—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα—
Αλέξης Τσίπρας (ΣΥΡΙΖΑ), Γιάνης Βαρουφάκης (ΜΕΡΑ 25), Παναγιώτης Λαφαζάνης (ΛΑΕ), Ζωή Κωνσταντοπούλου (ΠΛΕΥΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ) : ο παλαιός «ενιαίος» ΣΥΡΙΖΑ του διχαστικού θερινού δημοψηφίσματος (2015) κατεβαίνει στις εκλογές διασπασμένος σε τέσσερις πλέον διαφορετικές κομματικές εκδοχές και διεκδικεί ξανά την ψήφο των πολιτών. Η περιοδεία ωστόσο κλείνει με κουρασμένους πρωταγωνιστές και ξοφλημένους κομπάρσους. Στριμωγμένοι σε βολικές αυταπάτες και φαντασιακά καταφύγια, θέλουν όλοι και όλες να καταγράψουν τις δυνάμεις τους, επιλέγοντας το άλλοθι που τους ταιριάζει. Ο κ. Τσίπρας θα θυμηθεί ξανά την «περήφανη διαπραγμάτευση», ο κ. Βαρουφάκης θα καλεί τους πολίτες σε «ρήξη» με την «γερμανική Ευρώπη», ο κ. Λαφαζάνης θα ονειρεύεται την «επιστροφή στη δραχμή» και η κ. Κωνσταντοπούλου θα ζητάει να διαγραφεί το «άδικο και επαχθές» χρέος. Και όμως, η εσωτερική διαιρετική τομή του δημοψηφίσματος (το «Όχι» που έγινε «Ναι») ήταν φαινομενικά μόνο η αφορμή για όλες αυτές τις συριζικές πολυδιασπάσεις. Στην πραγματικότητα, η «πρώτη φορά» Αριστερά, εγκλωβισμένη μέσα στο «αντιμνημονιακό» μπλοκ, έπασχε εξαρχής από την έλλειψη ενός ρεαλιστικού και εφαρμόσιμου πολιτικού σχεδίου. Για αυτό και η διακυβέρνηση κατέστρεψε το «πολιτικό DNA» της.
Η κυβέρνηση όχι μόνο απέτυχε να χαράξει μια «προοδευτική διέξοδο από την κρίση» αλλά έγινε και η ίδια μέρος της κρίσης. Όσοι γνώριζαν τους ανθρώπους του κομματικού μηχανισμού δεν είχαν βέβαια καμία αμφιβολία για το αποτέλεσμα. Όσοι δεν τους γνώριζαν, τους έμαθαν μέσα από ένα δύσκολο πολιτικό πείραμα, που εξέθεσε τη χώρα σε κινδύνους και την καθήλωσε σε διαρκή στασιμότητα, με αχρείαστα μνημόνια, φουσκωμένα υπερ-πλεονάσματα και υπερ-φορολόγηση. Η δοκιμασία της «πρώτη φορά» Αριστεράς στην εξουσία «έκαψε» την τελευταία εφεδρεία της Μεταπολίτευσης. Η ιδέα ότι αυτή η Αριστερά είχε ένα «άλλο» εναλλακτικό σχέδιο για τη διακυβέρνηση της χώρας αποδείχτηκε λανθασμένη και, σε ένα μεγάλο βαθμό, επικίνδυνη (πχ. κλείσιμο τραπεζών). Εξίσου επικίνδυνα αποδείχτηκαν όλα εκείνα τα ιδεολογήματα περί «ηθικού πλεονεκτήματος» (πχ. χειραγώγηση της δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων θεσμών) καθώς και το μονοπώλιο της «δημοκρατικής ευαισθησίας» (πχ. συγκυβέρνηση με λαϊκή ακροδεξιά). Τέλος, δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά για το ύφος και το ήθος της εξουσίας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Από τον «καναλάρχη» υπουργό κ. Παππά έως τον «πολακισμό» και από την πολιτική σκευωρία για τη Novartis έως τις προεκλογικές «μετατάξεις» είναι σαφές πως ο λαϊκισμός και η εργαλειοποίηση του πελατειακού κράτους κυριάρχησε στη δημόσια σφαίρα.
Από αυτή την άποψη, η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα είναι απλώς μια αλλαγή διακυβέρνησης αλλά θα αποτελέσει τομή για το ίδιο το πολιτικό σύστημα∙ τομή για τη χάραξη ενός εθνικού μεταρρυθμιστικού σχεδίου αλλά και για την ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου. Για αυτό και ενδεχομένως, οι εκλογές δεν θα σηματοδοτήσουν μόνο τη γαλάζια «επιστροφή στην κανονικότητα» αλλά την αφετηρία για μια συνολικότερη «κανονικοποίηση» των πολιτικών κομμάτων. Ειδικότερα ανάμεσα στο χώρο της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς, την επόμενη μέρα των εκλογών, θα ξεκινήσει ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι για την έκφραση και την εκπροσώπηση εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων της εργασίας, της ανάπτυξης και της επιχειρηματικότητας που θέλουν, μετά από δέκα χρόνια κρίσης, επιτέλους να «γυρίσει σελίδα» η χώρα. Στο παιχνίδι αυτό, η αυτοτελής φυσιογνωμία της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να είναι εξασφαλισμένη και ισχυρή, ήδη από τις εκλογές. Όσοι θεωρούν πως η αντιπολίτευση μπορεί να γίνει ξανά μια διαρκής «κατασκήνωση στις πλατείες», αγνοούν πως οι περιπέτειες της χώρας δεν έχουν τελειώσει. Το αίτημα της πολιτικής σταθερότητας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ακόμη και για την ποιότητα της κομματικής αντιπαράθεσης.
Αντίθετα απ’ όσα επικριτικά λέγονται τα τελευταία χρόνια, ο ευρωπαϊκός 20ός αιώνας ήταν ένας «σοσιαλδημοκρατικός αιώνας». Το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο ήταν το μόνο που κατάφερε να συναιρέσει την οικονομική ανάπτυξη με την κοινωνική δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα η αξιακή προσήλωση στο «πρωτείο της δημοκρατίας» διεύρυνε την ατζέντα των δικαιωμάτων και τη θεσμοθέτηση της αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου. Αν κάτι επίσης χαρακτηρίζει τη σοσιαλδημοκρατία είναι η ικανότητά της να προσαρμόζεται μέσα στην ιστορική αλλαγή και να αναδιαμορφώνει το σχέδιο της με πραγματιστικό τρόπο και συναινετική προοπτική. Δεν είναι τυχαίο ότι, ακόμη και τώρα που σημειώνεται ύφεση της αρχικής δυναμικής της, η σοσιαλδημοκρατία εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί στο «δημοκρατικό τείχος» απέναντι στον λαϊκισμό και τον ευρω-σκεπτικισμό. Στα χρόνια της κρίσης, το ελληνικό πολιτικό σύστημα αντιμετώπισε ένα παράδοξο φαινόμενο: ο νέος «διπολισμός» έπληξε κυρίως την προοδευτική παράταξη, φέρνοντας στο προσκήνιο μια αντι-συστημική Αριστερά με σκουριασμένες ιδέες για το πώς «θα μοιράσουμε τη φτώχεια μας». Τώρα που τέλειωσε αυτό το πείραμα, είναι ώρα οι προοδευτικοί πολίτες να δώσουν την ευκαιρία στη σοσιαλδημοκρατία να διεκδικήσει ξανά τη δυναμική επιστροφή της στο μέλλον του 21ου αιώνα.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ανώμαλα ρήματα
from dimart https://ift.tt/321Rmq3
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου