Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Ναζιστικοί χαιρετισμοί και χαβιάρια στο Οτέλ Τοκατλιάν

383_001

Έγκλημα στην Πόλη #25 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40

—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—

Ο Σεβκέτ ήταν σπουδαγμένος άνθρωπος. Αρχιτέκτονας το επάγγελμα, τότε που δεν ήταν δα και πολύ σύνηθες να είσαι αρχιτέκτονας. Λίγοι οι τυχεροί την εποχή εκείνη που είχαν τη δυνατότητα να φοιτήσουν στην Αρχιτεκτονική Σχολή της Ιστανμπούλ. Από οικογένεια γιατρών προερχόταν, αλλά κατάφερε και ξέφυγε και πήγε στην αρχιτεκτονική που ήθελε από μικρός, χωρίς μάλιστα πολλές αντιρρήσεις από τους δικούς του. Κυρίως τον γιατρό πατέρα του και τον γιατρό θείο του.

Στο Παρίσι σπουδαγμένοι αυτοί, καριέρα πετυχημένη έκαναν και οι δύο στην Άγκυρα όπου εγκαταστάθηκαν όταν έγινε πρωτεύουσα, ως γνήσιοι υποστηρικτές του Ατατούρκ και της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας. Εκεί μεγάλωσε και ο Σεβκέτ, καλομεγάλωσε δηλαδή παρέα με τους άλλους γόνους των πλούσιων αστών που εμφανίστηκαν δειλά στην αρχή, αλλά με όλο και μεγαλύτερη ζέση προσπάθησαν να εγκαθιδρύσουν με τη δράση, τη ζωή τους, το δικό τους ζωντανό παράδειγμα, την ανερχόμενη δυτικόστροφη τουρκική αστική τάξη.

Στην Ιστανμπούλ όμως ήθελε ο Σεβκέτ να σπουδάσει και να ζήσει. Αποδεκτό κι αυτό από την οικογένειά του που τον στήριξε ανεπιφύλαχτα οικονομικά και ηθικά για να φέρει εις πέρας το στόχο του. Σχεδόν τριαντάρης όταν ξέσπασε ο κακός ο πόλεμος στην Ευρώπη, είχε αρχίσει την καριέρα του σε δύσκολους ομολογουμένως καιρούς. Ουδέτερη βέβαια στον πόλεμο η Τουρκία, κανείς όμως δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι ουδέτερη θα έμενε έως το τέλος. Κυρίως, κανείς που δεν είχε μια εις βάθος γνώση της τουρκικής πολιτικής δεξιοτεχνίας, ώστε να μπορεί να προβλέψει τη στροφή της Τουρκίας προς τους Συμμάχους  στο παρά πέντε, όταν η έκβαση πια του πολέμου θα είχε ήδη κριθεί. Οι οικοδομές βέβαια και σε ιδιωτικό και σε κρατικό επίπεδο είχαν σχεδόν σταματήσει.

Η οικονομική κρίση λόγω πολέμου δεν άφησε ανέγγιχτη και την Τουρκία. Επομένως εθίγη ως ήταν αναμενόμενο και η καριέρα του Σεβκέτ. Αναγκάστηκε να συνεργαστεί με εργολάβο που είχε εντρυφήσει στο πώς να μυρίζεται τις ύποπτες κερδοφόρες δουλειές. Κάτι καταπατήσεις οικοπέδων, κάτι κατεδαφίσεις και οικειοποιήσεις αδέσποτων οικημάτων, κάτι υποσχέσεις σε ανίδεους επαρχιώτες μαυραγορίτες που έψαχναν τρόπο να επενδύσουν τα παράνομα κέρδη τους, κάτι λαδώματα των αρμοδίων δημοσίων υπαλλήλων να κάνουν τα στραβά μάτια σε κακοτεχνίες, προχειρότητες και παρατυπίες και κάτι «μαζί θα γίνουμε πλούσιοι και μετά τον πόλεμο θα χτίσουμε όλη την πόλη ξανά από την αρχή» που του έλεγε, πείστηκε ο Σεβκέτ ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να βασιστεί στις πρωτοβουλίες του εργολάβου Φερήτ Καράκουρτ. Ο ίδιος στην ουσία την υπογραφή του αρχιτέκτονα πουλούσε, από αυτήν κέρδιζε.

Πραγματικά, παρ’ όλη την οικονομική κρίση εκείνον τον βαρύ χειμώνα του 1943, ο Σεβκέτ και ο Φερήτ, δυο καλοί φίλοι πια, ζούσαν σχεδόν μέσα στη χλιδή. Και αυτή η χλιδή, για τον Σεβκέτ ειδικά, είχε και χλιδάτο όνομα, που όλοι οι κάτοικοι της Πόλης το γνώριζαν καλά: «Οτέλ Τοκατλιάν». Το ξενοδοχείο-μύθος. Το ξενοδοχείο που ανταγωνιζόταν το μεγαλείο του έτερου θρυλικού ξενοδοχείου «Πέρα Παλάς».

Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το 1805 ο Αρμένιος Κρικόρ Αμιρά Κεβορκιάν αγοράζει 600 τ.μ. στο Πέρα όπου φτιάχνει εκκλησία, σπίτια και μαγαζιά για την Αρμενική κοινότητα. Το 1870 στη μεγάλη πυρκαγιά του Πέρα καίγονται όλα. Η Εφορία της Αρμενικής εκκλησίας, ιδιοκτήτρια πια της έκτασης, αποφασίζει να δοθεί το κομμάτι του οικοπέδου που βλέπει στην Μεγάλη Οδό για την ανέγερση πολυτελούς θεάτρου. Το 1884 αρχίζει να λειτουργεί το θέατρο και δίπλα το Cafe Restaurant de Paris που με τη δική του πολυτέλεια προσφέρει τα καλύτερα εδέσματα στους γοητευμένους από το θεατρικό έργο θεατές. Νέα πυρκαγιά το 1892 καταστρέφει θέατρο και εστιατόριο.

Το 1893, ο Αρμένιος Μιγκιρντίτς Τοκατλιάν, που κατάγεται από την πόλη Τόκατ, εξ ού και το επώνυμο του, και έχει δικό του εστιατόριο στην Κλειστή Αγορά, στο Καπαλί Τσαρσί, νοικιάζει μακροχρόνια την έκταση με στόχο να φτιάξει και στο Πέρα ένα εστιατόριο. Την 1η Ιανουαρίου του 1895 γίνονται τα εγκαίνια του Cafe Restaurant Splendide και το όνομα Τοκατλιάν γράφεται με χρυσά γράμματα στην ιστορία του Πέρα. Το 1909 ο Τοκατλιάν εφέντη, αφού έχει έρθει σε οικονομική συμφωνία με την Εφορία της Αρμενικής εκκλησίας, ολοκληρώνει το όνειρό του: το μεγαλοπρεπές κτίριο του ξενοδοχείου, έργο του Γάλλου αρχιτέκτονα Alexandre Vallaury με τα 160 δωμάτια του, τα υπερπολυτελή τεράστια σαλόνια του, τον εντυπωσιακό διάκοσμό του, την γαλλική του επίπλωση, το ευρωπαϊκό του εστιατόριο, τραβάει τον κόσμο σαν τις μύγες. Η υψηλή κοινωνία της Πόλης μπαινοβγαίνει στο ξενοδοχείο Τοκατλιάν σαν στο σπίτι της, χοροί, πάσης φύσεως δεξιώσεις, μουσικά απογεύματα, φιλανθρωπικά τσάγια, ρεβεγιόν συγκεντρώνουν το enfant gate των κοσμικών αστών. Η Τζόζεφιν Μπέικερ, ο Λέων Τρότσκυ και πολλοί άλλοι ξένοι διάσημοι* κυκλοφορούν με την ίδια άνεση ανάμεσα σε διπλωμάτες, ξένους επιχειρηματίες και καλλιτέχνες, με την οποία κυκλοφορούν στα σαλόνια και στους διαδρόμους του ξενοδοχείου Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι αστοί και μεγαλοαστοί της Πόλης. Ο Ατατούρκ είναι μεγάλος θαυμαστής του ξενοδοχείου, οργανώνει τα δείπνα του ή τα φημισμένα του απογευματινά τσάγια με χίλιες μύριες λιχουδιές, στις αίθουσες του και διαμένει συχνά στο πολυτελέστερο δωμάτιο του ξενοδοχείου.

Την εποχή του Δεύτερου πολέμου, η διαχείριση του ξενοδοχείου Τοκατλιάν βρίσκεται στα χέρια του Μέντοβιτς, συζύγου της θετής κόρης του Τοκατλιάν, ο οποίος τίθεται φανερά υπέρ της Γερμανίας και φιλοξενεί στο ξενοδοχείο πληθώρα Γερμανών. Στρατιωτικοί αλλά και πολίτες Ναζί που επισκέπτονται για σκοτεινούς, οι περισσότεροι, λόγους την πόλη των πόλεων κάνουν σχεδόν κατάληψη του ξενοδοχείου. Οι μόνοι που σταματούν εντελώς τις επισκέψεις τους στο Τοκατλιάν είναι οι Εβραίοι της Πόλης. Οι υπόλοιποι συνήθεις επισκέπτες, Τούρκοι, Ρωμιοί και λοιποί δεν δείχνουν να ενοχλούνται από την παρουσία των Γερμανών. Ναζιστικοί χαιρετισμοί παίρνουν και δίνουν στους κοινούς χώρους του ξενοδοχείου και ο θόρυβος από τον χτύπο των τακουνιών φτάνει και στα πιο απομακρυσμένα δωμάτια.

Την εποχή αυτή λοιπόν ο Σεβκέτ, έχοντας κάνει ήδη ένα γερό κομπόδεμα, εγκαθίσταται στο Τοκατλιάν Οτέλ· οι φήμες λένε ότι η μεγάλη του συμπάθεια για τους Γερμανούς τον οδήγησε σε κάποιες ύποπτες συναλλαγές μαζί τους και σε κάποιες δουλειές, από αυτές που μπαίνουν σε εισαγωγικά, με τον Μέντοβιτς, για να μπορεί να απολαμβάνει τη μόνιμη φιλοξενία του στο ξενοδοχείο. Τα βράδια πίνει το ποτό του σε κάποιο από τα σαλόνια και γεύεται τα φανταχτερά και πλούσια φαγητά του πολυτελούς εστιατορίου, παρ’ όλη την έλλειψη βασικών ειδών τροφίμων στην αγορά. Η σχέση του με τον Φερήτ δεν βρίσκεται στο καλύτερό της σημείο. Ο εργολάβος, συνηθισμένος με τις ημιπαράνομες δουλειές, είναι βουτηγμένος μέχρι τα αυτιά σε ύποπτες υποθέσεις, εκβιασμούς και χρηματισμούς για να προχωρήσουν οι αμφίβολης ποιότητας και νομιμότητας οικοδομές του. Όμως με τους Γερμανούς δεν θέλει να έχει καμία σχέση. Τους σιχαίνεται και δεν το κρύβει. Όποτε τύχει να συζητήσουν με τον Σεβκέτ για τον πόλεμο πάντοτε τσακώνονται. Ο Φερήτ επιθυμεί τη νίκη των Συμμάχων ενώ ο Σεβκέτ τη νίκη των δυνάμεων του Άξονα.

Η διαφωνία τους αυτή δεν άργησε να πάρει μεγάλες διαστάσεις. Ο εργολάβος υποψιάζεται ότι βρώμικες δουλειές και ύποπτα αλισβερίσια με τους Γερμανούς έχει ο μέχρι πρότινος φίλος του αρχιτέκτονας. Αποφασίζει να μεθοδεύσει τη σταδιακή του απομάκρυνση από τις κοινές δουλειές με τον Σεβκέτ, γιατί το τέλος του πολέμου έχει αρχίσει να αχνοφαίνεται και δεν θέλει να βρεθεί μπλεγμένο το όνομά του με τους ηττημένους που έτσι κι αλλιώς μισεί θανάσιμα. Η αφορμή για την τελική διακοπή των σχέσεων τους του δόθηκε όταν ύστερα από κάποια σχετική πάλι συζήτηση ο γερμανόφιλος Σεβκέτ του είπε με θρασύ και επιθετικό ύφος: «Μήπως τελικά είσαι και εσύ πρώην Εβραίος και αντιπαθείς τόσο πολύ τους Γερμανούς, μήπως προέρχεσαι από οικογένεια ντονμέδων, από τους Εβραίους εκείνους που έγιναν μουσουλμάνοι πριν από κάτι λίγους αιώνες;» Ο Φερήτ δεν άντεξε, όχι και να τον αποκαλέσει κρυπτοεβραίο! Αυτό πήγαινε πολύ. Του δήλωσε ότι από εκείνη τη στιγμή σταματάει κάθε επικοινωνία και συνεργασία μαζί του και ότι δεν ήθελε να τον ξαναδεί στη ζωή του.

Ο Σεβκέτ ενοχλήθηκε, φουρκίστηκε, δεν τον ένοιαζε η φιλία του με τον Φερήτ, τον ένοιαζε ότι αυτή η πηγή που είχε λόγω Φερήτ να βγάζει χρήματα, πια στέρεψε. Τώρα άρχιζαν τα δύσκολα για αυτόν. Πίστευε ότι η συνεργασία μαζί του τού εξασφάλιζε μακροχρόνια ευημερία που θα συνεχιζόταν και μετά τον πόλεμο και ξαφνικά βρέθηκε χωρίς μέλλον, βουτηγμένος στα βρωμόνερα του πολέμου λόγω της συνεργασίας του με τους Γερμανούς. Διότι συναίσθηση είχε ο Σεβκέτ ότι μπορεί τώρα χαβιάρια να έτρωγε μαζί τους στα κομψά πιάτα με τη χρυσή μπορντούρα και να τσούγκριζαν τα κρυστάλλινα ποτήρια Βοημίας με τις καλύτερες σαμπάνιες να ξεχειλίζουν, αλλά δεν θα έτρωγε πάντα δίπλα τους με τα ασημένια μαχαιροπίρουνα με το έμβλημα του Τοκατλιάν να δεσπόζει στη λαβή.

Αυτά και άλλα πολλά παρόμοια είχε στο μυαλό του όταν είδε τον Φερήτ να τρώει και να πίνει χαρούμενος και ανέμελος με τη νεαρή τραγουδίστρια Μελαχάτ που σαν αηδόνι έκλεβε τις καρδιές των πελατών όταν τραγουδούσε στο βραδινό κέντρο «Ιστανμπούλ». Στο εστιατόριο του Τοκατλιάν έτρωγε το ζευγάρι, αμέριμνο για το τι θα ακολουθήσει. Μόλις τους είδε ο Σεβκέτ πήγε στο διπλανό σαλόνι του ξενοδοχείου και ζήτησε ένα ουίσκυ. Το ήπιε μονορούφι με μια ανάσα και γύρισε στο εστιατόριο. Έβγαλε το περίστροφό του και πυροβόλησε τρεις φορές στο κεφάλι τον Φερήτ. Στη συνέχεια πήγε, χωρίς να βιάζεται καθόλου, στο έτερο σαλόνι του ξενοδοχείου ζήτησε άλλο ένα ουίσκυ και πίνοντάς το αργά αργά περίμενε την αστυνομία. Όταν ρωτήθηκε για την αιτία της πράξης του δήλωσε ότι οδηγήθηκε στο έγκλημα από ερωτική αντιζηλία. Ενώ ήξερε πολύ καλά ότι ποτέ δεν θα θυσίαζε έναν φίλο του, έναν άλλον άντρα, για μια γυναίκα, πόσο μάλλον για μια γυναίκα περαστική, ασήμαντη και αδιάφορη όπως η νεαρή τραγουδίστρια. Ο μισογυνισμός του Σεβκέτ ήταν ένα μυστικό που κράτησε επτασφράγιστο, ολότελα μακριά από τους άλλους ολόκληρη τη ζωή του.

* Πελάτης του «Οτέλ Τοκατλιάν» υπήρξε και ο Ηρακλής Πουαρό, ο ήρωας της Άγκαθα Κρίστι (Φόνος στο Οριάν Εξπρές, 1934).

* * *

Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Έγκλημα στην Πόλη

Το dim/art στο facebook

follow-twitter-16u8jt2 αντίγραφο




from dimart http://ift.tt/21hFZmX
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου