Μικροϊστορίες των επιστημών και της φιλοσοφίας
—του Γιώργου Θεοχάρη—
Συχνά διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα ή βλέπουμε μία ταινία και λέμε: «αυτά δε γίνονται!», επαινώντας έτσι εμμέσως τη φαντασία των δημιουργών τους. Έρχονται φορές, όμως, που η ζωή πλειοδοτεί σε φαντασία. Αυτή η ανατροφοδότηση μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, αυτή η ιδιότυπη άμιλλα, συνήθως καταλήγει σε σκέψεις περί του αν η ζωή αντιγράφει την τέχνη ή το αντίστροφο. Δεν υπάρχει απάντηση: οι ανταλλαγές είναι διαρκείς και αμφίδρομες. Κι αν είναι να δώσουμε μία προτεραιότητα στη ζωή, θα είναι απλώς χρονική, υπό την έννοια ότι ο άνθρωπος προϋπήρξε της φαντασίας του.
Δεν είναι παράξενο ένας πραγματικός αρχαιολόγος να ζήσει περιπέτειες επικών διαστάσεων, αφενός επειδή ταξιδεύει σε μέρη εξωτικά όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν, και αφετέρου επειδή η αρχαιολογία πάει πακέτο με την αρχαιοκαπηλία, οπότε προστίθεται και το στοιχείο της παραβατικότητας και της εμπλοκής με τον υπόκοσμο. Ισχύουν όλα αυτά, καμία αμφιβολία. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από τη μυθοπλασία, τον Ιντιάνα Τζόουνς. Η κεντρική ιδέα δεν ξενίζει, έχει βάση. Αλλά οι περιπέτειές του είναι υπερβολικές. «Αυτά δε γίνονται!» Έτσι έλεγα κι εγώ, μέχρι που διάβασα για τον απολύτως υπαρκτό Τζοβάνι Μπατίστα Μπελτσόνι (Giovanni Battista Belzoni), έναν τύπο που κάνει τον Ιντιάνα Τζόουνς να μοιάζει πιο βαρετός κι από φύλακα μουσείου.
Ο Τζοβάνι γεννήθηκε στην Πάντοβα της Ιταλίας στις 5 Νοεμβρίου του 1778. Ο πατέρας του ήταν κουρέας με καταγωγή από τη Ρώμη. Ο μικρός Τζοβάνι έμαθε την τέχνη του πατέρα του και τον βοηθούσε, γιατί στην οικογένεια υπήρχαν άλλα 13 παιδιά, οπότε τι να σου κάνει ένα ψαλίδι; Όταν έκλεισε τα 16, έφυγε και πήγε στη Ρώμη με σκοπό να μονάσει. Στο μοναστήρι όπου προσέφυγε, είπε ψέματα ότι είχε μάθει την τέχνη του υδραυλικού (φαίνεται πως από κουρέα ήταν καλυμμένοι) και τον δέχτηκαν ως δόκιμο μοναχό. Στην πορεία, κάνοντας τον υδραυλικό, την έμαθε τελικά κι αυτή την τέχνη (στων μοναχών το κεφάλι). Όμως, το 1798 την πόλη κατέλαβαν οι Γάλλοι και ο Τζοβάνι αναγκάστηκε (για άγνωστους λόγους) να εγκαταλείψει το μοναστήρι. Γύρισε για λίγο στην Πάντοβα, αλλά δεν τον χώραγε ο τόπος, κι έτσι ξαναπήρε τους δρόμους. Με μια ενδιάμεση στάση το Παρίσι, εγκαταστάθηκε το 1800 στην Ολλανδία, όπου ζούσε δουλεύοντας ως κουρέας. Το 1803 αναγκάστηκε να φύγει κι από κει για να μην τον κλείσουν φυλακή (άγνωστο για ποιον λόγο) και κατέληξε στην Αγγλία όπου γνώρισε και παντρεύτηκε μια αγγλίδα ονόματι Σάρα Μπέιν. Μαζί με τη γυναίκα του έπιασαν δουλειά σε ένα περιοδεύον τσίρκο και άρχισαν να οργώνουν τη Βρετανία, δίνοντας παραστάσεις.
Τι δουλειά είχε ένας κουρέας (άντε, και υδραυλικός) σε τσίρκο; Εδώ αρχίζουν τα ωραία. Ο Τζοβάνι ήταν πολύ ψηλός, 2,01 μέτρα μπόι (δηλαδή, πανύψηλος ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα, πόσο μάλλον για τον 18ο αιώνα), και εξαιρετικά γεροδεμένος. Στο τσίρκο δούλευε ως πεχλιβάνης, με το ψευδώνυμο Σαμψών της Παταγονίας, αλλά έκανε και τον μάγο (χρησιμοποιώντας μαγικά φανάρια δικής του επινόησης) και τον ταχυδακτυλουργό. Κατά πώς φαίνεται, ήταν προικισμένος με υπεράνθρωπη δύναμη· το πιο επιτυχημένο του νούμερο ήταν να σηκώνει 12 άντρες που σχημάτιζαν ανθρώπινη πυραμίδα.
Ο Μπελτσόνι, τυχοδιώκτης ολκής, δεν άντεξε ούτε μία δεκαετία στην Αγγλία• οι δρόμοι τον καλούσαν. Το 1812 άφησε το τσίρκο και, συνοδευόμενος από τη γυναίκα του, έκανε μία περιοδεία για παραστάσεις στην Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Σικελία, για να καταλήξει στη Μάλτα το 1815. Εκεί έτυχε να γνωρίσει έναν απεσταλμένο του Μεχμέτ Αλή, Πασά της Αιγύπτου, ονόματι Ίσμαελ Τζιμπράλταρ, ο οποίος εκείνο τον καιρό εκπονούσε ένα πρόγραμμα εγγειοβελτιωτικών και αρδευτικών έργων για τον Νείλο. Ο Μπελτσόνι μπορεί να ήταν τυπικά απαίδευτος, αλλά το μυαλό του έκοβε: όλο και κάτι σκαρφιζόταν, όλο και κάτι μαστόρευε. Τυχοδιώκτης, αλλά πολυτάλαντος. Κατά σύμπτωση, είχε σχεδιάσει έναν τροχό για την άντληση νερού. Έδειξε τα σχέδια τον Τζιμπράλταρ, εκείνος ενθουσιάστηκε και τον κάλεσε στην Αίγυπτο να φτιάξει ένα πρωτότυπο του τροχού και να τον επιδείξει στην αυλή του Πασά. Όπως ήταν φυσικό, ο Μπελτσόνι αποδέχτηκε την πρόσκληση, και την ίδια χρονιά έφτασε στο Κάιρο, πάντα συνοδευόμενος από τη Σάρα, για να δείξει τα σχέδια στον Πασά. Ο Μεχμέτ Αλί αρχικά ενδιαφέρθηκε για την εφεύρεση, αλλά τελικά η αυλή του απέρριψε το πρωτότυπο που κατασκεύασε ο Μπελτσόνι, ρίχνοντάς τον για έναν χρόνο στην ανεργία.
Ωστόσο, η τύχη του έμελλε να αλλάξει. Ο Ελβετός εξερευνητής Γιόχαν Λούντβιχ Μπέρκχαρτ έπεισε τον Βρετανό Πρόξενο Χένρι Σολτ, συλλέκτη αρχαιοτήτων, να στείλει τον Μπελτσόνι στο Λούξορ για να πάρει το πάνω μέρος ενός κολοσσιαίου αγάλματος του βασιλιά Ραμσή Β΄, βάρους 7 τόνων, από το Ραμσείο, τον ταφικό ναό του βασιλιά. Ο Σολτ είχε την ελπίδα ότι οι μηχανικές γνώσεις του Μπελτσόνι θα τον βοηθούσαν να μεταφέρει τον γιγαντιαίο άγαλμα στις όχθες του Νείλου, απ’ όπου θα έπαιρνε τον δρόμο για το Βρετανικό Μουσείο.
Ο Μπελτσόνι, παντελώς άσχετος με την αρχαιολογία μέχρι εκείνη τη στιγμή, δέχτηκε την αποστολή μετά χαράς ως γνήσιος τυχοδιώκτης (και άνεργος) που ήταν. Πήγε στο Λούξορ, μάζεψε 80 άντρες και με τη δική του καθοδήγηση τους έβαλε να σηκώσουν το άγαλμα και να το φορτώσουν σε ένα αυτοσχέδιο έλκηθρο δικής του επινόησης. Για τις επόμενες 15 μέρες, τραβούσαν το έλκηθρο πόντο-πόντο, μέχρι που το έφεραν στη δυτική όχθη του Νείλου.
Όσο οι άλλοι περίμεναν να έρθει μια κατάλληλη φορτηγίδα για να μεταφέρει τον κολοσσό βόρεια, ο Μπελτσόνι αποφάσισε να εξερευνήσει την περιοχή νότια του Λούξορ, με τη φαντασία του εξημμένη από την περιγραφή του Μπερκχαρντ για έναν ναό σκαλισμένο σε βράχο, μισοθαμμένο στην άμμο, που είχε δει τέσσερα χρόνια πριν στο Αμπού Σιμπέλ, στη Νουβία. Καταπλέοντας τον Νείλο, ο Μπελτσόνι επισκέφθηκε τους ναούς στην Έσνα, στην Εντφού, στην Κομ Όμπο και στη νήσο Φίλαι (κρατώντας σημειώσεις για μελλοντικές αρπαγές), και τελικά, πλοηγώντας προσεκτικά μέσα από τους επικίνδυνους καταρράκτες του ποταμού, έφτασε στον προορισμό του. Εκεί προσέλαβε ντόπιους εργάτες και έψαξε να βρει την είσοδο του ναού, αλλά μία βδομάδα αργότερα, καθώς ξέμεινε από τρόφιμα και λεφτά, εγκατέλειψε τα σχέδιά του και επέστρεψε στο Λούξορ, παίρνοντας καθ’ οδόν έναν οβελίσκο από τον ναό της νήσου Φίλαι, στο όνομα του Βασιλιά της Αγγλίας. (Αυτή η πρακτική μπορεί να ξενίζει σήμερα, αλλά τότε ήταν κοινή: οι Ευρωπαίοι που επισκέπτονταν εξωτικές χώρες, όπως η Αίγυπτος εν προκειμένω, έπαιρναν ανεμπόδιστοι ό,τι τους γυάλιζε. Πρόκειται για άλλη μία ευεργετική συνέπεια του Διαφωτισμού, τρόπον τινά.) Πίσω στο Λούξορ, διενήργησε ανασκαφές στον Ναό της Μουτ, όπου ανακάλυψε μια κρύπτη με αγάλματα (τα οποία και πήρε μαζί του, εννοείται), και εξερεύνησε την Κοιλάδα των Βασιλέων, όπου αποκάλυψε τον τάφο του Βασιλιά Άι. Τότε έφτασε επιτέλους η φορτηγίδα για να μεταφέρει το άγαλμα του Ραμσή στην Αγγλία.
Αυτή η πρώτη εξερευνητική εμπειρία πολύ του άρεσε του Τζοβάνι: και καλά λεφτά έβγαλε και τα ταξίδια του έκανε. Έτσι, αποφάσισε να μείνει στην Αίγυπτο. Τον Φεβρουάριο του 1817, ταξίδεψε και πάλι νότια του Καΐρου. Αν και σκόπευε να επιστρέψει στο Αμπού Σιμπέλ, πρώτα σταμάτησε στο Λούξορ μήπως και βρει τίποτα αρχαία που του είχαν ξεφύγει την πρώτη φορά. Τώρα, όμως, τα βρήκε σκούρα. Στην περιοχή βρίσκονταν άνθρωποι του Γάλλου Γενικού Πρόξενου Μπερναρντίνο Ντροβέτι, ο οποίος ήταν ανταγωνιστής του Σολτ στη συλλογή αρχαιοτήτων. Οι άντρες του Ντροβέτι αναζητούσαν και αυτοί αρχαιότητες στο Λούξορ, με σκοπό να τις στείλουν στη Γαλλία. Ο Μπελτσόνι δεν μπόρεσε να κάνει δουλειά: σχεδόν το σύνολο της διαθέσιμης εργατικής δύναμης ήταν απασχολημένο και οι πιο ενδιαφέρουσες τοποθεσίες πιασμένες.
Αναγκαστικά, εστίασε την προσοχή του στην Κούρνα, στη δυτική όχθη, “απαλλοτριώνοντας” στα γρήγορα μια συλλογή από μούμιες, πάπυρους και μικρά κτερίσματα. Οι άνθρωποι του Ντροβέτι παρεξηγήθηκαν, λες και μόνο εκείνοι είχαν δικαίωμα στη λεηλασία. (Οι ντόπιοι Αιγύπτιοι έπαιρναν περιχαρείς τις πενταροδεκάρες που τους έδιναν για να σκάβουν και απορούσαν τι τις θέλανε αυτές τις παλιατζούρες οι ξένοι. Πολιτισμικές οι διεργασίες, αναμφίβολα.) Σύντομα εκδόθηκε διαταγή που απαγόρευε στους κατοίκους του Λούξορ να πωλούν αρχαιότητες σε οποιονδήποτε εκτός από τον Ντροβέτι. Ο Μπελτσόνι, βλέποντας ότι δεν είχε πλέον ψωμί η περιοχή, έφυγε για το Αμπού Σιμπέλ. Έμεινε εκεί ολόκληρο τον Ιούλιο του 1817, αφαιρώντας περίπου 12 μέτρα άμμου από τη σκαλιστή πρόσοψη του βράχου. Στις 31 Ιουλίου αποκαλύφθηκε η κορυφή της εισόδου, και το επόμενο πρωί ο Μπελτσόνι σύρθηκε μέσα στα σκοτάδια. «Απ’ ό,τι μπορούσαμε να αντιληφθούμε με μια πρώτη ματιά, επρόκειτο προφανώς για έναν πολύ μεγάλο χώρο», έγραψε αργότερα στην Αφήγηση των Επιχειρήσεων και των Πρόσφατων Ανακαλύψεων μέσα στις Πυραμίδες, τους Ναούς, τους Τάφους και στις Ανασκαφές στην Αίγυπτο και στη Νουβία (1820), «αλλά η κατάπληξή μας αυξήθηκε όταν είδαμε ότι επρόκειτο για έναν από τους μεγαλοπρεπέστερους ναούς». Παρ’ όλα αυτά, δουλειά δεν έκανε: δεν βρήκε αντικείμενα που μπορούσαν να μεταφερθούν (και να πουληθούν σε μουσεία της Δύσης). Απογοητευμένος, κατέγραψε βιαστικά όσα έβλεπε (όντας εξαιρετικός σχεδιαστής – άλλο ένα από τα πολλά ταλέντα του) και επέστρεψε στο Λούξορ.
Για να αποφύγει τους άντρες του Ντροβέτι, οι οποίοι τον έψαχναν για να του κόψουν το λαρύγγι, ο Μπελτσόνι αποφάσισε να εστιάσει τις προσπάθειές του στην Κοιλάδα των Βασιλέων, όπου στις 9 Οκτωβρίου του 1817 ανακάλυψε τον τάφο του Πρίγκιπα Μεντουχερκεπεσέφ, και λίγο αργότερα τον τάφο του Βασιλιά Ραμσή Α΄. Και τότε, στις 16 Οκτωβρίου, μια μέρα στην οποία ο Μπετσόνι αναφερόταν ως «ίσως μία από τις καλύτερες στη ζωή μου», έκανε την πιο εκπληκτική από τις ανακαλύψεις του: βρήκε τον τάφο του Βασιλιά Σέτι Α΄, τον μεγαλύτερο και πιο εντυπωσιακά σκαλισμένο και διακοσμημένο τάφο στην Κοιλάδα των Βασιλέων. Ο Μπελτσόνι θαύμασε αυτό το «νέο και τέλειο μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου» και καταχάρηκε όταν ανακάλυψε ότι ένας σπουδαίος θησαυρός παρέμενε στον ταφικό χώρο: η σαρκοφάγος του Σέτι Α΄, με σώμα από ασβεστίτη τόσο λεπτά σκαλισμένο που το φως του κεριού διαπερνούσε τα τοιχώματά της. Όπως παρατήρησε ο ίδιος ο Μπελτσόνι, «δεν μπορώ να δώσω μια επαρκή απάντηση για αυτό το όμορφο και ανεκτίμητο κομμάτι της αρχαιότητας· το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι τίποτα από αυτά που έχουν έρθει στην Ευρώπη από την Αίγυπτο δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του».
Μετά τις σπουδαίες ανακαλύψεις των βασιλικών τάφων των Θηβών, ο Μπελτσόνι έστρεψε την προσοχή του στις πυραμίδες στην Γκίζα. Στις 2 Μαρτίου του 1818 έγινε ο πρώτος Ευρωπαίος που μπήκε στην πυραμίδα του Χεφρήνου. Ιστορικό επίτευγμα για τον αυτοδίδακτο αρχαιολόγο.
Φεύγοντας από την Γκίζα, επέστρεψε στο Λούξορ για ανασκαφές, επιλέγοντας ένα σημείο πίσω από τους Κολοσσούς του Μέμνονα, όπου ανακάλυψε αρκετά αγάλματα μέσα σε δύο μόνο μέρες. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1818, ολοκλήρωσε τα εκμαγεία των σκηνών από τον τάφο του Σέτι Α΄, καθώς και την έρευνα του τάφου. Ύστερα από εκστρατεία 40 ημερών προς ανεύρεση ορυχείων με θειάφι και σμαράγδια (οτιδήποτε μπορούσε να πουληθεί ήταν ευπρόσδεκτο), κατά τη διάρκεια της οποίας ανακάλυψε τα ερείπια της Βερενίκης στην ακτή της Ερυθράς Θάλασσας, έφτασε στο Ασουάν για να πάρει τον οβελίσκο του Πτολεμαίου Η΄, τον οποίο είχε σταμπάρει νωρίτερα (για λογαριασμό της Αγγλίας, πάντα). Μολονότι ο οβελίσκος των 6 τόνων γλίστρησε στο ποτάμι κατά τη μεταφορά, ο Μπελτσόνι κατάφερε έως τα Χριστούγεννα να τον φέρει στο Λούξορ, απ’ όπου αργότερα μεταφέρθηκε στο Ντόρσετ, στην Αγγλία. Εντούτοις, η χαρά του δεν κράτησε πολύ. Η αρπαγή του οβελίσκου είχε εξαγριώσει τους ανθρώπους του Ντροβέτι, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ότι τον είχε κλέψει (από τους ίδιους, όχι από τους Αιγύπτιους)· οι ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ των “αρχαιολόγων” που μάλωναν σε ξένο αχυρώνα χειροτέρευαν διαρκώς. Σε έναν καυγά μεταξύ τους στην ανατολική όχθη του Λούξορ έπεσαν μέχρι και πυροβολισμοί. Μετά απ’ αυτό, ο Μπελτσόνι, που όσο πωρωμένος κι αν ήταν δεν ήθελε να καταλήξει το κουφάρι του στις λάσπες του Νείλου, αποφάσισε να φύγει άρον-άρον. Κατά την επιστροφή του εξερεύνησε το Φαγιούμ και διέσχισε την έρημο προς την Όαση Μπαχαρίγια, ψάχνοντας χωρίς αποτέλεσμα για το διάσημο μαντείο του Διός-Άμμωνος. Τον Σεπτέμβριο του 1819 ο Μπελτσόνι άφησε την Αίγυπτο για πάντα.
Γυρίζοντας στην Αγγλία, ο Μπελτσόνι οργάνωσε το 1821 μία έκθεση με τις ανακαλύψεις του στην Αιγυπτιακή Αίθουσα στο Πικαντίλι, στο Λονδίνο. Στη συνέχεια, αφού εξέδωσε μία περιγραφή των κατορθωμάτων του στην Αίγυπτο, επισκέφθηκε τη Ρωσία, όπου τον δέχτηκε σε ακρόαση ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄. (Αυτός δεν είχε περάσει Διαφωτισμό, αλλά δεν θα έλεγε όχι σε ένα κομμάτι τις πίτας.) Ακολούθως, πήγε για λίγο στο Παρίσι, όπου επίσης οργάνωσε μία έκθεση με τα ευρήματά του.
Καλές οι τιμές και οι εκθέσεις, αλλά ο Μπελτσόνι ήταν γεννημένος τυχοδιώκτης. Άντεξε τη συμβατική ζωή μόλις μέχρι το 1823, οπότε και πήρε για άλλη μια φορά τους δρόμους. Αυτή τη φορά ήθελε να καταπλεύσει τον Νίγηρα και να εξερευνήσει το Τιμπουκτού. Φτάνοντας στο Γκουάτο, έγινε δεκτός από τον Βασιλιά Όντι. Οι προοπτικές έδειχναν καλές. Δυστυχώς, λίγο αργότερα προσβλήθηκε από δυσεντερία (η εκδίκηση της Αφρικής) και πέθανε. Σύμφωνα με μία άλλη πηγή, τον διάσημο ταξιδευτή Ρίτσαρντ Φράνσις Μπάρτον, έπεσε θύμα ληστείας μετά φόνου (η εκδίκηση των Αφρικανών). Όπως και να ’χει, έφυγε από τη ζωή στις 3 Δεκεμβρίου του 1823, σε ηλικία μόλις στα 45 ετών.
Ο Τζοβάνι Μπατίστα Μπελτσόνι άλλαξε πολλές φορές επαγγελματική κατεύθυνση κατά τη διάρκεια της περιπετειώδους ζωής του: κουρέας, υδραυλικός, πεχλιβάνης, μάγος, ταχυδακτυλουργός, εφευρέτης, εξερευνητής, σχεδιαστής, αρχαιολόγος. Με ένα “εγώ” ταιριαστό στον γιγαντιαίο του σωματότυπο, το κύριο κίνητρο του Μπελτσόνι ήταν τα λεφτά και η δόξα που συνόδευσε τις ανακαλύψεις του παρά οποιαδήποτε επιθυμία να επεκτείνει την κατανόηση του παρελθόντος. Ούτως ή άλλως, την εποχή του Μπελτσόνι η επιστήμη της αρχαιολογίας ήταν ακόμα στα σπάργανα. Οι περισσότεροι εξερευνητές αρχαίων πολιτισμών ήταν περισσότερο λάτρεις της περιπέτειας παρά επιστήμονες και οι εξερευνήσεις έμοιαζαν περισσότερο με κυνήγι θησαυρού με έπαθλο εντυπωσιακά ευρήματα. Εντούτοις, ο ίδιος φαίνεται πως είχε επίγνωση ότι στη πορεία οι τυχοδιωκτισμοί του πέρασαν σε άλλη διάσταση, απείρως σημαντικότερη από τις αρχικές του προθέσεις. Το απόσταγμα της εμπειρίας του ήταν σαφώς σημαντικότερο από τις απίστευτες περιπέτειές του κατά μήκος του Νείλου. Παραθέτω από τη δική του Αφήγηση: «Δεν έχει και τόση σημασία που κατά τύχη έγινα πλούσιος […] η τύχη, όμως, μου έδωσε τέτοια ικανοποίηση, τέτοια απερίγραπτη χαρά, που με τα πλούτη μου δεν θα μπορούσα να την αγοράσω· τη χαρά τού να ανακαλύπτεις αυτό που ματαίως και για πολύ καιρό αναζητούσαν άλλοι». Λόγια ενός γνήσιου εξερευνητή.
Ο Τζοβάνι Μπατίστα Μπελτσόνι ζωγραφίζει τον εαυτό του, όπως ήταν κατά την αιγυπτιακή του περίοδο, για το εξώφυλλο της Αφήγησης (1820).
Οι αρχαιολόγοι έχουν έκτοτε επικρίνει δριμύτατα τις καταστροφικές του μεθόδους, αλλά είναι λάθος να κρίνονται οι πρωτοπόροι αρχαιολόγοι με βάση τις σύγχρονες ερευνητικές προδιαγραφές. Άλλες ήταν οι εποχές που έδρασαν αυτοί οι αδαείς και άπληστοι, πλην γενναίοι και παράτολμοι, αρχαιοδίφες. Άλλωστε, ο Μπελτσόνι μεταχειρίστηκε τις αιγυπτιακές αρχαιότητες με περισσότερο σεβασμό απ’ ό,τι οι σύγχρονοί του αρχαιολόγοι (ακόμα και απ’ ό,τι κάποιοι από τους μεταγενέστερούς του). Επίσης, στα υπέρ του είναι ότι έγραψε πολύ λεπτομερείς περιγραφές των μνημείων, δημοσίευσε σκίτσα και σχέδια (μνημειώδης και η μεταθανάτια έκδοση των σκίτσων του από τους βασιλικούς τάφους των Θηβών, την οποία επιμελήθηκε η χήρα του το 1829), και έκανε μερικές ακριβείς ιστορικές παρατηρήσεις. Η περιγραφή των περιπετειών του, καθώς και οι εκθέσεις του, συνέτειναν στην αύξηση της δημοτικότητας της αρχαίας Αιγύπτου σε ένα κοινό που, ως επί το πλείστον, αγνοούσε τα θαύματά της. Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά ξεκίνησε για πλιάτσικο ευρείας κλίμακας στην Αίγυπτο (στο οποίο δεν τα πήγε κι άσχημα), εκ του αποτελέσματος ο Μπελτσόνι (πρέπει να) θεωρείται πρωτοπόρος της Αιγυπτιολογίας. Η δε ζωή του, στο σύνολό της, κάνει τους σεναριογράφους των περιπετειών του Ιντιάνα Τζόουνς να μοιάζουν με συγγραφείς ρομαντικών κομεντί.
***
Βασική πηγή:
Garry J. Shaw, «Giovanni Battista Belzoni. 1778-1823. Exploring Ancient Egypt», στο Brian Fagan (επιμ.), The Great Archaeologists, Thames & Hudson, London 2014.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Μικροϊστορίες των επιστημών και της φιλοσοφίας
from dimart http://ift.tt/1S8zNeY
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου