Το «χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία», μπορεί όμως να κατασκευάσει μια επιθυμητή πραγματικότητα. Η φράση αυτή, που ηχεί σαν «διαφημιστικό» για την προώθηση προϊόντος, συνοψίζει και τη φιλοσοφία της εταιρείας «Οικογενειακή Ευτυχία Α.Ε.» («Family Romance»). Ο τίτλος της εταιρείας είναι και ο τίτλος της τελευταίας ταινίας του Βέρνερ Χέρτζογκ, που προβλήθηκε πρόσφατα στο Διεθνές Φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας». Ο ακαταπόνητος 77χρονος Γερμανός σκηνοθέτης κινήθηκε μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, για να καταγράψει, με την απόσταση ψύχραιμου παρατηρητή, ένα γεγονός μεταμορφωτικό και δύσκολο για τις σημερινές κοινωνίες. Στο Τόκιο εδρεύει η «Family Romance» που σκοπό έχει να αναπληρώνει κενά ζωής για τους πελάτες της. Εδώ και μια 10ετία περίπου, 800 ηθοποιοί, όλων των ηλικιών, αναλαμβάνουν τον ρόλο του υποκατάστατου για οποιαδήποτε, σχεδόν, πιθανή συνθήκη. Από ενοικίαση οικογενειακών μελών που δεν υπάρχουν ή απεβίωσαν (μπαμπάς, μαμά, παιδιά κ.ο.κ.) έως φίλους, followers, κοινό, την αναβίωση μιας σημαντικής μέρας για τη ζωή του πελάτη που θέλει να ξανανιώσει ευφορικά συναισθήματα κ.ο.κ.
Στην αρχή, τίποτα δεν είναι εύκολο. Μπόλικη αμηχανία που υποχωρεί σιγά σιγά, μιας και ο αιτών βοήθεια έχει ανάγκη την αυταπάτη. Στην πρώτη σκηνή, στο γεμάτο από ανθισμένες κερασιές πάρκο Γιογιόγκι, η 12χρονη Μαχίρο Τανιμότο θα συναντήσει τον «νοικιασμένο» μπαμπά της για πρώτη φορά. «Μου μοιάζεις», θα της πει. Η Μαχίρο ούτε του μιλάει ούτε τον κοιτάζει… Καθώς, όμως, οι μέρες περνούν τον εμπιστεύεται, του εξομολογείται μυστικά, πάνε βαρκάδα, βγάζουν σέλφι… Κάθε τόσο ο ηθοποιός-πατέρας ενημερώνει την ευκατάστατη μητέρα (μονογονεϊκή οικογένεια). Της δίνει πληροφορίες για την κόρη της, περιγράφει τις αντιδράσεις της, ρωτάει όσο περισσότερα μπορεί για τον άντρα που υποδύεται: πώς ντυνόταν, τι προτιμήσεις είχε, αν είχε κάποιο τικ… Όμως δεν θέλει –ή δεν επιτρέπεται– να είναι καρικατούρα του. Πρέπει να θυμίζει τον μπαμπά αλλά και να μη του μοιάζει. Βασική αρχή της εταιρείας: «δεν επιτρέπεται να αγαπάμε ούτε να μας αγαπούν».
Μια άλλη κυρία, που έχει κερδίσει με λαχνό 20 εκατομμύρια γιεν, αναζητάει εκείνο το συναίσθημα έκπληξης και ευτυχίας, την ημέρα που της χτύπησαν την πόρτα για να της ανακοινώσουν το γεγονός. Είχε αισθανθεί «μοναδική», θέλει για ακόμα μία φορά να βρεθεί, σκηνοθετημένα έστω, στην ίδια συνθήκη. Μία νέα γυναίκα ονειρεύεται να γίνει σταρ στα social media, αναρτώντας βιντεάκια με φωτογράφους να την κυνηγούν και τον κόσμο να μαζεύεται γύρω της. Η χλωρίδα των ανθρώπινων επιθυμιών παραμένει ανεξερεύνητη.
Ο Χέρτζογκ κινηματογραφεί με σενάριο, αλλά τα περιστατικά στα οποία βασίζεται η ταινία είναι πραγματικά. Δεν φαίνεται όμως να τον αφορά το αξιοπερίεργο της παροχής υπηρεσιών. Ποια είναι τα όρια των ανθρωπίνων σχέσεων αλλά και η αντοχή της αυταπάτης; Όταν η μικρή Μαχίρο ζητάει από τον «μπαμπά» της να μένει μαζί του τα Σαββατοκύριακα και η μητέρα της του προτείνει να έρθει στο σπίτι της, να παντρευτούν (;) και να συνυπάρχουν ως οικογένεια στην πολυτελή κατοικία, εκείνος απαντά ότι ήρθε η ώρα «να πεθάνει». «Αυτή τη φορά θα πρέπει να αγοράσετε ένα θάνατο», λέει στη μητέρα.
Πόσο ανθεκτική είναι η «κατασκευή» της πραγματικότητας; Η εμπλοκή εμφανίζεται αργά ή γρήγορα, γιατί το συναίσθημα, παρά τον αυστηρό επαγγελματισμό, δεν αδρανοποιείται. Τιθασεύεται, υπακούει σε κανόνες, αλλά δεν νεκρώνεται. Ο πρωταγωνιστής, κάποια στιγμή, θα βρεθεί σε ένα ξενοδοχείο στο οποίο οι υπάλληλοι στην υποδοχή είναι ρομπότ. Στα διακοσμητικά στοιχεία του περιβάλλοντος και ένα ενυδρείο με ψαράκι-ρομπότ. Ο φακός αφιερώνει χρόνο στην κίνησή του μέσα στο νερό, στις μηχανικές ραφές του σώματός του, στο εφιαλτικό και θαυμαστό της ύπαρξής του. Μιμείται το ψάρι, οι προδιαγραφές έχουν τηρηθεί με επιστημονική ακρίβεια αλλά δεν «είναι» ψάρι. Πόσο συμφιλιώνεται το βλέμμα με το ανοίκειο; Η εικόνα, που δεν ψεύδεται, δηλώνει ότι όσο περισσότερο παρατηρείς τόσο πιο απωθητικό μοιάζει.
Η α λα καρτ ανθρώπινη αλληλεπίδραση εξελίσσεται σε μια νέα κανονικότητα; Για τον Χέρτζογκ η απάντηση βρίσκεται στα αδιέξοδα. Όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχουν και αδιέξοδα χωρίς, υποχρεωτικές, λύσεις. Κι αυτό, όσο ακούγεται απαισιόδοξο άλλο τόσο είναι και σωτήριο.
Απ’ τα βάθη μιας μαύρης σπηλιάς
μια ηχώ ακούστηκε. Κάποιος βογγούσε.
Μα ποιος ήταν δεν ξέρω,
μήτε κι αν ήταν σιμά η μακριά
αυτός που βογγούσε.
Πάνω μου έπεσε ύστερα το φως
κι είδα μαζί να κατεβαίνει
το κλουβί με το μεγάλο το πουλί.
Άπλωσε τα φτερά του ήσυχα,
φτερά με πετράδια πολύτιμα
που άστραψαν στο φως.
Ξάφνου η νύχτα ξαναγύρισε.
Τίποτα πια δεν έβλεπα.
Κι όμως σιμά μου, μέσα στη σκοτεινιά,
κάποιος βογγούσε.
Αυτό δεν είναι τραγούδι #1448
Dj της ημέρας, ο Γιώργος Τσακνιάς
Μου έγραψε προ ολίγου ένας φίλος ότι πέθανε χθες το βράδυ ο Robert Hunter. Φίλος του Jerry Garcia από το 1961, ο Hunter υπήρξε για πολλά χρόνια ο στιχουργός των Grateful Dead — κάτι που, εν προκειμένω, σήμαινε στενός συνεργάτης, σχεδόν μέλος του συγκροτήματος. Ποιητής και μουσικός και ο ίδιος, μετά τον θάνατο του Garcia το 1995 συνεργάστηκε επί αρκετά χρόνια με τον Bob Dylan.
If my words did glow with the gold of sunshine And my tunes were played on the harp unstrung Would you hear my voice come through the music Would you hold it near as it were your own?
It’s a hand-me-down, the thoughts are broken Perhaps they’re better left unsung I don’t know, don’t really care Let there be songs to fill the air
Ripple in still water When there is no pebble tossed Nor wind to blow
Reach out your hand if your cup be empty If your cup is full may it be again Let it be known there is a fountain That was not made by the hands of men
There is a road, no simple highway Between the dawn and the dark of night And if you go no one may follow That path is for your steps alone
Ripple in still water When there is no pebble tossed Nor wind to blow
You who choose to lead must follow But if you fall you fall alone If you should stand then who’s to guide you? If I knew the way I would take you home
* * *
Ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com
για να γίνετε ο Dj της ημέρας.
Πριν από λίγο καιρό ανακοινώθηκε η πλήρης άρση των «κεφαλαιακών ελέγχων» («capital controls») στις τραπεζικές αναλήψεις. Το περιοριστικό μέτρο επιβλήθηκε αμέσως μετά το ακραία λαϊκιστικό δημοψήφισμα του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούλιο του 2015, και είχε ως «φυσικό» πρωταγωνιστή τον τότε υπουργό Γιάνη Βαρουφάκη. Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, τα θυμόμαστε όλοι: τις εξευτελιστικές ουρές στις τράπεζες, το «60άρι με το δελτίο», τα πρωτοφανή προβλήματα σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, τον σταδιακό στραγγαλισμό των τραπεζών. Θυμόμαστε βεβαίως και την ευφρόσυνη αγωνιστικότητα των «συντρόφων ΣΥΡΙΖΑίων». Ποιος νοιαζόταν, άλλωστε για τις τράπεζες όταν η «πρώτη φορά Αριστερά» γλένταγε με παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς το δικό της βροντερό «ΌΧΙ» στο Σύνταγμα; Και ποιος λογάριαζε τα πεταμένα λεφτά που στοίχισε η «σκληρή πολιτική διαπραγμάτευση», όταν η πλειοψηφία είχε πειστεί πως η χρεοκοπία της χώρας ήταν ένα τραπεζικό κόλπο που έστησε ο πλούσιος Βοράς στον φτωχό Νότο; Η «θεωρία παιγνίων» είχε γίνει της μόδας ακόμα και στα συνοικιακά καφενεία ενώ ο αρμόδιος υπουργός παρέδιδε, με τα χέρια στις τσέπες, ταχύρρυθμα μαθήματα οικονομικής μακρο-θεωρίας εντός και εκτός Ελλάδας, συνοδεύοντας την αριστερή επιχειρηματολογία του με πλούσια φωτογραφική καμπάνια στο ParisMatch.
Μόλις ο ζαλισμένος κ. Τσίπρας κατάλαβε τι ακριβώς είχε συμβεί, πήρε τη μαγική γομολάστιχα και άρχισε να σβήνει το αρχικό λάθος, δημιουργώντας καινούργια λάθη. Οι προβλέψεις για την επαναφορά της τραπεζικής «κανονικότητας» συναγωνίζονταν ωστόσο η μία την άλλη στην αστοχία. Ήδη από την επόμενη μέρα, μια σειρά στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ δήλωναν πως η κατάσταση θα εξομαλυνθεί σύντομα και πως «οι τράπεζες θα ανοίξουν» μέσα σε μια εβδομάδα. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έλεγε πως οι περιορισμοί θα αίρονταν έως τον Μάρτιο του 2016, ενώ λίγο αργότερα τοποθετούσε το όριο στο τέλος του 2016. Ο πιο «υποψιασμένος» κ. Τσακαλώτος παρουσίασε μάλιστα και ένα χρονοδιάγραμμα στη Βουλή (19 Μαΐου 2017), στο οποίο η οριστική άρση των «κεφαλαιακών ελέγχων» θα γινόταν στο τέλος του 2017. Εντωμεταξύ, οι ελληνικές τράπεζες έγιναν «κουφάρια», ενώ διάφοροι μαθητευόμενοι μάγοι, από το δικό τους «παράλληλο σύμπαν», συζητούσαν φλύαρα για το «παράλληλο τραπεζικό σύστημα». Στον καιρό της μεγάλης «αυταπάτης», όλα αυτά έμοιαζαν περίπου με ασκήσεις ετοιμότητας για το μεγάλο «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό» της κοινωνίας με ένα ανύπαρκτο και καταστροφικό plan B. Κάπως έτσι πέρασαν 50 μήνες για να επανέλθει η στοιχειώδης κανονικότητα στις καθημερινές τραπεζικές συναλλαγές των πολιτών.
Η πρόσφατη είδηση για την άρση των «κεφαλαιακών ελέγχων» συνοδεύτηκε όμως και από μια άλλη είδηση. Ενόψει της πρεμιέρας της νέας ταινίας του Κώστα Γαβρά με τίτλο «Ενήλικοι στην Αίθουσα», ο πρώην υπουργός Οικονομικών και νυν πρόεδρος του κόμματος της «ανυπακοής», Γιάνης Βαρουφάκης, «εμφανίστηκε στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας συνοδευόμενος από την σύζυγό του, εικαστικό Δανάη Στράτου. Ο Γιάνης Βαρουφάκης φωτογραφήθηκε δίπλα στον Κώστα Γαβρά, τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη, τον Χρήστο Λούλη και την Βαλέρια Γκολίνο (που υποδύεται την κ. Δανάη Στράτου)».[1] Με το γνώριμο στυλ του, ο Γιάνης Βαρουφάκης πόζαρε στο φακό, υπενθυμίζοντας εμμέσως στο κοινό ότι το celebrity effect μπορεί ενίοτε να γίνει το απόλυτο άλλοθι της κάλπης. Οι αντιδράσεις απέναντι στην προκλητική δημοσιότητα του Βαρουφάκη ήταν πολλές, ενώ, τις τελευταίες εβδομάδες, διάφοροι προσπαθούν να επιβάλουν ένα ιδιότυπο «εμπάργκο» στην ταινία του Γαβρά∙ μια ταινία προφανώς στηριγμένη στην Βαρουφάκεια εκδοχή των γεγονότων, με «ντοκουμέντα» από παράνομες ηχογραφήσεις του Eurogroup, προκειμένου να ενισχυθεί η αφελής ρήση του Γαβρά πως οι αρμόδιοι υπουργοί μιλούσαν μόνο για «νούμερα» και όχι για «ανθρώπους». Οι αντιπαραθέσεις που μεταφέρθηκαν στα social media αναπαράγουν σε μεγάλο βαθμό το παλαιότερο κλίμα του δημοψηφίσματος, ενώ δεν λείπουν και εκείνοι που βλέπουν την ταινία ως μια απόπειρα εξαγνισμού του ίδιου του Βαρουφάκη μέσω της «στρατευμένης τέχνης».
Τις τράπεζες πάντως δεν τις έκλεισε ο Γαβράς αλλά ο υπουργός που ρώταγε τους πολίτες αν θα στηρίζουν την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ «και μετά τη ρήξη».[2] Ας το κρατήσουμε αυτό: η ρήξη ήταν πάντα μια επιλογή για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το γιατί δεν έγινε είναι μια άλλη υπόθεση, που θα πρέπει να τη συζητήσουμε χωρίς «θεωρίες συνομωσίας» αλλά σε σχέση πάντα με τη συνολική «αρχιτεκτονική» της Ευρώπης και την πλήρη αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί τις συνέπειες των ανεδαφικών εξαγγελιών του. Όμως, ας μην κοροϊδευόμαστε: τον Βαρουφάκη δεν τον έβαλε στη Βουλή η ταινία του Γαβρά αλλά η ψήφος των Ελλήνων πολιτών. Ως εκ τούτου, η συζήτηση για την ταινία είναι μάλλον παραπλανητική. Ο Γαβράς είναι ένας σημαντικός και βραβευμένος σκηνοθέτης που μέσω της τέχνης του επέλεξε έναν ιδιαίτερο τρόπο να βλέπει την πολιτική. Μπορεί κανείς να μη συμφωνεί με το αισθητικό αποτέλεσμα ή με το ιδεολογικό περιεχόμενο της ταινίας του (ή, ενδεχομένως, και με τα δύο), αλλά, στην παρούσα φάση, ο Γαβράς δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναπαράγει τα γνωστά στερεότυπα μιας ορισμένης αριστερής ρητορικής: τη νοσταλγία, τη θυματοποίηση, την ηθική υπεροχή της ήττας. Αν προσθέσει κανείς και την απαραίτητη δοσολογία κριτικής για τη «νεοφιλελεύθερη αυτοκρατορία» της Ευρώπης, έχει ολοκληρωμένη την εικόνα των προθέσεων του δημιουργού.[3] Οι προθέσεις όμως των καλλιτεχνών δεν είναι, ευτυχώς, το μοναδικό και αποκλειστικό κριτήριο για να κριθεί το έργο τους.
Η ταινία του Κώστα Γαβρά έφερε ξανά στο προσκήνιο όλη εκείνη την θολή ατμόσφαιρα του 2015, μέσα στην οποία δημιουργήθηκε ο μύθος της περήφανης «πολιτικής διαπραγμάτευσης» με τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές. Ευτυχώς, οι πρόσφατες εκλογές έδειξαν πως η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική από τον μύθο. Η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών επέλεξαν μάλλον να λύσουν οριστικά (τουλάχιστον για μια τετραετία) τα ναρκισσιστικά προβλήματα που είχαν ορισμένοι «ενήλικες στην αίθουσα», κατανέμοντας τους σε διαφορετικά έδρανα της μείζονος και της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Σε καμία περίπτωση όμως η διαφαινόμενη «προληπτική λογοκρισία» της ταινίας από διάφορα τρολ του διαδικτύου δεν αποτελεί πρόσφορο μέσο για ξεμπερδέψουμε με το ενοχλητικό παρελθόν και με τους βαρετούς πρωταγωνιστές του. Ας μείνουμε, λοιπόν, στα καλά νέα. Η ελεύθερη διακίνηση των τραπεζικών κεφαλαίων, συστατικό στοιχείο της συνταγματικής προστασίας της ατομικής περιουσίας αλλά και της επιχειρηματικής δράσης, είναι ένα πρώτο θετικό βήμα για την αλλαγή του κλίματος στην οικονομία∙ τόσο θετικό, ώστε να περισσεύουν ακόμη και μερικά ευρώ για να πάει να δει κανείς την ταινία του Γαβρά. Έστω και αν είναι πεταμένα λεφτά.
Τελώντας ακόμα υπό την επήρεια της τελευταίας ταινίας του Tarantino που με καταγοήτευσε, θέλω η αποψινή «Κινούμενη άμμος» να σταθεί ολοκληρωτικά στην Αμερική. Έτσι, επιλέγω το «The Little Movement» του Philip K. Dick, που γράφτηκε το 1952 και εμφανίστηκε την ίδια χρονιά στο The Magazine of Fantasy & Science Fiction. Το «εικαστικό» της εκπομπής απόψε είναι συνδυασμός του εξωφύλλου και του εσωτερικού φύλλου με τα περιεχόμενα εκείνου του τεύχους. Η ιστορία περιγράφει το «επαναστατικό κίνημα» μιας παρέας παιχνιδιών, που αποφασίζουν να καταλάβουν τον κόσμο.
Ακούστε την εκπομπή:
Κινούμενη άμμος
Κάθε Κυριακή 21.00-23.00 ζωντανά στον Astra 92,8 (Κύπρος).
Λίγες μέρες αργότερα, στο dim/art.
Μουσική. Κυρίως στις περιοχές του κλασικού ροκ και της αφροαμερικάνικης μπλουζ σκηνής.
Λόγος. Που επιδιώκει να είναι συνεκτικός και ανθρώπινος. Απέναντι όμως σε κάθε είδους διακρίσεις και ρατσισμούς.
Η Κινούμενη Άμμος βαφτίστηκε έτσι κυρίως για να παρέχει την ελευθερία που επιθυμεί ο παραγωγός της, προκειμένου να κινείται σε διαφορετικά επίπεδα και διαθέσεις. Ορκισμένος εχθρός των «κατηγοριοποιήσεων» του τύπου «μουσική για νέους, μουσική για πένθος, για χαρούλες, για το καλοκαίρι, το απόγευμα, το πρωί», ο παραγωγός απλά ακούει αυτά που επιλέγει στο σπίτι του και στο αυτοκίνητό του και ελπίζει το ακροατήριο που τον τιμά να μην έχει πρόβλημα με άλματα που μπορεί να ξεκινούν από μια φυτεία του αμερικάνικου νότου και να καταλήγουν στον Pfitzner. Εμμονές στην εκπομπή, υπάρχουν. Ακούνε στα ονόματα Bob Dylan & Beatles. Επίσης, κατά καιρούς, η Κινούμενη Άμμος γλιστράει στα Μονοπάτια του Γαλαξία. Αυτός ήταν ο τίτλος εκπομπής που έκανε ο παραγωγός «μια φορά κι’ έναν καιρό» στο πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ και κατά καιρούς επανέρχεται, με σκοτεινές ιστορίες συνοδευμένες από σκοτεινότερες μουσικές.
Βιβλία για παιδιά: προτάσεις μιας βιβλιόφιλης μαμάς
—της Αγγελικής Μποζίκη—
Σήμερα διάλεξα να σας μιλήσω για ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε στις αρχές του καλοκαιριού και το αγάπησα πολύ και εγώ και ο Πέτρος. Πρόκειται για το Τα παπούτσια των άλλων της Άλκηστης Χαλικιά, την οποία είχαμε γνωρίσει πριν δυο χρόνια με Το κουτί του Σιλάν.
Αυτή τη φορά πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η Ματού. Μένει στο Πιγιόμ, που είναι κοντά στο Παρίσι αλλά όχι τόσο κοντά ώστε να μπορεί να λέει ότι μένει στο Παρίσι. Η Ματού επιστρέφει καθημερινά μόνη στο σπίτι από το σχολείο, μιας και οι γονείς της δουλεύουν. Μια μέρα που το σχολείο τελειώνει λίγο νωρίτερα παρατηρεί έξω από ένα Τζαμί πολλά παπούτσια. Το ένα δίπλα στο άλλο. Ανάμεσα τους και εκείνο το ζευγάρι αθλητικά παπούτσια με τα πορτοκαλί κορδόνια που της αρέσουν πολύ. Η Ματού δεν μπορεί να αντισταθεί και δοκιμάζει τα παπούτσια. Μετά στέκεται και παρατηρεί σε ποιον ανήκει. Από εκείνη τη μέρα και μετά η Ματού δοκιμάζει κάθε μέρα και ένα διαφορετικό ζευγάρι παπούτσια. Και μετά κάνει υποθέσεις για τον κάτοχό τους. Είναι το δικό της καινούριο παιχνίδι. Τι θα γίνει όμως όταν μια μέρα η μαμά της θα αθετήσει την υπόσχεση της να περάσουν τη μέρα μαζί; Μήπως τελικά το παιχνίδι της θα φανεί χρήσιμο για να καταλάβει τον κόσμο των μεγάλων και να «μπει λίγο στα παπούτσια τους»;
Μια πολύ όμορφη και τρυφερή ιστορία που με τρόπο εύληπτο συστήνει στα παιδιά την έννοια της ενσυναίσθησης, για την οποία έχει χυθεί πολύ μελάνι. Και πάει ένα βήμα παραπέρα, αφού μας καλεί να δούμε το πώς σκέφτεται και τι νοιώθει ο άλλος μέσα από τα δικά του μάτια, μπαίνοντας στη θέση μου ή στα παπούτσια μου. Επιπλέον μας δίνει την αφορμή να μιλήσουμε για την αποδοχή και για τον σεβασμό στα θέλω και τα μπορώ των άλλων. Το κείμενο συμπληρώνει υποδειγματικά η εξαιρετική εικονογράφηση της Φωτεινής Τίκκου και το συνολικό αποτέλεσμα είναι πραγματικά πολύ υψηλής αισθητικής.
Το βιβλίο απευθύνεται σε παιδιά από τριών ετών, αλλά ο πρώτος αναγνώστης στο δικό μας σπίτι ήταν ο οκτάχρονος πια Πέτρος, που το διάβασε και μετά επανήλθε με χιλιάδες ερωτήσεις, οι οποίες στάθηκαν αφορμή να συζητήσουμε πολύ και ουσιαστικά. Ένα βιβλίο που προσωπικά είμαι σίγουρη ότι θα γίνει κλασικό.
Εμπιστεύεστε τη διαίσθησή σας; Καλά κάνετε! Ό,τι μπορεί εμπιστεύεται κανείς. Αρκεί να μην ξεχνάμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ τού «εμπιστεύομαι τη διαίσθησή μου» και τού «η διαίσθησή μου δεν με ξεγελάει ποτέ».
Στην πρώτη περίπτωση, εκείνος που δηλώνει «εμπιστεύομαι τη διαίσθησή μου» δείχνει μια θεμιτή (αν και ελαφρώς αφελή) εμπιστοσύνη στην επαγωγή: αφού η διαίσθησή του συνήθως πέφτει μέσα, την εμπιστεύεται γενικώς, και χαλάλι της αν καμιά φορά τον κρεμάει. Από τη στιγμή, όμως, που γνωρίζει ότι ενίοτε η διαίσθησή του τον αφήνει ακάλυπτο, δεν υπάρχει πρόβλημα: είναι προετοιμασμένος να δεχτεί μια ευκαιριακή διαισθητική ήττα.
Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση ελλοχεύουν κίνδυνοι γιατί η διαίσθηση μας ξεγελάει κάθε τρεις και λίγο. Θέλετε παραδείγματα τέτοιων κινδύνων;
[μπροστά στην κάλπη] «Θα τον ψηφίσω γιατί η διαίσθησή μου μού λέει ότι τα εννοεί όσα υπόσχεται». (Η εμπειρία λέει ότι δεν τα εννοεί.)
[στο καζίνο, μπροστά στη ρουλέτα] «Θα ποντάρω όλη μου την περιουσία στο κόκκινο γιατί κάτι μού λέει ότι τώρα θα έρθει σίγουρα κόκκινο». (Φυσικά, δεν είναι σίγουρο ότι θα έρθει κόκκινο – ακόμα κι αν προηγουμένως έχει έρθει χίλιες φορές απανωτά μαύρο.)
[δύο ερωτευμένοι, τα χαράματα] «Ας μην πάμε στη δουλειά σήμερα, κάτι κακό θα συμβεί, το διαισθάνομαι». (Το μόνο κακό που σίγουρα θα συμβεί είναι ότι θα χάσουν το μεροκάματο. Εκτός κι αν είναι 11 Σεπτεμβρίου του 2001 και δουλεύουν και οι δύο στους δίδυμους πύργους – κάπως έτσι φτιάχνονται οι μύθοι: από τρελές συμπτώσεις. Σε κάθε περίπτωση, καλύτερα να έλεγε, «ας κάνουμε κοπάνα σήμερα να κάτσουμε όλη μέρα στο κρεβάτι» – ας μην τα ρίχνουμε όλα στη διαίσθηση!)
[στο τάιμ-άουτ, με το σκορ ισόπαλο και να μένουν 2 δεύτερα για τη λήξη] «Κόουτς, άσε με να πάρω το τελευταίο σουτ, θα το βάλω, το διαισθάνομαι». (Αν προλάβει να σουτάρει, είτε θα το βάλει είτε όχι. Ό,τι κι αν συμβεί, δεν θα είναι η διαίσθηση που θα έχει κάνει το σουτ.)
Τα παραδείγματα είναι άπειρα· είναι περιττό να παραθέσω άλλα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαίσθηση συχνά-πυκνά μας εξαπατά. Το ξέρουμε. Και όμως την εμπιστευόμαστε. Γιατί, καμιά φορά, θέλουμε να εξαπατηθούμε. Τι γίνεται όμως όταν δεν θέλουμε; Τότε, έχουμε πρόβλημα!
Αν συμφωνείτε ότι μέχρις εδώ δεν έχει ειπωθεί κάτι μη αναμενόμενο, κάτι που δεν είναι αυτονόητο, ετοιμαστείτε για μια δοκιμασία της διαίσθησής σας, το αποτέλεσμα της οποίας θα σας ξαφνιάσει – δυσάρεστα.
Καταρχάς, για να ξέρουμε για τι μιλάμε, ας δούμε τον ορισμό που δίνει το λεξικό:
διαίσθηση = απροσδιόριστη γνώση αυτού που δεν μπορεί να αποδειχτεί με τη λογική ή αυτού που δεν υπάρχει ακόμη, η έκτη αίσθηση[1]
Το να μιλάς με βεβαιότητα για κάτι που δεν μπορεί να αποδειχτεί με τη λογική δεν σε κάνει παράλογο: όλοι το κάνουμε διαρκώς. Επίσης, το να μιλάς με βεβαιότητα για αυτό που δεν υπάρχει ακόμη δεν σε κάνει μέντιουμ με κληρονομικό χάρισμα: επίσης όλοι το κάνουμε διαρκώς. Ποιος δεν έχει επικαλεστεί την «έκτη αίσθηση», έστω και μία φορά στη ζωή του, για να δικαιολογήσει ένα αμφιλεγόμενο συμπέρασμά του; Μάλλον κανείς.
Αυτή η περιβόητη (ή μήπως διαβόητη;) «έκτη αίσθηση» είναι μέρος της ανθρώπινης καθημερινότητας, είναι ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό, είναι αναπόσπαστο κομμάτι μας. (Αυτά προς υπεράσπιση της α-νοησίας μας, ως είδος.)
Έχοντας αυτά κατά νου, βγάλτε μια κόλα χαρτί: ακολουθεί πρόχειρο διαγώνισμα!
Ας υποθέσουμε ότι η γη είναι απολύτως σφαιρική και ότι ο ισημερινός είναι σε όλο του μήκος στο ύψος της θάλασσας, χωρίς βουνά, λόφους κ.λπ. Ας πούμε τώρα ότι έχουμε τη δυνατότητα να περιζώσουμε τη γη στο επίπεδο του ισημερινού με ένα κορδόνι, έτσι ώστε το κορδόνι να εφάπτεται τέλεια στο έδαφος. Γνωρίζοντας ότι η περιφέρεια της γης είναι (περίπου) 40.075 χιλιόμετρα, θα χρειαστούμε ένα κορδόνι μήκους (περίπου) 40.075 χιλιόμετρα. Ας κόψουμε τώρα το κορδόνι σε ένα οποιοδήποτε σημείο του και ας του προσθέσουμε ένα κομμάτι κορδόνι με μήκος 1 μέτρου. Το κορδόνι που πριν από την προσθήκη του 1 μέτρου ήταν σφιχτά δεμένο γύρω από τη γη, τώρα θα χαλαρώσει, οσοδήποτε λίγο· σωστά; Σωστά. Ας υποθέσουμε, τέλος, ότι έχουμε τη δυνατότητα να ταχτοποιήσουμε το χαλαρωμένο πλέον κορδόνι, έτσι ώστε να απέχει από το έδαφος ακριβώς το ίδιο ύψος καθ’ όλο το μήκος των 40.075 χιλιομέτρων του ισημερινού. Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Τι πιστεύετε ότι χωράει να περάσει κάτω από το κορδόνι: μια γάτα, ένα ποντίκι ή ένα λεπτό φύλλο χαρτιού;
Σας αφήνω να το σκεφτείτε λίγο…
.
.
.
Τέλος χρόνου, κάτω τα μολύβια!
Οι συντριπτικά περισσότεροι από τους ερωτηθέντες (αν όχι όλοι) θα απαντήσουν ότι ανάμεσα στο έδαφος και στο κορδόνι χωράει ένα λεπτό φύλλο χαρτιού (ένα λεπτότατο φύλλο, μάλιστα· ριζόχαρτο!). Αν τους ζητήσουμε να αιτιολογήσουν την απάντησή τους, θα απαντήσουν (πολύ «λογικά» – έτσι η λέξη, με εισαγωγικά) ότι το 1 μέτρο που προσθέσαμε είναι απειροελάχιστο σε σύγκριση με το συνολικό μήκος των 40.075 μέτρων, συνεπώς το κορδόνι θα χαλαρώσει ανεπαίσθητα. Άρα, από κάτω δεν θα χωράει να περάσει ένα ποντίκι, πόσο μάλλον μία γάτα· ένα λεπτό φύλλο χαρτιού, λοιπόν – κι αυτό με το ζόρι.
Διαφωνεί κανείς; Διαισθητικά, ασφαλώς και όχι! Μοιάζει απολύτως λογική η εξήγηση. Οι πάντες συμφωνούν. Κι αν βρεθεί ένας να διαφωνήσει, τρελός θα είναι: οι πολλοί έχουν πάντα δίκιο. (Τι, όχι;)
Και όμως, η σωστή απάντηση είναι ότι, εντελώς κόντρα στη διαίσθησή μας, μια γάτα χωράει άνετα να περάσει κάτω από το κορδόνι.
Θα παραθέσω την απόδειξη στο μιλητό, όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι (για να μη λακίσουν όσοι μισούν τα μαθηματικά).[3] Η μόνη μαθηματική γνώση που θα χρειαστεί είναι κάτι που έχουμε ακούσει όλοι στα μαθητικά μας χρόνια:
Το μήκος της περιφέρειας ενός κύκλου ισούται με το μήκος της ακτίνας του πολλαπλασιασμένο με το 2π (όπου π = 3,14…).
Εκείνο που ψάχνουμε να βρούμε είναι πόσο θα αυξηθεί η ακτίνα ενός κύκλου με περιφέρεια 40.075.000 μέτρα όταν προσθέσουμε 1 μέτρο στην περιφέρεια.
Για να δούμε:
Αφού η περιφέρεια ισούται με την ακτίνα του επί 2π (δηλαδή, 2 επί 3,14 = 6,28), έχουμε:
40.075 χιλιόμετρα = η Ακτίνα επί 6,28
Η ίδια ισότητα ισχύει και για τον νέο κύκλο, μετά την προσθήκη του 1 μέτρου:
40.075 χιλιόμετρα + 1 μέτρο = η Ακτίνα επί 6,28 + η Προσθήκη στην Ακτίνα επί 6,28
Υπενθυμίζω ότι για να δούμε τι χωράει να περάσει κάτω από το κορδόνι, πρέπει να υπολογίσουμε την Προσθήκη στην Ακτίνα – δηλαδή, το πόσο θα έχει σηκωθεί το κορδόνι από το έδαφος.
Επιστρέφουμε στην εξίσωση:
Αφού 40.075 χιλιόμετρα = η Ακτίνα επί 6,28, αυτοί οι δύο όροι μπορούν να εξαλειφθούν από τα δύο μέρη της εξίσωσης. Τώρα έχουμε:
1 μέτρο = η Προσθήκη στην Ακτίνα επί 6,28
Δηλαδή, η Προσθήκη στην Ακτίνα ισούται με 1 μέτρο δια 6,28.
Βγάζουμε το κομπιουτεράκι και διαιρούμε τους 100 πόντους του μέτρου με το 6, 28. Αποτέλεσμα: η Προσθήκη στην Ακτίνα ισούται με περίπου 15,9 πόντους.
Με άλλα λόγια, το κορδόνι απέχει από το έδαφος σχεδόν 16 πόντους. Είναι προφανές ότι μια γάτα χωράει άνετα να περάσει κάτω από το κορδόνι!
Σοκ και δέος! Η διαίσθηση μας εξαπάτησε. Αποδεικνύεται με στοιχειώδη μαθηματικά ότι το κατά πόσον θα αυξηθεί η ακτίνα ενός κύκλου δεν εξαρτάται καθόλου από τον περιφέρεια του κύκλου (40.075 χιλιόμετρα, εν προκειμένω), αλλά αποκλειστικά από το μήκος της προσθήκης (1 μέτρο, εν προκειμένω). Από σημαίνει ότι αν προσθέσουμε 1 μέτρο στην περιφέρεια οποιουδήποτε κύκλου, η ακτίνα του θα αυξηθεί κατά 16 πόντους. Και όταν λέμε «οποιουδήποτε κύκλου», εννοούμε οποιουδήποτε κύκλου: αν δέσουμε κορδόνια γύρω από έναν βώλο, γύρω από μια μπάλα μπάσκετ, γύρω από τη γη, γύρω από τον ήλιο και γύρω από το (σφαιρικό, ας υποθέσουμε) σύμπαν, και μετά προσθέσουμε στα πέντε αυτά κορδόνια 1 μέτρο κορδόνι, η ακτίνα θα αυξηθεί και στους πέντε κύκλους κατά 16 πόντους. Το μήκος της περιφέρειας των κύκλων δεν παίζει απολύτως κανέναν ρόλο στο κατά πόσο θα αυξηθεί η ακτίνα τους· το μόνο μέγεθος που παίζει ρόλο στον υπολογισμό της αύξησης της ακτίνας του κύκλου (οποιουδήποτε κύκλου, ξαναλέω) είναι το μήκος της προσθήκης στην περιφέρειά του! Δεν είναι απίστευτο;
Ο γρίφος με το κορδόνι που ζώνει τη γη είναι παλιός και κυκλοφορεί σε διάφορες παραλλαγές. Είναι γνωστός (υποθέτω) στους μαθηματικούς, αλλά δεν χρησιμοποιείται, ως αντι-διαισθητικό παράδειγμα, όσο συχνά θα έπρεπε. Εγώ, ας πούμε, δεν τον άκουσα ποτέ από κανέναν δικό μου δάσκαλο – όχι μόνο των μαθηματικών· γενικά. Και θα ήταν χρήσιμο να ακούγεται, για εκπαιδευτικούς λόγους (μπας και καταλάβει κάποτε ο εκπαιδευόμενος τη σημασία τού να βλέπει κανείς τα πράγματα αλλιώς), σε κάθε τομέα του επιστητού – γιατί η διαίσθηση είναι απατηλή!
Ένας από τους δάσκαλους που τον χρησιμοποιούσαν στα μαθήματά τους ήταν ο Αυστριακός φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein. Ο Αμερικανός φιλόσοφος Norman Malcolm, μαθητής και μετέπειτα φίλος του Wittgenstein, γράφει σχετικά:
Σε μία από τις συναντήσεις στο διαμέρισμά του, ο Wittgenstein, προκειμένου να διευκρινίσει τη φύση της φιλοσοφίας, μας είπε μια σπαζοκεφαλιά, η οποία πήγαινε ως εξής: Ας υποθέσουμε ότι τεντώνουμε ένα κορδόνι σφιχτά γύρω από τη γη, στον ισημερινό. Τώρα, ας υποθέσουμε ότι προσθέτουμε ένα κομμάτι κορδόνι μήκους μιας γιάρδας στο κορδόνι. Αν το κορδόνι παρέμενε τεντωμένο και κυκλικό στη μορφή, πόσο πάνω από την επιφάνεια της γης θα βρισκόταν; Χωρίς να καθίσουμε να το υπολογίσουμε, όλοι όσοι ήμασταν παρόντες είπαμε ότι η απόσταση του κορδονιού από την επιφάνεια της γης θα ήταν τόσο ασήμαντη που θα ήταν ανεπαίσθητη. Η απόσταση στην πραγματικότητα θα ήταν πάνω από έξι ίντσες. Ο Wittgenstein δήλωσε ότι αυτό είναι το είδος του λάθους που εμφανίζεται στη φιλοσοφία. Συνίσταται στην παραπλάνηση από μία εικόνα. Σε αυτή τη σπαζοκεφαλιά, η εικόνα που μας παραπλανά είναι η σύγκριση του μήκους του επιπρόσθετου κομματιού με το μήκος όλου του κορδονιού. Η εικόνα από μόνη της είναι μάλλον ξεκάθαρη: ένα κορδόνι μήκους μιας γιάρδας είναι αναλογικά ασήμαντο ως προς το μήκος όλου του κορδονιού. Αλλά αυτό ακριβώς είναι που μας παραπλανά, έτσι ώστε να συνάγουμε ένα λανθασμένο συμπέρασμα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στη φιλοσοφία: συνεχώς μας εξαπατούν νοητικές εικόνες, οι οποίες από μόνες τους είναι ξεκάθαρες.[4]
Ο Wittgenstein χρησιμοποιούσε τον γρίφο για να τονίζει την πάγια θέση του για το πώς πρέπει να κάνει κανείς φιλοσοφία: «Το σύνθημά μας θα έπρεπε να ’ναι: “Το νου μας μην πλανευτούμε!”».[5] Εντούτοις, η χρησιμότητα του παράδοξου αυτού γρίφου είναι σαφώς ευρύτερη. Υπάρχουν ακόμα άπειρα πράγματα που ο άνθρωπος δεν τα γνωρίζει ή δεν μπορεί να τα εξηγήσει, οπότε αναγκαστικά καταφεύγει στη διαίσθηση (θυμίζω τον ορισμό της: «απροσδιόριστη γνώση αυτού που δεν μπορεί να αποδειχτεί με τη λογική ή αυτού που δεν υπάρχει ακόμη»). Με άλλα λόγια, η διαίσθηση είναι αναγκαίο κακό. Όταν, όμως, για ένα συγκεκριμένο ζήτημα υπάρχουν αποδείξεις (που προκύπτουν από την ίδια την ανθρώπινη νόηση), τότε αυτές –και μόνο αυτές– είναι που πρέπει να εμπιστευόμαστε για τη συναγωγή συμπερασμάτων, έστω κι αν αυτά τα συμπεράσματα αντιβαίνουν στη διαίσθησή μας.
[2] Η στήλη έχει ασχοληθεί ξανά στο πρόσφατο παρελθόν με το θέμα της απατηλής διαίσθησης. Το σχετικό κείμενο, με τίτλο Ένα μικρούτσικο πρόβλημα, μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
[3] Για όσους δεν μισούν τα μαθηματικά τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά:
c = 2πr =>
c +δc = 2π(r+δr) =>
c +δc = 2πr+2π δr => c +δc = 2πr+2π δr =>
δc = 2π δr =>
δc / 2π = δr
Όταν δc = 100 cm, τότε δr = 100 / 6,28 ≈ 15,9 cm.
[4] Norman Malcolm, Ludwig Wittgenstein. A memoir, Clarendon Press 2001, σ. 46. [Η μετάφραση του αποσπάσματος, δική μου.]