Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Είμαι μια άλλη εικόνα του συνολικού

—της Μαρίας Τοπάλη για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα

Ίσως η μαμά να μην ήταν τελικά και τόσο λουζέρι[1];

«Είμαι μια άλλη εικόνα του συνολικού», λέει σε μια συνέντευξή του ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος («Έχουμε μάθει στην ελληνική κοινωνία το διαφορετικό να το παρατηρούμε πιο έντονα. Αυτό, όμως, είναι το νόημα της συζήτησης. Να πούμε πως δεν είμαι κάτι διαφορετικό. Είμαι μια άλλη εικόνα του συνολικού»). Και, μιλώντας για τον πατέρα του, σε πρόσφατη ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αναφέρει: «Γράφω αυτές τις σειρές, όχι τόσο για να υπογραμμίσω το αυταπόδεικτο, ότι του οφείλω πολλά, αλλά κυρίως για να τονίσω ότι αθόρυβα, μετατρέπει τον φόβο της απώλειάς του σε ώθηση να συνεχίσω πιο δυναμικά την πορεία μου».

Συνέλαβα τον εαυτό μου εδώ και μέρες να ανακαλεί ξανά και ξανά αυτές τις φράσεις στο διαδίκτυο. Ήθελα να τις κάνω δικές μου με τον ίδιο τρόπο που επιχειρώ κάπου-κάπου να αποστηθίσω ποιήματα ή, σπανιότερα, πρόζα. Κινούμαι προς τις φράσεις αυτές ενστικτωδώς: το ύφος και τον περιεχόμενο της γλώσσας που, συνήθως, όταν εκφέρεται δημόσια και για πολιτικούς σκοπούς, με αποξενώνει, εδώ κάνει ακριβώς το αντίθετο, με εξοικειώνει στον μέγιστο βαθμό.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Να μια σειρά ερωτημάτων και σκέψεων που ξεκινούν με αυτή την αφορμή και αισθάνομαι την ανάγκη (αλλά και την υποχρέωση) να μοιραστώ μαζί σας.

Δε θέλω ου

Η εκφορά ενός μη τυποποιημένου, ήπιου, μάλιστα, λόγου θεωρείται ήδη και χωρίς άλλη συζήτηση αδυναμία στην ελληνική πολιτική σκηνή. Αλλά ποιοί «λόγοι» θεωρούνται κάπως αυτονόητα ως «κατάλληλοι» και ποιοί ως «αταίριαστοι», έστω κι αν τους βλέπουμε με συμπάθεια και κατανόηση; Προσπαθώ πρόχειρα να θυμηθώ: το «δε θέλω ου» με το οποίο έμεινε στην ιστορία ο Γεώργιος Ράλλης ως ο πολιτισμένος αλλά και κάπως κακόμοιρος πολιτικός ηγέτης, που δεν έμελλε παρά να σαρωθεί από τον λαϊκό και αρρενωπό λόγο του Ανδρέα; Για τις ανάγκες της Έκθεσης GR80s (Τεχνόπολη 2017) άκουσα ξανά δυο-τρεις προεκλογικές ομιλίες του «πολιτισμένου» Ράλλη το 1981, και έμεινα έκπληκτη απέναντι στο —με τη σημερινή μου αντίληψη των πραγμάτων— ακροδεξιό, εμφυλιοπολεμικό περιεχόμενο, π.χ. της ομιλίας του στο Ηράκλειο. Δεν έχω αναλυτικές περγαμηνές, αλλά κόβω το κεφάλι μου ότι χιλιάδες άνθρωποι υπερψήφισαν τότε τον Ανδρέα για να βάλουν επιτέλους ένα ασφαλές τέλος στον Εμφύλιο που εξακολουθούσε να δηλητηριάζει τις ζωές τους, και όχι (όχι ακόμη….) επιλέγοντας τον λαϊκισμό του ενός, κόντρα στον ελιτισμό του άλλου. Ο Εμφύλιος, βέβαια, αποδείχτηκε μια εξαιρετικά ανθεκτική υπόθεση, και —κόβω και πάλι το κεφάλι μου— χιλιάδες άνθρωποι «σταύρωσαν» τον Κυμπουρόπουλο στις πρόσφατες Ευρωεκλογές για παρόμοιους, ακριβώς, λόγους: για να σταματήσει επιτέλους ο τοξικός διχαστικός λόγος και η εχθροπάθεια, που εκπορεύεται όμως, πλέον, από την άλλη πλευρά.

Κάτσε κάτω κουλοχέρη

Η μια σκέψη φέρνει την άλλη: η περίπτωση του Κυμπουρόπουλου δεν μπορεί παρά να ανακαλέσει στη μνήμη ημών των λίγο ή πολύ ηλικιωμένων και το «Κάτσε κάτω κουλοχέρη», που φαίνεται πως απηύθυνε κάποτε κάποιος σε μια ΠΑΣΟΚική συνεδρίαση της δεκαετίας του 70 σε βάρος του πανεπιστημιακού δασκάλου και αγωνιστική κατά της δικτατορίας Σάκη Καράγιωργα. Ο γεννημένος το 1930 Καράγιωργας, διαθέτοντας ήδη πλούσιες επιστημονικές και επαγγελματικές περγαμηνές, πήρε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα, και έχασε το χέρι του στη φωτιά αυτού του αγώνα. Αντιγράφω από τη wikipedia: «Πρωτοπορεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στη συγκρότηση της «Δημοκρατικής Άμυνας» και τον Ιούλιο του 1969 συλλαμβάνεται καθώς εκρήγνυται στα χέρια του εκρηκτικός μηχανισμός, ο οποίος προοριζόταν για αντιστασιακή δράση κατά του καθεστώτος. Ο Καράγιωργας βασανίστηκε απάνθρωπα όντας βαριά τραυματισμένος. Ακολουθεί η δίκη της «Δημοκρατικής Άμυνας» και η καταδίκη του από το Έκτακτο Στρατοδικείο τον Απρίλιο του 1970 σε ισόβια, ποινή που θα εκτίσει ως την αμνηστία του 1973». Στη διάρκεια μιας εσωκομματικής σύγκρουσης στο ΠΑΣΟΚ του ’75 κάποιος ή κάποιοι του φώναξαν «Κάτσε κάτω ρε κουλοχέρη», για να υπερασπιστούν την αυταρχική εσωκομματική ηγεμονία του Ανδρέα. Η φράση συνδέθηκε με τη μνήμη του Καράγιωργα αλλά και με την αρχηγική-λαϊκίστικη υφή του ΠΑΣΟΚ, κι απόμεινε να αιωρείται δισυπόστατη πάνω στον μεταπολιτευτικό ορίζοντα: κάποιοι, οι λιγότεροι, ανατρίχιαζαν εξαιτίας της. Για τους πολλούς ήταν, νομίζω, η επιβεβαίωση της ωμής, αντρίκιας, αρτιμελούς ισχύος. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια για αποχρώσεις. Ο σκοπός αγίαζε, και τότε, τα μέσα. Και κάπως έτσι πορευθήκαμε μέχρι τον Σημίτη. Στη διάρκεια της πορείας αυτής, από το 74 δηλαδή, μέχρι το 1996 που έγινε πρωθυπουργός ο Σημίτης (ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και ο μακροβιότερος, μέχρι σήμερα, πρωθυπουργός της χώρας) ένα μεγάλος μέρος των Ελληνίδων και των Ελλήνων συνέχισαν να κυκλοφορούν και να οπλοφορούν, πραγματικά ή συμβολικά. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις επέμεναν ότι ούτε η Χούντα ούτε ο Εμφύλιος είχαν τελειώσει, και κάθε τόσο έκαναν επίδειξη της ισχύος τους με βίαιο και αιματηρό τρόπο. Δεν θυμάμαι ποτέ να υπήρξε μαζική και δημόσια κατακραυγή εναντίον της τρομοκρατικής βαρβαρότητας, αλλά ούτε και το κράτος τους «ακούμπησε» ποτέ στα σοβαρά, πριν τον Σημίτη. Υπήρχε, αντίθετα, βεβαιωμένη και από έρευνες της κοινής γνώμης τη δεκαετία του 80, μεγάλη –γύρω στο 1/5 αν θυμάμαι καλά- αποδοχή της τρομοκρατίας από τον πληθυσμό.

Ο Κλάουζεβιτς από την ανάποδη

Αυτό δεν είναι τόσο περίεργο, αν σκεφθεί κανείς ότι το μυαλό μας δεν έπαψε ποτέ να ποτίζεται με ηρωικά και πένθιμα άσματα, με κλεφτουριά και αντίσταση. Έτσι, δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη η δοξαστική της κλεφταρματολίτικης λεβεντιάς νεκρολογία που δημοσίευσε για τον Χαρίλαο Φλωράκη ο Πέτρος Ευθυμίου. Σας προτείνω να διαβάσετε όλο το κείμενο (για το οποίο πραγματικά δεν έχω λόγια!) εδώ. Αν, πάντως, έπρεπε κάτι να σταχυολογήσω, θα κρατούσα την εξής, πολύ αντιπροσωπευτική για μιαν αντίληψη των πραγμάτων, αποστροφή: «Το πρόβλημα του Χαρίλαου Φλωράκη, όμως, όπως και το πρόβλημα της Ελλάδας, είναι πως ο Αγώνας, όταν δεν κατευθύνεται απέναντι σε έναν κατακτητή, είτε Οθωμανός είτε Γερμανός είναι αυτός, ονομάζεται Πολιτική.» Πόσο φυσική η αντιστροφή του διάσημου κατά Κλάουζεβιτς ρητού «Ο πόλεμος είναι μια απλή συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα»! Αρκεί να βαφτίσουμε τον πόλεμο «Αγώνα»! Στο ίδιο κείμενο, που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 2008, διαβάζουμε ακόμα: «Ίσως δεν είναι τυχαίο που ως σήμερα η κορυφαία περίοδος της πολιτικής μας ιστορίας είναι αυτή του Ελευθέριου Βενιζέλου, του ένοπλου βρακοφόρου επαναστάτη του Θερίσου αλλά και του ισότιμου φρακοφόρου συνομιλητή των μεγάλων της εποχής του.» Ε, όχι βέβαια. Καθόλου… τυχαίο. Άμα ποτίζεις με επιμέλεια το δέντρο της βίας, δεν θα δρέψεις περιστέρια. Αίμα και διχασμό θα δρέψεις. Εδώ ταιριάζει γάντι η ακόλουθη ανάρτηση του Νικόλα Σεβαστάκη στο facebook (η ανάρτηση έγινε 28 Ιουνίου 2019 με αφορμή επίθεση, από ανήλικους, όπως αποδείχτηκε, δράστες, στις 25 Ιουνίου 2019, στο πολιτικό γραφείο Ντόρας Μπακογιάννη στα Χανιά): «Στα εφηβικά μας χρόνια πολλοί ονειρευτήκαμε τη βία μέσα από τις προσφιλείς και διαθέσιμες ιδεολογικές μυθολογίες. Μπορεί και σε αμιγώς αλήτικο πλαίσιο χωρίς φιλολογίες κομμουνιστικές, αναρχικές ή συναφείς. Το εντυπωσιακό λοιπόν δεν είναι η παρουσία κάποιων τέτοιων συμπεριφορών σε αγόρια (κατά βάση) μιας τέτοιας ηλικίας. Εμένα δεν με εντυπωσιάζει ούτε η παρουσία της συναισθηματικής σκληρότητας, ούτε η έλξη προς το ακραίο. Το πρόβλημα είναι η γενεαλογική συνέχεια ενός συγκεκριμένου αρχαϊκού κώδικα, το πως μεταβιβάζεται στη γενιά του Lex και του μαύρου φούτερ, σε παιδιά γεννημένα το 2004. Σε αυτό η πιθανότερη ερμηνεία δεν είναι τα περί κρίσης και απώλειας του μέλλοντος κλπ. Νομίζω πως είναι η μεταβίβαση της γοητείας του αντάρτη, του κοινωνικού πολέμου και μιας παλιάς, αντι-καθεστωτικής λατρευτικής παράδοσης. Γονείς απολύτως μέσα στο πολιτικό και πολιτισμικό στάτους των αστικών θεσμών (πολιτευτές, συνδικαλιστές, σε συμβούλια ή σε συλλόγους γονέων και κηδεμόνων κλπ) μεταγγίζουν ακόμα την αφηρημένη ιδέα του Μίσους. Χωρίς να αντιλαμβάνονται ή αδιαφορώντας για ότι ο γιος θα θελήσει να πάει προς το συγκεκριμένο και ίσως δεν θα του φτάνουν τα λόγια. Ότι το παιδί μπορεί πάει προς το «ούζι» κοροϊδεύοντας το ουζάκι των γκριζομάλληδων θείων μετά την καθιερωμένη σαββατιάτικη συνδιάσκεψη. 

Όλο το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η έλλειψη ζωογόνου ασέβειας και μια τυμβωρυχία που δεν αφήνει τους νεότερους ν’ αναπνεύσουν. Το ότι ακόμα και το 2019 παιδιά φυλακίζονται σε απωθημένα άλλων- μιας γονεϊκο-δασκαλικής γραφειοκρατίας που κολακεύεται με την ιδέα της ηθικής και πολιτισμικής της ανωτερότητας.» Βάζω «καρδούλα» και όχι απλώς «like». Στο μεταξύ, και ενώ γράφεται το κείμενο αυτό, οι εξελίξεις τρέχουν και οι συμπτώσεις με εντυπωσιάζουν: να που ο Τσίπρας επικαλείται, μετά τον Ανδρέα, τον Βενιζέλο. Η πολιτισμική δίοδος, πολύ πιο κοντά στο ασυνείδητο των ψηφοφόρων, παραμένει μια ανοιχτή κερκόπορτα, εκεί που η αμιγώς πολιτική, η «ψυχρή και λογική», είναι πλέον κλειδαμπαρωμένη για τον αποτυχημένο πρωθυπουργό.

Σόιμπλε, ο ανάπηρος εχθρός

Κάπως έτσι, ασυνείδητα, συναισθηματικά, με τη βοήθεια της κουλτούρας, και όχι βέβαια με τη λογική, φτάσαμε, εν μέσω κρίσης, να ακούμε τον επιδραστικότατο ποπ σταρ Λάκη Λαζόπουλο να δαιμονοποιεί τον Σόιμπλε ως εμμονικό εξαιτίας της αναπηρίας του – λογικά πράγματα για έναν λαό που δεν γουστάρει, είπαμε, πολιτικούς-τεχνοκράτες, αλλά τους θέλει ένοπλους βρακοφόρους. Εδώ, μπορεί η αναγνώστρια ή ο αναγνώστης να ρίξει μια ματιά στον Λαζόπουλο του 2016. Αλλά ίσως δεν θα έπρεπε να βιαζόμαστε τόσο: είχε προηγηθεί, κατά τα έτη 2010-2015, ένδοξος αγώνας στις πλατείες. Είχαμε δει τόσες αφίσες και τόσα πλακάτ, τόσα πρωτοσέλιδα και τόσα συνθήματα που εξευτέλιζαν τον «εχθρό», το «τέρας», τον «ανάπηρο». Είχαμε αποδεχτεί τη βία, ακόμη και τον θάνατο (Μαρφίν) πλειοψηφικά και πανηγυρικά. Είμαι βέβαιη ότι στο μέλλον θα γραφτούν πολύ ενδιαφέρουσες εργασίες που θα εξηγούν πώς το μίσος μεγαλώνει και διαστρέφεται, ιδίως όταν ο «εχθρός» είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καρότσι. Η αντιστροφή του ναζιστικού ρατσιστικού στερεοτύπου (ξανθός ρωμαλέος Γερμανός) είναι επίσης πολύ ενδιαφέρουσα, καθώς συγκλίνει με το στερεότυπο που διακινούσαν οι Ναζί για τους Εβραίους (δύσμορφοι, κιτρινιάρηδες, οιονεί ανάπηροι εκμεταλλευτές του φτωχού αλλά εύρωστου άρειου λαού).

Αλλά ποιος ήταν ο σούπερ-ήρωας που ήρθε να αντιμετωπίσει τον ανάπηρο δαίμονα για χάρη της φτωχής πλην τίμιας Ελλαδίτσας; Ήταν ωραίος, αεράτος, λεβέντης και τον έλεγαν Γιάνη. «Θα τον καθαρίσει σαν αυγό τον σακάτη», άκουσα να λένε ο ένας στον άλλο δυο φίλοι, άντρες, πενηντάρηδες, περιμένοντας την κοινή συνέντευξη Βαρουφάκη-Σόιμπλε (5 Φεβρουαρίου 2015). Ο Έλληνας με το πέτσινο μπουφάν και τη μηχανή, που ήταν και άντρας, και μάγκας, και τεχνοκράτης θα «καθάριζε» τον «σακάτη». Βρισκόμασταν σε ντελίριο. Στην αποδώ μεριά δυο νέοι άντρες, ο λαϊκός Τσίπρας και ο τεχνοκράτης Βαρουφάκης. Στην αποκεί μεριά (τη γερμανική) μια ατσούμπαλη μεσόκοπη γυναίκα και ένας «σακάτης». Θα τους δείχναμε. Θα τους σκίζαμε. Θα τους μαθαίναμε (εμείς). Θα φωνάζαμε τη δοξασμένη λέξη (όχι;).

Μην ξεχνάμε άλλωστε και τις Ευρωεκλογές του 2014, όταν το πράγμα, ακόμα, φούντωνε. Ένας άντρας πάλι, με τα λευκά μαλλιά του να ανεμίζουν, με τα περήφανα μουστάκια του, ένας ήρωας, ένας αντιστασιακός, ο γηραιός Μανώλης Γλέζος, έκοβε το νήμα των περισσότερων σταυρών. Στο κατόπι του, με μικρή διαφορά, μια αμαζόνα με το ακόντιο στο χέρι, η Σοφία Σακοράφα. Πόλεμος παντού!

Όλοι τονε θέλετε, λούγκρες, τον ψηλό τον Κρητίκαρο

Ο Βαρουφάκης αναλώθηκε, τουλάχιστον πρόσκαιρα. Όσοι δεν πιστέψαμε ποτέ στον λενινισμό, δεν βλέπουμε ούτε τώρα με καλό μάτι μια πιθανή επιστροφή του στην ελληνική πολιτική σκηνή (ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα): η κανονικοποίηση όσων αποδεδειγμένα και απροσχημάτιστα επιχείρησαν να πλήξουν τη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας θα έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος από την όποια στέρηση δυνάμεων από τον ΣΥΡΙΖΑ. Για την ιστορία της χώρας, αποτέλεσε νίκη της δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής ιδέας ότι ο Τσίπρας δεν ακολούθησε τον Γιάνη, χωρίς αυτό να τον απαλλάσσει στο ελάχιστο από τις ευθύνες του, πριν και μετά το καλοκαίρι του 2105. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

Ένας άλλος άντρας, με φολκλόρ προφίλ αλλά, εν πάση περιπτώσει, γιατρός, όχι κανένας αγράμματος, ούτε κι αυτός, ήρθε να καλύψει το κενό που ο Βαρουφάκης άφησε πλάι στο νεαρό και άμαθο πρωθυπουργό. Σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ο Πολάκης, εκλεκτός φίλος του Τσίπρα και σε προσωπικό επίπεδο, έδινε την εντύπωση ότι τα κάνει όλα λίμπα, όποτε γουστάρει. Και γούσταρε ολοένα και περισσότερο, καθώς η τετραετία πλησίαζε προς το τέλος της. Ερεθιζόταν. Αγρίευε. Απειλούσε. Ίσως, βέβαια, θα ήταν πληρέστερη η εικόνα αν αφιέρωνα στο σημείο αυτό ξεχωριστή μνεία στον μεγαλύτερο και στενότερο σύμμαχο του Τσίπρα στα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησης, τον «στα-τέσσερα-Καμμένο» —κι έχω αφήσει έξω και τη Δούρου— αλλά και τι να πρωτοδιαλέξει κανείς… Γιατί μπορεί ο Τσίπρας να «λογικεύθηκε» μέσα σε μια νύχτα του καλοκαιριού του 15, αλλά χιλιάδες ψηφοφόροι του, άντρες και γυναίκες, είχαν ανάγκη, έστω λεκτικά, έστω συμβολικά, τη βία, την οσμή του αίματος, την αντρική λεβεντιά, την ταπείνωση του «εχθρού» στην οποία είχαν (έχουν;) αμετάκλητα εθιστεί. Κι αφού δεν μπορούσαν να βρίζουν πια τον σακάτη Σόιμπλε και τη Μαντάμ Μέρκελ, έκαναν τις προσπάθειές τους με τον Γιάννη Στουρνάρα, σάκο του μποξ σε συμβολικό (αλλά και σε όχι και τόσο συμβολικό) επίπεδο, για να ξεσπά και να εκτονώνεται η συσσωρευμένη, καλλιεργημένη βία πάνω στον κατεξοχήν εκπρόσωπο, συμβολικά και πραγματικά, του σημιτισμού και της Ευρώπης. Με πρωταγωνιστή, βέβαια, αυτού του «τσαμπουκά», τον Πολάκη. Ήταν θέμα χρόνου να έρθει και η ώρα του ζεϊμπέκικου.

Με το οποίο, βεβαίως, ξαναγυρνάμε στον Αντρέα και στη Μεταπολίτευση, εκεί, στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του «κάτσε κάτω ρε κουλοχέρη», όπου βρεθήκαμε στην αρχή αυτού του κειμένου. Κύκλοι. Τον Φεβρουάριο του 2019 ο Πολάκης χορεύει ζεϊμπέκικο στο «μαγαζί» του Κραουνάκη, που ασφαλώς κυκλοφορεί κι οπλοφορεί, και τον υπερασπίζεται δημόσια με τη γνωστή δήλωση: «Λούγκρες…». Είχαν περάσει 43 χρόνια από το πρώτο εκείνο αντρεϊκό ζεϊμπέκικο στο «Περιβόλι τ’ Ουρανού» και το πρότυπο έμοιαζε, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, κυρίαρχο και ακλόνητο εν έτει 2019.

Ο Σημίτης κατοχυρώθηκε στο συλλογικό φαντασιακό είτε ως οιονεί σοϊμπλεϊκός δαίμονας είτε ως, εν πάση περιπτώσει, ξένο σώμα, μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ο Έλληνας τον πολιτικό του τον θέλει…. Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνον τον εξαιρετικά μορφωμένο (και εξαιρετικά άτυχο, στη συνέχεια) νέο πολιτικό, που έλαμψε κι έσβησε την εποχή της κρίσης, όταν πάσχισε να φορέσει το προσωπείο του «μάγκα» προκειμένου να πετύχει: υπέβαλε, τον 21ο αιώνα, τον εαυτό του στη δοκιμασία του ζεϊμπέκικου. Το πράγμα του φαινόταν και εκείνου αυτονόητο. Όπως αυτονόητο ήταν και το λεξιλόγιο της πολιτικής, ο τόνος και το ύφος, η απαραίτητη «λαϊκότητα» που λέγαμε στην αρχή. Όταν μιλούσες τεχνοκρατικά ή στον «λάθος» τόνο, βρισκόταν πάντα κάποιος να σε κοιτάξει με λυπημένο, περιφρονητικό ύφος, που ήθελε να πει: «δεν περνάν εδώ αυτά». Όπως, αν αρνιόσουν κάτι μικρολαδώματα, σε κοίταζαν και πάλι με ύφος κάπως αυστηρό, επιτιμητικό: «Δεν γίνονται έτσι αυτές οι δουλειές». Ήσουν, για να θυμηθούμε τη φράση του Κυμπουρόπουλου, πράγματι, μια άλλη εικόνα του συνολικού: η εικόνα του από χέρι χαμένου.

Ο Κυμπουρόπουλος και το Τείχος του Βερολίνου

Ομολογώ ότι και εγώ την είχα εισπράξει αυτή την «ήττα», και μάλιστα προσωπικά. Την είχα εμπεδώσει κι εγώ, ως αυτονόητη. Στα χρόνια της κρίσης, στην ταπείνωση των κάπιταλ κοντρόλς, στον βίαιο μάτσο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ λόγο, είχα συνηθίσει να βλέπω όχι κάτι άλλο, αλλά μονάχα το βλέμμα των παιδιών μου που έλεγε: αφού είστε λουζέρια βρε μαμά, οι φίλοι σου κι εσύ. Έχετε δίκιο, αλλά είστε από χέρι χαμένοι. Ναι, το είχα εσωτερικεύσει, ήμουν λουζέρι, και έφταιγα κι από πάνω. Κάτι δεν κατάφερνα σωστά, λαϊκά, αντρίκια. Δεν ήμουν μονάχα λουζέρι αλλά και ένοχη, όπως ο καφκικός Γιόζεφ Κ., για κάποιο παμπάλαιο και εγγενές αμάρτημα. Να, ορίστε. Ο Πολάκης επιτίθεται με τη γνωστή ανηθικότητα σε κάποιον σαν τον Κυμπουρόπουλο. Το αφεντικό, φυσικά, τον καλύπτει. Το αφεντικό, έχει τεράστια αυτοπεποίθηση.  Ο δημοφιλής καλλιτέχνης Κραουνάκης τον αγκαλιάζει. Ξέρουν αυτοί κάτι που δεν το ξέρουμε εμείς. Όχι μόνο δεν το ξέρουμε αλλά ούτε και είμαστε σε θέση να το μάθουμε. Γιατί έχουμε κάποια αναπηρία. Αυτή ακριβώς είναι η λέξη: όπως είχε κάποτε ειπωθεί ότι όλοι οι ποιητές είναι εβραίοι, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ένιωθα πια με τη σιγουριά της ιστορικής μου/μας ήττας ότι όλοι όσοι δεν μετέχουμε της ζεϊμπεκιάς, είμαστε ανάπηροι. Μας λείπει μια ζωτική ορμή. Μια διάθεση να γοητεύσουμε και να μεθύσουμε. Γιατί η αχαλίνωτη βία που χορεύει ζεϊμπέκικο και εκμαυλίζει τους καλλιτέχνες και τους λαϊκούς είναι ευφορική, μεθυστική. Κι εμείς είμαστε αποτυχημένοι και «απέξω». Μια μέρα πριν τις Ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 αν με ρωτούσες όχι τι πίστευα αλλά πώς ένιωθα, θα έλεγα με το χέρι στην καρδιά: οι Κομμένες Κεφαλές έχουν νικήσει — για πάντα.

Ωστόσο, την επομένη, ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος «χτύπησε» αθόρυβα το απίστευτο ρεκόρ του μισού εκατομμυρίου και άνω των σταυρών. Ο Γλέζος και ο Βαρουφάκης, η Σακοράφα και ο Πολάκης, έφαγαν μπόλικη από την ήσυχη σκόνη των τροχών του αμαξιδίου του. Και τότε κατάλαβα. Είχα εγκλωβιστεί στο λάθος ιστορικό παράδειγμα. Σκεφτόμουν με όρους Άουσβιτς, που είναι μια διαρκής ήττα στους αιώνες, ένα τραύμα που δεν είναι προορισμένο να επουλωθεί. Ή, έστω, σκεφτόμουν με όρους Εμφυλίου. Πολύ παλιές ιστορίες. Εποχή των γονιών μου. Δεν σκεφτόμουν με όρους Τείχους του Βερολίνου, δηλαδή με όρους της δικής μου εποχής. Αλλά το Τείχος του Βερολίνου κατέρρευσε έτσι ακριβώς: αθόρυβα, με κουρνιαχτό. Σαν να ήταν χάρτινο. Σαν μια γιγάντια κακόγουστη φάρσα, γεμάτη χονδροειδή ανορθολογισμό, τυφλότητα και κυρίως γελοιότητα που ξεχειλίζει από παντού. Ασφαλώς και δεν τα γράφω αυτά εφησυχασμένη: το ξέρουμε καλά ότι οι κίνδυνοι από το τραύμα του «Υπαρκτού» είναι απτοί και καθημερινοί στην Ευρώπη που οικοδομούμε. Αλλά αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα την ποιότητα του συμβάντος. Στοιχηματίζω ότι μια βδομάδα πριν την πτώση του Βερολίνου οι ίδιοι έμπειροι άντρες και γυναίκες που με κοίταζαν πάντα με βαθυστόχαστο οίκτο για την αφέλεια της σκέψης και του λεξιλογίου μου, θα με διαβεβαίωναν ότι ο Χόνεκερ είναι πανίσχυρος και ότι αυτά τα πράγματα χρειάζονται πολλές δεκαετίες για να αλλάξουν. Και ότι δεν είναι ταινία του Ντίσνεϋ η ζωή.

Ο Ντίσνεϋ, όμως, γράφει τον επίλογο

Ίσως να είναι και λίγο ταινία του Ντίσνεϋ, τελικά. Μήπως η μαμά, κορίτσια μου (που μεγαλώσατε με τον Ντίσνεϋ), να μην ήταν τελικά και τόσο λουζέρι; Ο επίλογος γράφεται (πάντα) στη γλώσσα των νικητών. Υπάρχουν ήρωες και ήρωες, πολιτικοί και πολιτικοί, γιατροί και γιατροί. Πολλά, τα πάντα σχεδόν, μένουν να αποδειχτούν – η νίκη του Κυμπουρόπουλου, ας πούμε, θα ήταν ασφαλώς λάθος να ερμηνευθεί ως στενά νεοδημοκρατική. Ας θεωρήσουμε ότι είναι μια παρακαταθήκη στην οποία το κόμμα του νέου Ευρωβουλευτή μπορεί πρωτίστως να επενδύσει, ολόκληρος όμως ο πολιτικός βίος της χώρας μπορεί να ωφεληθεί από αυτήν. Ας δούμε το λεξιλόγιο, από το οποίο ξεκινήσαμε: ένα πιθανό λεξιλόγιο των πιθανών νικητών. Όχι όλων. Κάποιων από αυτούς.

Απάντησε ο Κυμπουρόπουλος όταν ρωτήθηκε τι έχει να πει για τον Πολάκη, ως εξής: «Περασμένα, ξεχασμένα». Και ο υποψήφιος με τη ΝΔ στον νομό Ευβοίας Σπύρος Πνευματικός, ένας κορυφαίος νοσοκομειακός γιατρός με απίστευτο βιογραφικό, λέει για τον Πολάκη: «Ο Παύλος είναι αυθεντικός. Ειλικρινής. Δεν λέει πράγματα που τον βάζουν άλλοι να πει. Εκφράζει τη δική του αλήθεια. Και αυτό το σέβομαι όσο και αν διαφωνώ με τις απόψεις του».

Ακούω και πάλι τη σκόνη να σκεπάζει ήρεμα, αθόρυβα, τις πολεμοχαρείς ιαχές. Δεν καταθέτω το κείμενο αυτό ως εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά για να μη σβηστούν από τη μνήμη μου συνειρμοί που ίσως έχουν κάποια αξία για όσους, στο μέλλον, θα προβληματιστούν. Σίγουρα δεν ταιριάζουν πάντα τα σκληρά δεδομένα, οι «αριθμοί», με την εικόνα που μοιάζει ισχυρή. Εν προκειμένω, θυμίζω και πάλι: Σημίτης, ο μακροβιότερος πρωθυπουργός. Κυμπουρόπουλος, ο πρώτος των πρώτων σε ψήφους. Κάπως σαν Ντίσνεϋ, ίσως όμως στις πιο σύγχρονες εκδοχές του. Στην εποχή των παιδιών μου.

[1] Λέω στα κορίτσια μου, που μεγαλώσανε με τον Ντίσνεϋ.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/2JrQuTf
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου