—του Γιώργου Θεοχάρη για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα——
Λένε: «Οι Έλληνες είμαστε ο περιούσιος λαός». Λένε: «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι». Λένε: «Όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, οι άλλοι (όλοι οι άλλοι!) ζούσαν σε σπηλιές». Λένε πολλά τέτοια, ατελείωτος ο κατάλογος. Και ποιοι τα λένε; Κάποιοι Έλληνες. Όχι όλοι, αλλά πολλοί και διάφοροι – υπερβολικά πολλοί για να είναι αδιάφοροι.
Δεν έχω τα ποσοτικά δεδομένα για να το υποστηρίξω, αλλά η αίσθησή μου είναι ότι οι περισσότεροι συν-Έλληνες την έχουν την πετριά τους (έστω και σε διαφορετικό βαθμό, κατά περίπτωση) με την ανωτερότητα της φυλής (μας). Όχι πως είναι κακό ή αθέμιτο ν’ αγαπάς την πατρίδα σου – αντιθέτως! Και θεμιτό είναι και ανθρώπινο. Αλλά από την αγάπη για την πατρίδα μέχρι την «πατριωτική» αγάπη είναι μια κρίση δρόμος.
Στη δεκαετία του ’80, τότε που ο Χάρρυ Κλυνν έλεγε, «Όταν εμείς είχαμε χοληστερίνη από τα παϊδάκια, οι Ευρωπαίοι έτρωγαν βελανίδια», γελούσαμε όλοι χωρίς καμία ενοχή. Γιατί τότε όλα πήγαιναν καλά (δεν πήγαιναν, αλλά έτσι νομίζαμε – κι αυτό ήταν που μετρούσε). Τώρα που το στραβό το κλήμα το έφαγε ο γάιδαρος, δεν γελάμε καθόλου: αυτό που τότε ενδόμυχα πιστεύαμε (χωρίς να το κάνουμε θέμα γιατί, επιτέλους, «τρώγαμε παϊδάκια»), κάποιοι εξ ημών το δηλώνουν απερίφραστα και σε όλους τους τόνους: το ελληνικό έθνος δεν είναι μόνο «ανάδελφον» (και άλλα έθνη μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι – δεν μας φτάνει αυτό), αλλά και ανώτερο απ’ όλα τ’ άλλα.
Διαφωνείς; Είσαι σιωνιστής, μασόνος, μενουμευρωπαίος, φιλελέρα, εαμοβούλγαρος, ληστοσυμμορίτης, συριζαίος, gyftoscopian–lover, γκέουλας. Όχι όλα αυτά μαζί (δεν γίνεται: μερικά είναι αντιθετικά), αλλά σε κάποιο απ’ όλα θα σε ταιριάξουμε. Με δυο λέξεις: είσαι μίασμα· ανθέλληνας· εθνοπροδότης!
Υπερβάλλω; Ναι, αναμφίβολα. Κάπως, όμως, έπρεπε να σας τραβήξω την προσοχή, σωστά; Και, μέρες που είναι, όπου δεν πίπτουν επιχειρήματα, πίπτουν πυροτεχνήματα.
Από την άλλη, δεν είναι υπερβολή ότι μια μεγάλη μερίδα νεο-Ελλήνων πιστεύει ότι το έθνος μας βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας: η κορωνίδα της υφηλίου. Υπάρχουν λόγοι για να πιστεύει κανείς κάτι τέτοιο; Αντικειμενικά, όχι. (Εδώ το «αντικειμενικά» έχει να κάνει με τον τρόπο που η επιστήμη αξιολογεί τα γεγονότα. Απέφυγα, όμως, να πω «επιστημονικά» για να μην πάω κόντρα στην τρέχουσα τάση που θέλει «να μην αφήνουμε τα γεγονότα να χαλάνε μια καλή ιστορία».) Υποκειμενικά όμως; Ναι. Ναι! Εύκολα. (Όταν μια συζήτηση γίνεται κάτω από την ταμπέλα «έθνος», η αντικειμενικότητα βγαίνει στην παρανομία.)
Για λόγους οικονομίας, εφεξής θα αναφέρομαι σε όσους πιστεύουν στην (για οποιονδήποτε λόγο) ανωτερότητα του ελληνικού έθνους ως «Υπερέλληνες». Θα αποφύγω τον ιδεολογικά φορτισμένο όρο «Ελληνάρες», αν μη τι άλλο, για αισθητικούς λόγους. Άλλωστε οι «Υπερέλληνες» (αυτοί, δηλαδή, οι Έλληνες που θεωρούν τον εαυτό τους κάτι παραπάνω από οποιονδήποτε άλλο μη-Έλληνα συνάνθρωπο – αλλά και από τους ανθέλληνες συν-Έλληνες) δεν ταυτίζονται απολύτως με τους «Ελληνάρες»: μπορεί να είναι κανείς «Υπερέλληνας» χωρίς να είναι «Ελληνάρας» – και αντιστρόφως.
Ποιους λόγους επικαλούνται οι Υπερέλληνες για να υποστηρίξουν την ανωτερότητά τους; Πολλούς και διάφορους. Καταρχάς, τα γονίδια που κληρονόμησαν από τους αρχαίους Έλληνες (έτσι, γενικώς και αορίστως – «είναι στο DNA μας αφού, χελόοοου!»). Έπειτα, την ελληνική γλώσσα (που σαν κι αυτήν δεν έχει). Από κει και πέρα, ό,τι του φανεί του λωλο-Στεφανή: γιατί εμείς δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού στον κόσμο· γιατί εμάς κυνηγάνε πάντα οι σκοτεινές δυνάμεις παγκοσμίως (γιατί; μα επειδή μας ζηλεύουν!)· γιατί, γιατί, γιατί· γιατί έτσι!
Σπανίως θα πει κάποιος ότι είμαστε απλώς τυχεροί επειδή γεννηθήκαμε σε μαγαζί-γωνία. (Ακόμα κι αυτός ο μύθος –της πανέμορφης, ευλογημένης χώρας– δεν αντέχει σε σοβαρό έλεγχο: ωραία η χώρα μας, αλλά ομορφιές βρίσκει κανείς και σε πολλά άλλα σημεία του πλανήτη· όταν τα μεγέθη δεν είναι μετρήσιμα, ό,τι και να πει κανείς δεν μπορεί να ελεγχθεί αντικειμενικά.) Ακόμα σπανιότερα θα πει κάποιος ότι το γεγονός ότι είναι Έλληνας είναι απολύτως τυχαίο: θα μπορούσε να είχε γεννηθεί οπουδήποτε αλλού – ή και να μην έχει γεννηθεί καθόλου (άλλου είδους γκαντεμιά αυτή).
Όποιος κι αν είναι ο λόγος για την ανωτερότητά μας που προβάλει ο καθείς, το γεγονός (για τους περισσότερους, φοβάμαι) είναι ένα: είμαστε ο περιούσιος λαός. Αυτός ο ιδεασμός, σε περιόδους ειρήνης, ευημερίας και προόδου, δεν έχει (ορατές) συνέπειες στην καθημερινότητα. Τα πράγματα περιπλέκονται αγρίως, όμως, σε περιόδους κρίσης. Όπως τώρα, καληώρα.
Σε μια προσπάθεια να καταλάβω τι κάνει κάποιον Έλληνα Υπερέλληνα, θα βάλω στο μικροσκόπιο του Λόγου τρία ανέκδοτα που κυκλοφορούν χρόνια στην Ελλάδα, με μεγάλη επιτυχία.
Το πρώτο:
Φανταστείτε ένα σπίτι σ’ ένα ορεινό χωριό της Κρήτης. Είναι καλοκαίρι και απομεσήμερο. Ένας γέρος κάθεται στην πεζούλα και πίνει αμέριμνος ρακί. Η γριά του, παραδίπλα, μαζεύει τη μπουγάδα από το σκοινί. Ξαφνικά, εμφανίζεται μία παρέα τουρίστες. Σταματούν μπροστά στον γέρο και ένας απ’ όλους τον ρωτάει:
«Do you speak English?»
«Όι», λέει ο γέρος.
«Parlez-vous français?»
«Τς», λέει ο γέρος.
«Sprichst du Deutsch?»
« Ό-χι», λέει ο γέρος.
«¿Ηablas español?»
«Ούτε», λέει ο γέρος.
«Parli italiano?»
«Μπα», λέει ο γέρος.
Απογοητευμένοι οι τουρίστες, ευχαριστούν («thanks for nothing» κ.λπ.) και φεύγουν.
Η γριά κουνάει το κεφάλι της σεκλετισμένη. Μαζεύει τη λεκάνη με τα ρούχα και πάει προς τα μέσα. Στην πόρτα στέκεται και λέει του γέρου:
«Άι, μωρέ Μανωλιό! Μια ξένη γλώσσα δεν αξιώθηκες να μάθεις. Αν ήξερες, θα μπορούσες τώρα να συνεννοηθείς με τσι ξένοι».
«Ναι, πώς. Αυτοί μιλούσαν πέντε γλώσσες και τους είδα συνεννόηση που κάμανε», λέει ο γέρος και πιάνει το ρακοπότηρο.
Το δεύτερο:
Ένας Ελληνοαμερικάνος βρίσκεται για διακοπές σε αιγαιοπελαγίτικο νησί. Ένα σούρουπο, κάνοντας βόλτα, πέφτει πάνω σ’ έναν ηλικιωμένο νησιώτη που την έχει αράξει στην αυλή του και χαζεύει τον ήλιο που βουτάει στη θάλασσα, πίνοντας το ουζάκι του. Ο «ξένος» ερχόμενος είχε περάσει μέσα από έναν ελαιώνα αφρόντιστο, με τις ελιές αφημένες στο έλεος του Θεού και του είχε κάνει εντύπωση η εγκατάλειψη. Από περιέργεια, θέλησε να μάθει ποιανού ήταν οι ελιές.
«Καλησπέρα, πατριώτη».
«Καλησπέρα και σε σένα», λέει ο παππούς.
«Δε μου λες, ποιανού είναι οι ελιές στον λόφο;»
«Δικές μου».
«Και τις έχεις παρατημένες; Δεν τις μαζεύεις;»
«Μαζεύω όσες χρειάζομαι».
Σαλτάρει ο μπρούκλης.
«Καλά, ρε άνθρωπε, γιατί; Αν τα φροντίσεις τα δέντρα και αν μαζεύεις τους καρπούς στην ώρα τους, θα τις πουλάς και θα τα κονομήσεις! Ξέρεις πόσο πάει το παρθένο ελαιόλαδο στη Μινεσότα; Θα μπορούσες να φτιάξεις μια μονάδα εμφιάλωσης και να έχεις κόσμο στη δούλεψή σου. Σίγουρα λεφτά!»
«Τι να τα κάνω τα λεφτά;» ρωτάει ο παππούς, κόβοντας τον επιχειρηματικό οίστρο του άλλου.
«Θα χτίσεις μια σπιταρόνα και θα έχεις υπηρέτες να σου κάνουν όλες τις δουλειές».
«Κι εγώ τι θα έκανα;»
«Θα έκανες ό,τι ήθελες!»
«Δηλαδή; Θα μπορούσα να κάθομαι στην αυλή μου, να πίνω το ουζάκι μου και να χαζεύω το ηλιοβασίλεμα;»
Το τρίτο:
Ένας νεαρός χωριάτης που δεν είχε στον ήλιο μοίρα πήγε μια μέρα στην εκκλησία του χωριού και ζήτησε δουλειά από τον παπά της ενορίας.
«Σαν τι δουλειά;» ρώτησε ο παπάς.
«Καντηλανάφτης! Μπορώ να γίνω καντηλανάφτης».
«Χμ. Η αλήθεια είναι ότι χρειαζόμαστε έναν καντηλανάφτη… Γράμματα ξέρεις;»
«Ε…, όχι. Δεν πήγα σχολείο».
«Αναλφάβητος; Και θέλεις να γίνεις καντηλανάφτης! Πήγαινε, παιδί μου, στην ευχή του Θεού!»
Έφυγε περίλυπος ο νεαρός. Καθώς δεν μπορούσε να σκεφτεί έναν τρόπο να κερδίζει τα προς το ζην, πήρε των ομματιών του κι έφυγε μετανάστης στην Αμερική.
Εκεί δούλεψε σκληρά, λαντζέρης σε εστιατόριο και, έτσι προκομμένος, έξυπνος και οικονόμος που ήταν, σύντομα άνοιξε δικό του εστιατόριο. Μετά δεύτερο, τρίτο…, αλυσίδα ολόκληρη. Πρόκοψε. Στα πενήντα του ήταν ζάμπλουτος.
Κάποτε θέλησε να ευεργετήσει τη γενέτειρά του. Ρώτησε και έμαθε ότι οι συγχωριανοί πολύ είχαν στεναχωρηθεί που το καμπαναριό της εκκλησίας στο χωριό είχε πέσει εξαιτίας ενός σεισμού. Έστειλε, λοιπόν, μια γενναιόδωρη επιταγή στον παπά της ενορίας, με εντολή να χτιστεί καινούριο καμπαναριό.
Λίγα χρόνια αργότερα πήρε πρόσκληση από τον παπά να παρευρεθεί στην εορταστική λειτουργία για την αποπεράτωση του καμπαναριού. Αποφάσισε να πάει. Κι έτσι βρέθηκε πάλι στο χωριό, το οποίο είχε εγκαταλείψει σαράντα χρόνια πριν.
Κανείς δεν τον θυμόταν, κανείς δεν τον αναγνώρισε. Όλοι του έκαναν τεμενάδες. Στο τραπέζι που ακολούθησε μετά τη λειτουργία, οι προεστοί στους λόγους τους τον ευχαρίστησαν και τον κολάκεψαν. Ήταν ευχαριστημένος από την υποδοχή.
Κάποια στιγμή, ξεμονάχιασε τον παπά, εκείνον τον ίδιο παπά που το είχε διώξει τότε από την εκκλησία, ο οποίος ήταν πια υπέργηρος.
«Δεν με θυμάσαι, πάτερ;»
«Όχι, τέκνον μου».
«Δεν είμαι εγώ που είχα έρθει τότε, σαράντα χρόνια πριν, και σου γύρεψα να με κάνεις καντηλανάφτη γιατί αλλιώς από θα πέθαινα από την πείνα; Που με έδιωξες επειδή δεν ήξερα γράμματα;»
«Τι μου λες, ρε παιδί μου; Εσύ είσαι; Πού να πάει το μυαλό μου; Εσύ έγινες σπουδαίος και τρανός εκεί στην ξενιτιά. Μπράβο σου! Φαντάσου τι θα είχες γίνει αν ήξερες γράμματα!»
«Δεν χρειάζεται να το φανταστώ, πάτερ», απάντησε ο ζάμπλουτος. «Θα είχα μείνει καντηλανάφτης στο χωριό».
Επιγραμματικά, το πρώτο εκθειάζει την εθνική μας εσωστρέφεια, το δεύτερο την εθνική μας κοσμοθεωρία και το τρίτο την εθνική μας μιζέρια. Με το πρώτο γελάω· με το δεύτερο μελαγχολώ· με το τρίτο τσαντίζομαι.
Και τα τρία ανέκδοτα (τα οποία, αφού αναπαράγονται, προφανώς αρέσουν σ’ εμάς τους Έλληνες) ενισχύουν τα στερεότυπα που μας έχουν φορτώσει οι «βάρβαροι»: είμαστε όλοι παιδιά του Ζορμπά (που ήταν παιδί του Κανάρη, που ήταν παιδί του Πλήθωνα, που ήταν παιδί του Περικλή, που ήταν παιδί του Ηράκλειτου – και πάει σόι το βασίλειο). Έτσι μας βλέπουν οι «ξένοι». Εμείς τους πουλάμε αυτή την εικόνα – άσχετα αν, όταν μας την τρίβουν στη μούρη, τα παίρνουμε στο κρανίο. Εμείς οι ίδιοι εμπορευόμαστε τη «μαγκιά της φυλής». (Μεταξύ μας όλα αυτά, για εσωτερική κατανάλωση: το προϊόν δεν είναι εξαγώγιμο – όχι επειδή δεν θέλουμε, αλλά επειδή δεν πουλάει πια.)
Και άντε τώρα να εξηγήσεις στον Ελβετό καλβινιστή και στον Αυστριακό προτεστάντη πού είναι το αστείο σε αυτά τα ανέκδοτα (και κυρίως στο δεύτερο). Δεν πρόκειται να καταλάβουν ποτέ τους. Κι ως εκ τούτου, «μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος».
Το πρώτο είναι κουτοπόνηρο κι ελαφρώς σοβινιστικό. Στην προέκτασή του, θα βρεθούμε στην καθολική άρνηση του «γκαρσόνια της Ευρώπης εμείς δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ!». Κοροϊδεύει την πρόοδο και τη γνώση στη βάση τού «όσα δεν φτάνει η αλεπού». Σαν εργαλείο του αντι-αποικιοκρατικού αγώνα μοιάζει. Είναι «αντιδραστικό» και «politically incorrect». Γι’ αυτό έχει (άγρια) πλάκα! Γελάω, λίγο ενοχικά και σαν να μορφάζω – αλλά γελάω. «Δεν είναι έτσι οι σύγχρονοι Έλληνες», λέω. Και το πιστεύω: δεν είμαστε έτσι. Εντούτοις, το τι πιστεύω εγώ ελάχιστη σημασία έχει γιατί η πιθανότητα να με παραπλανά ο μικρόκοσμός μου είναι μεγάλη.
Το δεύτερο πάει πιο βαθιά. Είναι επικούρειας φύσης. Θα μπορούσε κανείς να το στηρίξει με σοβαρά επιχειρήματα, παρμένα από ποικίλους τομείς του επιστητού. Μόνο που, όσοι το ανακυκλώνουν, δεν έχουν τέτοιες φιλοδοξίες. Εκείνο που θέλουν να τονίσουν δεν είναι ένας εναλλακτικός τρόπος θέασης του κόσμου (ένα επικούρειο κοσμοείδωλο, ας πούμε), αλλά ένα σύνθημα που ακούστηκε και από επίσημα χείλη προσφάτως: «τον ήλιο, τη θάλασσα και το τσίπουρο δεν μπορούν να μας τα πάρουν».
Το τρίτο είναι –επιεικώς– απαράδεκτο. Ο εγγράμματος καντηλανάφτης είναι το σύμβολο του λόγιου λαπά, που κακομοίρη που ποτέ δεν θα αξιωθεί ξαπλώστρα στη Μύκονο εκεί που σκάει στο κύμα. Εξισώνει ύπουλα τη μόρφωση με την επαγγελματική αποτυχία. Το παν στη ζωή, μας λέει, είναι τα φράγκα. “Money talks, bullshit walks”, λένε οι Αμερικάνοι κι αυτό φαίνεται να το έχει εμπεδώσει ο εξ Αμερικής «ζάμπλουτος ευεργέτης» του ανέκδοτου. Τώρα, αν παράλληλα πιστεύει ότι μας ψεκάζουν ή ότι τα εμβόλια είναι του σατανά ή ότι η Γη είναι επίπεδη, αυτό δεν το ξέρουμε. Αλλά και να τα πιστεύει όλα αυτά τα απίστευτα, τι έγινε; Τουλάχιστον αυτός δεν είναι φτωχομπινές!
Αυτή είναι η εικόνα (χοντρικά και καθ’ υπερβολή) του νέο-Έλληνα που βγαίνει από τα τρία ανέκδοτα. Αυτοί είμαστε άραγε; Κοιτάζω στον καθρέφτη την απολλώνεια κατατομή μου (αλληθωρίζοντας) και προβληματίζομαι. Χρόνια τώρα διαδίδω όπου σταθώ κι όπου βρεθώ ότι προτιμώ για παρέα ένα ντελιβερά με PhD από ένα ντουβάρι που είναι επιτυχημένος επιχειρηματίας και πρόεδρος των ΗΠΑ (τυχαίο το παράδειγμα). Μήπως κοροϊδεύω τον εαυτό μου; Μήπως τελικά η ερώτηση (στην οποία απαντάω μόνος μου, συν τοις άλλοις) δεν είναι «ποιον προτιμάς για παρέα;», αλλά «τι θα προτιμούσες να ήσουν εσύ ο ίδιος;»; Μήπως ο καθρέφτης μου είναι παραμορφωτικός; Μήπως είναι παραμορφωμένος;
Από την άλλη, σαν πολλή σημασία δεν δίνω σε τρία ανέκδοτα; Ίσως. Δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι τα αστεία (και η σάτιρα, γενικότερα) από τη φύση τους δεν διακρίνονται (ευτυχώς) για την πολιτική ορθότητα και τον ορθολογισμό τους· αντίθετα, η σοφιστεία, η παραδοξολογία, η στρέβλωση αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά τους. Εντούτοις, ακόμα και τα ανέκδοτα (πολύ περισσότερα τα εθνικά ανέκδοτα) απεικονίζουν κάποια όψη της πραγματικότητας, έστω και καθ’ υπερβολή. Συνεπώς, έχει κανείς κάθε δικαίωμα να παίρνει τα αστεία σοβαρά – έστω και κατ’ εξαίρεση, έστω σαν αφορμή να του κοπεί (για λίγο) το γέλιο. Τα τρία περί ου ο λόγος ανέκδοτα δεν συνιστούν ασθένεια –ίσως ούτε καν συμπτώματα μιας εθνικής μας ασθένειας–, αλλά σίγουρα κάτι λένε για τη συλλογική συνείδηση του λαού που τα επινόησε.
Απεχθάνομαι τις γενικεύσεις. Απεχθάνομαι, όμως, και τον σχετικισμό. Με άλλα λόγια, δεν θέλω να πω ούτε «όντως έτσι είμαστε» ούτε «είμαστε και έτσι». Δεν θέλω να κάνω αμφιλεγόμενα κοινωνιολογικού τύπου σχόλια, ούτε να μπω στα δύσβατα χωράφια της μαζικής ψυχολογίας. Τότε τι ακριβώς θέλω; Ξέρω; Έτσι λέω. Θέλω να μιλήσω για γεγονότα· θέλω να φτάσω όσο πιο κοντά στην αλήθεια γίνεται· θέλω πραγματική πραγματικότητα! Φυσικά, δεν μπορώ. Δεν υπάρχει θέση εκτός κόσμου, γλώσσας και σκέψης απ’ όπου να μπορώ να δω την πραγματικότητα ως έχει. Είμαι καταδικασμένος να ζω σε μια εικονική πραγματικότητα, σ’ ένα ψηφιδωτό αποσπασματικών εικόνων, σ’ ένα πλέγμα ατομικής μυθολογίας. Αδιέξοδο.
Συνεπώς, δεν αξίζει να υπερασπιστώ τη δική μου πρόσληψη της πραγματικότητας. Είναι εξακριβωμένο ότι αυτή η τακτική καταλήγει πάντα στην ανάγκη να αποδειχτούν κάποια αξιώματα, τα θεμέλια που στηρίζουν το οικοδόμημα. Και τα αξιώματα δεν αποδεικνύονται: είτε τα πιστεύεις είτε όχι. Και όταν στην εξίσωση μπαίνει η πίστη, δεν υπάρχει κοινά αποδεκτά λύση. Δεν θα υπερασπιστώ ούτε την Κοινή Λογική – δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα (τουλάχιστον όχι με την έννοια του Κοινού Κτήματος). Θα υπερασπιστώ, όμως, τον Ορθό Λόγο. Αναγκαστικά. Κατ’ ανάγκην. Γιατί αυτός υπάρχει. (Αν δεν υπήρχε, δεν θα ήμασταν τώρα εδώ να το συζητάμε. Αν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε και τον Αριστοτέλη – εκείνον τον πρόγονό μας, ξέρετε.)
Ορθός Λόγος: το ύστατο αποκούμπι μας. Ας αφήσουμε στην μπάντα το ότι, καταρχήν, οι άλλοι (οι κακοί) ασφαλώς και μπορούν να μας πάρουν «τον ήλιο, τη θάλασσα και το τσίπουρο» και ας επικεντρωθούμε στο τι θέλουμε εμείς για εμάς. Θέλουμε να μείνουμε κοντά στις παγκόσμιες εξελίξεις, με όλα τα θετικά και αρνητικά που αυτό συνεπάγεται; Θέλουμε μια ανοιχτή κοινωνία, ευπροσάρμοστη και δεκτική στην τεχνολογική κοσμογονία που συντελείται αυτή τη στιγμή; Θέλουμε να προχωρήσουμε; Ή, αντιθέτως, θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε τον μύθο του «εκλεκτού λαού», επίσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται; Γιατί και τα δύο μαζί δεν μπορούμε να τα έχουμε, όσο «δαιμόνιοι» και να είμαστε. Η πρώτη δέσμη των «θέλω» προϋποθέτει εξωστρέφεια, σχεδιασμό και προβλεπτική ικανότητα – δηλαδή, ιδιότητες για τις οποίες δεν φημιζόμαστε (ως έθνος, πάντα). Θα χρειαστεί ν’ αλλάξουμε νοοτροπία: αυτή η κοινοτοπία μάς φέρνει αλλεργία, όχι επειδή αντιπαθούμε τις αλλαγές (που τις αντιπαθούμε), αλλά κυρίως επειδή δεν έχουμε συλλογική επίγνωση των χαρακτηριστικών της υπάρχουσας νοοτροπίας. (Με άλλα λόγια, δεν αλλάζουμε επειδή δεν θέλουμε, αλλά επειδή δεν μπορούμε – κι αφού δεν μπορούμε, δεν θέλουμε· απλό.) Αν πάλι θέλουμε συνειδητά να παραμείνουμε ως έχουμε (το αγλάισμα του ανθρώπινου είδους που όλοι οι υπόλοιποι κακομοίρηδες στον πλανήτη μας –στον δικό μας πλανήτη!– το ζηλεύουν), όλα καλά: δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα – και σ’ αυτό είμαστε καλοί. Τότε, μπορούμε κάλλιστα να συνεχίσουμε να λέμε ανέκδοτα – σ’ αυτό είμαστε ακόμα καλύτεροι.
* * *
from dimart https://ift.tt/2BrtZcL
via
IFTTT