Η Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού και η Μαρία Τοπάλη διαβάζουν βιβλία για παιδιά και τα συζητούν μεταξύ τους — γραπτά. Κάθε Τρίτη!
Ζωρζ Σαρή, Ο θησαυρός της Βαγίας (graphic novel)
Εικονογράφηση, σενάριο: Kanellos Cob
Επιμέλεια: Γιώργος Γούσης
Εκδόσεις Πατάκη, 2022
Η Νίκη στη Μαρία:
Είχα διαβάσει τον Θησαυρό της Βαγίας πολύ μικρούλα. Ήταν από τα πρώτα «μεγάλα» βιβλία που με θυμάμαι να διαβάζω – ίσως μάλιστα να ήταν και αυτό που πιάνοντάς το στα χέρια μου ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με το πολυτονικό της παλιάς έκδοσης και αναρωτήθηκα πώς άραγε να διαβάζονται αυτά τα σημαδάκια πάνω από τα γράμματα. Δεν το ξαναδιάβασα από τότε, θυμόμουν την ιστορία με τον τρόπο που θυμάσαι μια εντυπωσιακή ιστορία που σου έχουν διηγηθεί. Και είναι μια ιστορία πολύ τολμηρή για μικρά παιδιά, ιδίως την εποχή που γράφεται, που οι πρωτογενείς μνήμες είναι ακόμα ζωντανές, αφού βρίσκονται στη ζωή οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιστορία είναι μια πρόκληση για τα παιδιά να αναζητήσουν ενεργά και μόνα τους το (τραυματικό) παρελθόν.
Διάβασα τώρα τη μεταφορά του βιβλίου της Ζωρζ Σαρή σε graphic novel από τον Κανέλλο Μπίτσικα (Kanellos Cob) και ενώ κάτι απροσδιόριστο δεν μου ταίριαζε, ασυναίσθητα άρχισα να κλαίω. Είναι που θυμήθηκα αυτή την εμπειρία της πρώτης ανάγνωσης του βιβλίου. Την αγωνία για τις κρυμμένες λίρες. Το στραμπουληγμένο πόδι της Σόφης. Την απορία μου για τη δουλειά του ψυχιάτρου. Τη χαρά μου όταν ξαναβρήκα αργότερα τα ίδια παιδιά στο Ψέμα. Δεν ξέρω πώς θα ένιωθα για αυτή την ιστορία αν δεν είχα την προηγούμενη εμπειρία και αν την διάβαζα πρώτη φορά στη διασκευή της. Δεν ξέρω αν θα τη θυμόμουν με την ίδια ένταση, αν θα με έκανε να σκεφτώ τον ρόλο του Γερμανού κατακτητή, την έννοια των τύψεων, της συγχώρεσης… Και αν θα τη σκεφτόμουν τόσα χρόνια μετά. Αυτό όμως θα μπορούν να το απαντήσουν οι καινούργιες αναγνώστριες του βιβλίου ή του graphic novel ή και των δύο. Ο Kanellos Cob έκανε μια πολύ καλή δουλειά, έφτιαξε με επιμέλεια τις μορφές και τους διαλόγους, τα κινηματογραφικά τοπία της Αίγινας. Αυτό που μου λείπει εμένα είναι μάλλον επηρεασμένο από τη νοσταλγία.
Η Μαρία στη Νίκη:
Εγώ, βέβαια, «ξαναβρέθηκα» στη Βαγία όταν το ξαναδιάβασαν οι κόρες μου. Και όταν, κατόπιν, πήγαμε στην Αίγινα, η μία από αυτές ήθελε οπωσδήποτε να πάμε στη Βαγία. Αλλά στην πραγματικότητα ήμουν εγώ αυτή που πρώτη απ’ όλες ήθελε να αναζητήσει στη Βαγία την ανάμνηση του βιβλίου. Όπως αναζήτησα στου Ζόναρ’ς, όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, τη σοκολατίνα που κερνά τη Ζωή ο αεροπόρος, στο Όταν ο ήλιος. Έτσι πάει. Ο κόσμος, ιδίως ο παλιός, είναι γραμμένος μέσα μας σαν βιβλίο, βγαλμένος από βιβλία. Συμφωνώ ότι ήταν πολύ προχωρημένο το συγκεκριμένο βιβλίο για την εποχή του. Αλλά μήπως και για την εποχή μας δεν είναι βιβλίο SOS, τώρα που γίνεται τόση συζήτηση για την «κουλτούρα της μνήμης», και για την ψυχοθεραπεία, και για τη συμφιλίωση;
Στην αρχή το έχασα λίγο με το graphic novel. Αισθανόμουν ότι απλώνει και απλώνει και απλώνει τον τραχανά, και αναρωτιόμουν πότε και πώς θα τον μαζέψει. Και μετά – τσακ!- όπως ακριβώς έδεσε η αρχικά ασύνδετη και ασυντόνιστη καλοκαιρινή παρέα των παιδιών, και όπως τους τύλιξε στην καλοκαιρινή μαγεία της η Αίγινα, και τους ρούφηξε στη δίνη της η μεγάλη Ιστορία και η μικρο-ιστορία του Θησαυρού, συντονίστηκαν όλα. Αισθάνθηκα να βυθίζομαι στο καλοκαίρι, στις καταπληκτικές μωβ και πορτοκαλί αποχρώσεις των σελίδων. Όταν στραμπούληξε το πόδι της η Σόφη σχεδόν πονούσε ο αστράγαλός μου. Ένα περίεργο πράγμα, πόσο καθαρά τους άκουγα, μέσα σε μια στιγμή, να μιλάνε μέσα στο αυτί μου. Οι γονείς, που ξεγελασμένοι αφήνουν πίσω τα παιδιά και φεύγουν για την αποτυχημένη ημερήσια εκδρομή τους, η Αφαία, που είναι όνομα-ξόρκι. Ξέρω γιατί παθιάστηκε τόσο η μικρή μου με το βιβλίο: γιατί έχουμε ελάχιστα ελληνικά βιβλία με πραγματική περιπέτεια και μαγεία. Και ποτέ τα τοπωνύμια δεν εμπλέκονται με τόση επιτυχία στη γοητεία της πλοκής. Είναι σπάνιο, σχεδόν μοναδικό, να επισκεπτόμαστε ένα μέρος οικογενειακώς και να μπορούμε να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας ένα τοπωνύμιο από τα παιδικά αναγνώσματα. Πιο οικεία μας είναι η λονδρέζικη αποβάθρα 9 και 3/4 από το Χάρυ Πότερ, παρά οποιοδήποτε μέρος στην Ελλάδα. Ευτυχώς που υπάρχει η Βαγία, δηλαδή, και μπαίνει και ο τόπος μας λίγο στο παραμύθι. Και κάπως έτσι, απόλαυσα τις σελίδες σαν τηγανητό ψαράκι και σαν θάλασσα στην Αίγινα, και ανυπομονώ τώρα να το ξαναδιαβάσω. Περιμένω οπωσδήποτε και το Ψέμα σε graphic novel. Και, ωπ, βλέπω ότι έχει κάνει ΚΑΙ τους Ονειροφύλακες της Δαρλάση. Νίκη, έχουμε δουλειά!
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις ευ-πο / λυ-πο
from dimart https://ift.tt/91yTP4C
via IFTTT