Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Το Facebook και ο δολοφόνος

—του Steve Coll / The New Yorker | Μετάφραση για το dim/art: Γιώργος Θεοχάρης—

Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2015, ο Mark Zuckerberg, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Facebook, αναμετέδωσε από την έδρα της εταιρείας του στο Σαν Φρανσίσκο το πρώτο βίντεο σε πραγματικό χρόνο που μεταδόθηκε στο δικό του μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Φορούσε γκρι μπλουζάκι. Μίλησε γεμάτος χαρά για «την κοινότητά μας». Έκανε επίδειξη «των κάθε λογής μοντέρνων αξεσουάρ» πάνω στο γραφείο του. «Στο Facebook κανένας δεν έχει δικό του γραφείο», είπε. Μετά, μπήκε σε μια αίθουσα συνεδριάσεων, όπου μίλησε με τους συνεργάτες του κεκλεισμένων των θυρών. Έδειξε τους τοίχους. «Είναι όλοι γυάλινοι», είπε. «Θέλουμε να δημιουργήσουμε μια πολύ ανοιχτή και διαυγή κουλτούρα στην εταιρεία μας».

Την επόμενη άνοιξη, ο Zuckerberg παρουσίασε το Facebook Live, μια υπηρεσία βίντεο συνεχούς ροής που έκανε το μέχρι τότε δοκιμαστικό και ερασιτεχνικό σύστημα αναμετάδοσης διαθέσιμο σε όλους. Το Facebook Live, δήλωσε ο Zuckerberg, θα ήταν «σαν να έχεις μια κάμερα στην τσέπη σου. Οποιοσδήποτε έχει τηλέφωνο θα έχει τώρα και τη δυνατότητα να αναμεταδίδει βίντεο σε οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο. Όταν αλληλεπιδράς λάιβ, έχεις την αίσθηση ότι συνδέεσαι με τους άλλους σε πιο προσωπικό επίπεδο. Πρόκειται για μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούμε, η οποία πρόκειται να προσφέρει καινούργιες ευκαιρίες στους ανθρώπους να έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον».

Αυτή την εβδομάδα, το Facebook έχει κλονιστεί από το πρόσφατο σοκ που του προκάλεσε το Facebook Live: μια προφανής δολοφονία που καταγράφηκε στο Γκλένβιλ του Κλίβελαντ την περασμένη Κυριακή, και στη συνέχεια αναρτήθηκε στην πλατφόρμα. Περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι είδαν το βίντεο πριν το κατεβάσει το Facebook. Σε αυτό, ένας άνθρωπος, τον οποίο η αστυνομία έχει ταυτοποιήσει με κάποιον ονόματι Steve Stephens, πλησιάζει έναν ηλικιωμένο πελάτη καταστήματος, τον οποίο έχει επιλέξει, απ’ ό,τι φαίνεται, στην τύχη. Ο Stephens αφηγείται τα γεγονότα που καταγράφει για χάρη μιας γυναίκας, η οποία προφανώς τον έχει εξοργίσει. Το βίντεο παρουσιάζεται ως ένα σκληρό μήνυμα προς αυτήν. Ο Stephens ζητάει από τον πελάτη να πει το όνομα της γυναίκας. Αμέσως μετά, τον πυροβολεί και τον σκοτώνει.

Η αστυνομία του Κλίβελαντ ανακοίνωσε ότι το θύμα ήταν ο Robert Godwin, 74 ετών. Ο γιος του Godwin δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι ο πατέρας του ήταν συνταξιούχος εργάτης χυτηρίου και είχε εννέα παιδιά, δεκατέσσερα εγγόνια και πολλά δισέγγονα.

Την προηγούμενη Κυριακή (16/4/2017), λίγο μετά τις 2 μ.μ, ο Stephens εμφανίστηκε στο Facebook Live. Μιλούσε στο τηλέφωνο: «Τα σκάτωσα, μεγάλε… Έχω απασφαλίσει…  Ντρέπομαι για λογαριασμό μου… Και θα συνεχίσω να σκοτώνω μέχρι… μέχρι που να με πιάσουν. Γάμησέ τα. Το ποστάρισα κιόλας». Ο Stephens ανέφερε ότι δολοφόνησε δεκατρείς ανθρώπους. Η αστυνομία του Κλίβελαντ ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για άλλο θύμα εκτός από τον Godwin. Έως το απόγευμα της Δευτέρας (17/4/2017), η αναζήτηση του Stephens ήταν ακόμη σε εξέλιξη.*

«Πρόκειται για φρικτό έγκλημα και δεν επιτρέπουμε αυτό το είδος περιεχομένου στο Facebook», ανέφερε η εταιρεία σε μια πρώτη, σχετική με την υπόθεση, ανακοίνωση. Η επιλογή των λέξεων ήταν ατυχής. Μια προφανής δολοφονία που έγινε για να αναρτηθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν συνιστά «περιεχόμενο». Φυσικά, η ανακοίνωση γράφτηκε βιαστικά, υπό την πίεση των γεγονότων, αλλά επρόκειτο για μια επιβεβαίωση ως προς το πόσο εκτός πραγματικότητας βρίσκεται το Facebook όσον αφορά την κατανόηση και τη διαχείριση του ιδιαίτερου ρόλου που έχει ως μια, σχεδόν μονοπωλιακή, κερδοσκοπική εταιρεία που ασχολείται με την αναμετάδοση και τη διασπορά ειδήσεων από τον καθένα.

Δεν αποτελεί επτασφράγιστο μυστικό ότι μερικοί βίαιοι και αυτοκαταστροφικοί άνθρωποι επιθυμούν διακαώς να αποκτήσουν κοινό. Η τηλεόραση έγινε η πρώτη αρένα για την τρομοκρατία στην εποχή των ΜΜΕ πριν από μισό αιώνα. Ο Khalid Sheikh Mohammed οραματίστηκε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 με τον τρόπο παραγωγού τηλεοπτικού ριάλιτι – στο μυαλό του, η πολιτική δύναμη των επιθέσεων ήταν αδιαχώριστη από το γεγονός ότι οι εικόνες θα αναμεταδίδονταν ξανά και ξανά από την τηλεόραση. Έκτοτε, η ψηφιακή τεχνολογία έχει εκδημοκρατίσει την παραγωγή των αναμεταδόσεων – περιόρισε τους φραγμούς εισόδου στην αγορά, όπως θα το έθετε ένας οικονομολόγος. Ακόμα και οι Ταλιμπάν, οι οποίοι αρχικά απαγόρευαν τις κάμερες και τη μουσική, γυρίζουν και αναμεταδίδουν σοκαριστικά βίντεο που δείχνουν δολοφονίες τις οποίες διαπράττουν μέλη τους, όπως επίσης και επιθέσεις αυτοκτονίας. Εάν δεν υπήρχαν οι ψηφιακές παραγωγές και η δυνατότητα για την παγκόσμια αναμετάδοσή τους από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ενδιαφέρον για το Ισλαμικό Κράτος ίσως και να ήταν αμελητέο έξω από τον αραβικό κόσμο.

Υπό αυτή την έννοια, είναι μυστήριο το πώς ο Zuckerberg και το επιτελείο του είχαν πιστέψει ότι θα κατάφερναν να εμποδίσουν την κατάχρηση του Facebook Live από τις «σκοτεινές ψυχές», με αποτέλεσμα να φέρουν την εταιρεία σε δύσκολη θέση. Η εταιρεία έχει επιμείνει εμμονικά στον ρόλο της ως ανοιχτής, ουδέτερης πλατφόρμας, δηλώνοντας σε όλους τους τόνους ότι δεν επεμβαίνει στο περιεχόμενο. Στην πραγματικότητα, οι πρακτικές διαχείρισης περιεχομένου εκ μέρους του Facebook είναι όλο μυστήρια πράγματα και αντιφάσεις. Οι αλγόριθμοι οι οποίοι διαμορφώνουν τις ροές περιεχομένου που ανεβάζουν οι χρήστες είναι αδιαφανείς. Η εταιρεία υπερασπίζεται την απροθυμία της να προσλάβει κόσμο που θα ελέγχει το περιεχόμενο, προβάλλοντας ως λόγο τις αρχές της ελευθερίας της έκφρασης, ενώ ταυτόχρονα συνεργάζεται πρόθυμα με τις Αρχές και κάνει συμβιβασμούς, τους οποίους οι  χρήστες δυσκολεύονται να αξιολογήσουν.

Δεδομένων του μεγέθους και του χαρακτήρα του, το Facebook δεν μπορεί, από πρακτικής πλευράς, να ελέγχει όλον αυτόν τον όγκο ερασιτεχνικού περιεχομένου προτού αναρτηθεί. Το γεγονός αυτό, μαζί με το ξεχωριστό δέλεαρ της αμεσότητας και της παγκόσμιας εμβέλειας του Facebook Live, έχει περιορίσει τα εμπόδια για βίαιες επιθέσεις και φρικτά εγκλήματα, όπως εκείνο που διαπράχθηκε από τον Stephens την Κυριακή 16 Απριλίου 2017. Και δεν πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση. Στις αρχές του 2017, η αστυνομία του Σικάγου ξεκίνησε μια έρευνα σχετικά με μια ανάρτηση στο Facebook Live που έδειχνε τον βιασμό ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού, την οποία παρακολούθησαν τουλάχιστον σαράντα άνθρωποι. Οι αυτοκτονίες αποτελούν επαναλαμβανόμενο πρόβλημα επίσης. Σύμφωνα με την ινδική αστυνομία, επίσης την περασμένη Κυριακή (16/4/2017), ένας άνθρωπος χρησιμοποίησε το Facebook Live για να μεταδώσει την αυτοκτονία του δι’ απαγχονισμού.

Το Facebook έχει ανακοινώσει ότι προσπαθεί να ενσωματώσει εργαλεία για την«ανίχνευση» και την πρόληψη των αυτοκτονιών στην πλατφόρμα του – ο στόχος τους είναι να εντοπίζουν ενδεχόμενες απόπειρες στο Facebook Live ή οφ-λάιν πριν καν συμβούν. Ωστόσο, η εταιρεία ανέφερε ότι στο τέλος του 2016 είχε παγκοσμίως περισσότερους από 1,2 δισεκατομμύρια ενεργούς χρήστες την ημέρα. Λαμβάνοντας υπόψη τον τεράστιο αριθμό χρηστών και την πολυπολιτισμικότητα, το εξελιγμένο λογισμικό και τα βελτιωμένα εργαλεία ανίχνευσης θα μπορούσαν να αποτρέψουν κάποιες αυτοκτονίες και βίαιες πράξεις προς ανάρτηση, αλλά είναι αδύνατον να τις αποτρέψουν όλες. Πόσες αποτυχίες προτίθεται να αποδεχτεί το Facebook;

Είναι η εταιρεία έτοιμη να αναλογιστεί ότι το Facebook Live μπορεί δυνάμει να υποδαυλίσει βίες πράξεις, οι οποίες, αν δεν υπήρχε η δυνατότητα αναμετάδοσης, δεν θα συνέβαιναν; Εάν η προοπτική αυτή υφίσταται έστω και ως πιθανότητα (κάτι το οποίο αποτελεί δύσκολο ερευνητικό πρόβλημα), ποια είναι τα ηθικά καθήκοντα του Facebook; Είναι γεγονός ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν πραγματικότητα που ήρθε για να μείνει, όπως άλλωστε και το ότι η τηλεόραση δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί με τρόπο τέτοιο που θα απέτρεπε πλήρως τους τρομοκράτες από το να την εκμεταλλευτούν. Ωστόσο, κάθε εταιρία είναι ευάλωτη –καλύτερα: υπεύθυνη– όταν οι επιλογές της βλάπτουν τους άλλους, ιδιαίτερα μάλιστα εφόσον το κακό συμβαίνει τη στιγμή που μια εταιρεία αποκομίζει οικονομικά οφέλη από αυτό.

Τόσο ως σύστημα όσο και από την άποψη της τεχνολογίας, το Facebook Live δεν αποτελεί ριζική απομάκρυνση από το αρχικό σκεπτικό μιας πλατφόρμας κοινής χρήσης και αναδιανομής περιεχομένου, ωστόσο πολλαπλασιάζει τους κινδύνους λειτουργώντας ως μια πρόσκληση για περφόρμανς, η οποία έχει απήχηση ακριβώς επειδή, όπως το έθεσε ο Zuckerberg, «όταν αλληλεπιδράς λάιβ, έχεις την αίσθηση ότι συνδέεσαι με τους άλλους σε πιο προσωπικό επίπεδο». Το Facebook Live εκμεταλλεύεται επίσης τη έξαψη της αβεβαιότητας, της λανθάνουσας βίας και του απρόβλεπτου που συνοδεύει τις συγκεντρώσεις όταν αυτές αναμεταδίδονται ζωντανά. Ωστόσο, εάν οι δημόσιες συγκεντρώσεις στον πραγματικό κόσμο δεν αστυνομεύονταν και δεν τηρούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις –όπως άδεια, προληπτική περιφρούρηση και τήρηση των νόμων ενός κράτους δικαίου–, δεν θα ήταν εκ των πραγμάτων ασφαλείς ή εμψυχωτικές. Συχνά, δε, θα ήταν αιματηρές, σκοτεινές και επικίνδυνες.

Ο Bρετανός Charlie Beckett, πρώην τηλεπαρουσιαστής, ο οποίος τώρα διευθύνει  ένα ερευνητικό πρόγραμμα δημοσιογραφίας στο London School of Economics, έγραψε το περασμένο φθινόπωρο ένα άρθρο, στο οποίο παρουσίασε τα αποτελέσματα μιας έρευνας για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την τρομοκρατία. Εκεί ο Beckett αναφέρει: Οι πλατφόρμες βρίσκονται σε δύσκολη θέση όσον αφορά τις ανταγωνιστικές πιέσεις του εταιρικού συμφέροντος, τις απαιτήσεις των καταναλωτών τους για ανοιχτή πρόσβαση, το δημόσιο συμφέρον που συνδέεται με την υποστήριξη της καλής δημοσιογραφίας και την προάσπιση της ασφαλούς και συνεκτικής κοινωνίας. […] Πρόκειται για σχετικά νέους οργανισμούς που έχουν αναπτυχθεί γρήγορα και εξακολουθούν να διαμορφώνουν τις θεσμικές τους βάσεις σχετικά με αυτά τα θέματα».

Αυτή είναι μια δίκαιη και συγκρατημένη εκτίμηση, αλλά το Facebook δεν μπορεί να επικαλείται για πολύ ακόμα τα προβλήματα που έχουν προκληθεί εξαιτίας της ανάπτυξής του ή από την έλλειψη πόρων. Στο τέλος του 2016, η εταιρεία ανακοίνωσε ότι διαθέτει σχεδόν τριάντα δισεκατομμύρια δολάρια σε μετρητά και εμπορεύσιμους τίτλους· τα ετήσια κέρδη της ξεπέρασαν για πρώτη φορά τα δέκα δισεκατομμύρια δολάρια. Το Facebook είναι σε θέση να αντέξει οικονομικά την επιβράδυνση της ανάπτυξής του και την ανάληψη μεγάλου μέρους του ρίσκου που σχετίζεται με τον έλεγχο περιεχομένου – αντιθέτως, το ρίσκο να μην το κάνει αυτό γίνεται ολοένα και πιο εξόφθαλμο. Οι προγραμματιστές του θα μπορούσαν, παράλληλα με τη συνήθη τους δουλειά για τη βελτίωση των αλγορίθμων, να αναλογιστούν τον ισχυρό όρκο ενός επαγγέλματος που έχει παλέψει για μεγάλο χρονικό διάστημα με τις ηθικές δυσκολίες που προκύπτουν από το να καινοτομείς στην αναζήτηση του μεγαλύτερου αγαθού το οποίο είναι: πρώτ’ απ’ όλα, μην κάνεις κακό.

* Ενημέρωση: Πηγές αναφέρουν ότι την Τρίτη (18/4/2017) ο Steve Stephens αυτοκτόνησε καταδιωκόμενος από την αστυνομία.

Ο Steve Coll είναι Κοσμήτορας του Graduate School of Journalism στο Columbia University και γράφει για θέματα που άπτονται των υπηρεσιών πληροφοριών και της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και άλλων χωρών. Είναι ο συγγραφέας του Private Empire: ExxonMobil and American Power.

Coll-FB-Murderer-1200

Εικόνα εξωφύλλου: CHRIS RATCLIFFE / BLOOMBERG VIA GETTY

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία internet/social media

Το dim/art στο facebookΤο dim/art στο twitterinstagram-logoimg_logo_bluebg_2x

 


Στο:Internet / social media Tagged: Charlie Beckett, facebook, Facebook Live, Γιώργος Θεοχάρης, Mark Zuckerberg, Steve Coll, Steve Stephens, The New Yorker

from dimart http://ift.tt/2pWeRgv
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου