ είμαι λίγο μπερδεμένη εδώ που τα λέμε, γιατί η τελευταία φορά που είχα ακούσει για τον Καραμανλή ήταν τουλάχιστον πριν από εφτά χρόνια, όταν ήμουν περίπου 5 χρονών, παρ’όλα αυτά θυμάμαι καλά τον παππού, που ήταν φανατικός Βενιζελικός και τραγουδούσε «της αμύνης το σκουφάκι έφερε το Λευτεράκη», να διαβάζει κάθε μέρα το Βήμα και να αναφωνεί κάθε τόσο ζοχαδιασμένος: «τον κερατά τον Καραμανλή!..»
Αφήνω αυτά τα διλήμματα κατά μέρος προς το παρόν —κανένας βέβαια δεν είναι δυνατόν να συγκριθεί με τους δικτάτορες— και μ’ αυτήν την αισιόδοξη σκέψη μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και κατευθυνόμαστε προς το κέντρο. Μποτιλιαριζόμαστε, χαιρετιόμαστε με γελαστούς ανθρώπους από τα διπλανά αυτοκίνητα. «Τους ξέρουμε;» ρωτάω τους γονείς. «Όχι».
Καμιά σχέση με εκείνα τα φοβισμένα και καχύποπτα πρόσωπα που είχα συνηθίσει μέχρι τώρα, όχι τόσο μέσα από την πολύ μικρή εμπειρία μου από τους δρόμους της Αθήνας, όσο από τις τόσο εύστοχες γελοιογραφίες του Μητρόπουλου και του ΚΥΡ που παρακολουθούσα και μελετούσα εξονυχιστικά. Παρατηρώ αχόρταγα αυτόν τον κόσμο που δεν είχα ξαναδεί ποτέ έτσι· νέοι ανεβασμένοι πάνω στα καπό των αυτοκινήτων ανεμίζουν σημαίες, βγάζουν και ανεμίζουν τις μπλούζες τους, αγκαλιάζονται, φωνάζουν συνθήματα, ξεψαρώνω κι εγώ σιγά-σιγά και κάνω το σήμα της νίκης αντιγράφοντάς τους.
Λίγο πριν απ’ το Σύνταγμα, έχουμε αφήσει πια το αυτοκίνητο και περπατάμε με τα πόδια. Συναντιόμαστε με φίλους των γονιών μαζί με τα παιδιά τους, είναι οι δικοί μας συνομήλικοι φίλοι και είμαστε μια διαδήλωση από μόνοι μας. Ο κόσμος συνωστίζεται· «μην απομακρύνεστε μη χαθούμε», συνιστούν οι μαμάδες, εμείς όμως είμαστε ήδη χαμένοι σ’ αυτή τη δίνη της δικής μας μεταπολίτευσης, της δικής μας ενηλικίωσης μέσα σε ένα απόγευμα.
Βγάζω τα τσόκαρά μου, «με χτύπησαν», λέω στη μάνα μου, η οποία προς μεγάλη μου έκπληξη μ’ αφήνει να περπατήσω ξυπόλητη στην άσφαλτο μπροστά στη Βουλή, σαν τον Πολ Μακ Κάρτνεϊ στo εξώφυλλο του Abbey Road.
Περπατάω ξυπόλητη,με το μπλουτζίν μου γυρισμένο μέχρι τα γόνατα, με τα τσόκαρα στο χέρι, χωρίς κανείς από τους μεγάλους να φοβάται μήπως πατήσω τίποτα γυαλιά, καρφιά, καύτρες από τσιγάρα.
Όλα έχουν αλλάξει, κανείς δε φοβάται τίποτα πια.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία De profundis
from dimart https://ift.tt/2McKwZo
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου