Μόδα ήταν και πέρασε: η πολιτικοποίηση στα χρόνια της Αγανάκτησης
—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα—
Ατενίζοντας καμιά φορά τη σχετική σιγή που επικρατεί εσχάτως περί τα πολιτικά, μπορεί κανείς να νιώσει πραγματικά μπερδεμένος: σαν να έχεις χάσει επεισόδια, σαν να έγινε ένα χωροχρονικό άλμα και ξαφνικά να βρεθήκαμε ως κοινωνία σε ένα παραδιπλανό σύμπαν, όπου, ενώ εξακολουθούν να συμβαίνουν (και να μας συμβαίνουν) σημεία και τέρατα, δεν κουνιέται φύλλο. Ούτε η Αθήνα καίγεται (ευτυχώς), ούτε άγριοι διαξιφισμοί διεξάγονται μεταξύ στρατοπέδων, ούτε καν οργανωμένες διαμαρτυρίες για τίποτα. Τι έγινε; Πού πήγε εκείνη η ένταση των τελευταίων πέντε χρόνων, ο ζήλος περί τα πολιτικά; Μην ήταν όλο αυτό –Θεός φυλάξοι– μόδα;
Εντάξει, η φύση απεχθάνεται το κενό – και η ελληνική κοινωνία την κανονικότητα. Και τα πέντε τελευταία χρόνια μόνο κανονικά δεν ήταν. Ιδίως σε συνάρτηση με την επέλαση της γκλαμουριάς κατά τα 15-20 που είχαν προηγηθεί αυτών. Γιατί, εδώ που τα λέμε, κι εκείνα κανονικά ήταν; Η εποχή του lifestyle κατέρρευσε μέσα στον εαυτό της, μόλις τελείωσαν τα καύσιμα – το φτηνό χρήμα. Το ίδιο μοιάζει να έχει συμβεί και τώρα, απλώς το καύσιμο ήταν διαφορετικό.
Ήταν, λοιπόν, μόδα;
Αν δεχτούμε ότι η μόδα ενέχει εξ ορισμού την παράμετρο του εφήμερου, ήδη αυτό είναι ένα ανησυχητικό καμπανάκι για το φαινόμενο της περιόδου 2010-15. Έπειτα, ας το δούμε και αλλιώς: μόδα είναι μια δραστηριότητα, μια ιδέα, οτιδήποτε που για ένα διάστημα εκφεύγει από τα όρια μιας συγκεκριμένης ομάδας, ενός κλειστού κύκλου «ειδικών», ας πούμε και διαχέεται σε μαζική κλίμακα. Επιστρέφοντας λίγο στην αμαρτωλή εποχή του lifestyle, θα λέγαμε ότι η ελληνική κοινωνία αποφάσισε εξαίφνης πως θέλει μερίδιο στην «καλή ζωή», αυτήν που στις ελληνικές ταινίες εκπροσωπούσαν οι «βιομήχανοι» και τα βλαστάρια τους (που, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, σχεδόν πάντα λέγονταν Τζένη -με παχύ Τζ- ή Ντίμης). Ήταν η σκηνή με τη Βουγιουκλάκη που παραγγέλνει στον κυρ-Στέφανο, αλλά στο διηνεκές. Όλοι τσίμπησαν με την ψευδαίσθηση. Εξάλλου, λεφτά υπήρχαν. (Και, παρεμπιπτόντως, η ρόκα-παρμεζάνα είναι έξοχη σαλάτα, και είναι χάρμα που την ανακαλύψαμε, κι αυτήν και πολλά άλλα.)
Γύρω από τη νέα τρέλα της «καλής ζωής» γεννήθηκε και το σχετικό υποστηρικτικό δίκτυο: τα περιοδικά, οι εκπομπές, τα τραπεζικά προϊόντα. Ένα ολόκληρο σύστημα που υποστήριζε και τροφοδοτούσε τη μόδα και τον εαυτό του. Υποστήριζε, τροφοδοτούσε και υπαγόρευε. Κάτι σαν οδηγίες χρήσης. Αλλά κυρίως, επικράτησε αυτή η διαρκής ενασχόληση (το lifestyle –κάθε lifetyle– είναι full time job). Η έγνοια. Το ίδιο διάστημα, η πολιτική… Ποια πολιτική; Εδώ και δεκαετίες, η χώρα ήταν πολιτικά στον αυτόματο πιλότο. Η φράση «Α, εγώ με τα πολιτικά δεν ασχολούμαι» λεγόταν με καμάρι και σχεδόν εν είδει προτροπής από τα πρόσωπα της τότε επικαιρότητας (κανένας σταρ δεν διανοήθηκε ποτέ να τοποθετηθεί πολιτικά σε τίποτα.) Ο δικομματισμός έπαιζε τις κουμπάρες. Για την ακρίβεια, ήταν οι κουμπάρες –και οι κουμπάροι– αυτοπροσώπως.
Και μετά; Ε, μια ωραία πρωία, έπαψε να είναι η Μύκονος το πιο hot νησί και τη θέση της πήρε το Καστελόριζο. Αντί για το στριγκό «Περνάμε τέεεεεελεια εδώωωωω» των ρεπορτάζ από τα μπητσόμπαρα, απλώθηκε η βλοσυρή κραυγή «Είναι όλα φρικτά παντού». Η πλατεία Συντάγματος έγινε ΤΟ στέκι, για όσους εξαίφνης ανακάλυψαν ότι οι «ειδικοί», το πολιτικό προσωπικό που εκλεγόταν επί χρόνια και διαχειριζόταν τα πράγματα ήταν κλέφτες, ψεύτες και ανίκανοι. Και τότε, ο κόσμος αποφάσισε να μπει ενεργά στο παιχνίδι της πολιτικής: να πάρει ένα κομμάτι από αυτό που μέχρι τότε περιοριζόταν σε μια συγκεκριμένη ομάδα. Η Άμεση Δημοκρατία άγγιξε κάμποσες ξεκούρδιστες χορδές. Ακόμα και οι «αγαπημένοι καλλιτέχνες» είχαν κάτι να πουν «για την κατάσταση».
Οι εκλογές από το ’10 και δώθε, με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, της Χρυσής Αυγής και των ΑΝΕΛ δείχνουν ακριβώς αυτή τη ροπή προς χώρους, θεωρητικά τουλάχιστον, άθικτους ηθικά («τουλάχιστον αυτοί δεν έχουν κλέψει!») αλλά και πιο ανοιχτούς στο κοινό («Ανοίξαμε και σας περιμένουμε».)
Σχεδόν αυτόματα λειτούργησε και εδώ ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης: όχι μόνο πλήθυναν τα πολιτικά (και κυρίως τα συνωμοσιολογικού τύπου) περιοδικά, αλλά ξεφύτρωσαν και αναρίθμητα σάιτ, μπλογκ κ.λπ., ενώ τα ήδη υπάρχοντα από πιο παλιά (που τα διάβαζαν οι λίγοι, σχετικά, πολιτικοποιημένοι του παρελθόντος) ανέβασαν την αναγνωσιμότητά τους κατακόρυφα, τροφοδοτώντας και πάλι τις συζητήσεις (εντός ή εκτός εισαγωγικών) και παρέχοντας «οδηγίες προς πολιτικά ευαισθητοποιημένους». Ταυτόχρονα, τα social media έγιναν μια τεράστια αρένα διαρκούς αντιπαράθεσης – ή μάλλον, σφαγής.
[Τελευταία, αποκτήσαμε ακόμα και ένα είδος dress code της νέας πολιτικής μόδας. Μια νέα «στολή πολιτικού», που δεν υπάρχει καθεαυτήν αλλά μόνον ως άρνηση της προηγούμενης. Σαν το αρνητικό της ίδιας φωτογραφίας.]
Έτσι περάσαμε πέντε χρόνια. Πολιτικολογώντας ακαταπαύστως. Στο μεταξύ, η πολιτική ήταν αλλού — όπως αλλού ήταν η ζωή, συγκεκριμένα και οι δύο ήταν εκεί όπου δεν ήταν η Ζωή. Είχαμε, βέβαια, και αμέτρητες αφορμές: ένα πελώριο σούπερ μάρκετ εκλογικών αναμετρήσεων (εφτά τον αριθμό), με αποκορύφωμα (ή ίσως, σημείο ναδίρ) το Δημοψήφισμα. Μπήκαμε στον ρόλο του πολιτικού (άγριου) ζώου με τον ίδιο ζήλο που είχαμε ενδυθεί και το καλοραμμένο κοστούμι του σχεδόν πλουσίου. Υποστηρίξαμε πρόσωπα της μόδας που κάποια μέρα η ανάμνησή τους θα είναι τόσο ντροπιαστική όσο το κούρεμα-λασπωτήρας. Τσακωθήκαμε, διαλυθήκαμε, μισηθήκαμε, λες και αυτό είναι η πολιτική.
Και μετά;
Νομίζω πως οι τελευταίες εκλογές του Σεπτεμβρίου έγιναν η καρφίτσα που τρύπησε το μπαλόνι. Κανένα μπαμ δεν ακούστηκε, μόνο ένα θλιβερό σφύριγμα καθώς ξεφούσκωνε, και μετά – σιγή. Η μόδα κατέρρευσε. Και την κατάρρευση την επέφεραν ακριβώς εκείνοι που τη δημιούργησαν κατ’ αρχήν: οι «εναλλακτικοί»: οι ψηφοφόροι της ΧΑ, που δεν ίδρωσε καθόλου το αυτί τους με τις συλλήψεις και τη δημοσιοποίηση της εγκληματικής δράσης του κόμματος, οι αλλοπαρμένοι ΑΝΕΛ και κυρίως οι νεόκοποι και μη «αριστεροί», που αφού πέρασαν το ψυχόδραμά τους, αφού θρήνησαν δεόντως τα προδομένα τους ιδανικά μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, έσπευσαν να ξαναψηφίσουν ακριβώς τα ίδια, αναιρώντας έτσι τον πραγματικό ρόλο του ενεργού πολίτη: την έννοια της πολιτικής λογοδοσίας για τα ψέματα, για τη χειραγώγηση και την αποδεδειγμένη αβελτηρία· βάζοντας απλώς, ξανά, τη χώρα στον αυτόματο πιλότο.
Που κι αυτός, εδώ που τα λέμε, σαν λίγο ανησυχητικά να σφυρίζει…
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: σκηνή από την ταινία «Μια απίθανη πτήση» («Airplane!», 1980)
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Παροράματα και ημαρτημένα
from dimart http://ift.tt/1SaZzNg
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου