Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Τα πρωτοχρονιάτικα δώρα δεν μιλάνε πάντα τη γλώσσα της αγάπης

12463901_10207452313441950_473623963_n

Έγκλημα στην Πόλη #13 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40

—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—

Η ζωή ήταν εύκολη για τον Νασίμ. Όχι μόνο κληρονόμησε σπίτι από τον πατέρα του αλλά και δουλειά. Το σπίτι ήταν χτισμένο στην περιοχή Φατίχ, από τα παράθυρά του στην πρόσοψη έβλεπες το μεγάλο τζαμί του Φατίχ και από τα πίσω παράθυρα τα μεγάλα μποστάνια, πριν τα καταπιεί κυριολεκτικώς καμιά δεκαριά χρόνια αργότερα, η μεγάλη λεωφόρος Vatan. Τα μποστάνια τα διέσχιζε το ποτάμι με τα πολλά ονόματα. Λύκος το βυζαντινό του όνομα, Bayrampaşa το οθωμανικό και Yenibahçe το σύγχρονο τουρκικό. Yenibahçe λέγανε τότε και τη γειτονιά, αργότερα που δεν έμεινε μπαχτσές ούτε για δείγμα και λόγω του κτιρίου της Διεύθυνσης Ασφαλείας της Ιστανμπούλ που δέσποζε, ονομάστηκε Emniyet, δηλαδή ασφάλεια.

Τα πιο κοντινά μποστάνια στο σπίτι του ανήκαν στον Αρμένη Τανάς και στους Ρωμιούς Αντρίκο και Παναγιώτη. Ο Τανάς καλλιεργούσε κυρίως λαχανικά και οι δύο Ρωμιοί οπωρικά. Οι τιμές πολύ χαμηλές και τα προϊόντα πολύ καλά, όλη η περιοχή από αυτούς ψώνιζε. Είχαν δε όλοι να λένε για την ευγένεια και τη διακριτικότητά τους. Όταν ο καιρός ήταν καλός και οι αδελφές του Νασίμ ήθελαν να κόψουν δρόμο για το σχολείο περνώντας μέσα από τα μποστάνια, αν τύχαινε εκείνη την ώρα και κάποιος από τους τρεις δούλευε στο μποστάνι του, απομακρυνόταν διακριτικά από το σημείο που περνούσαν τα κορίτσια, γύριζε την πλάτη του και συνέχιζε τη δουλειά του. Και έτσι φύλαγαν και τα ρούχα τους και το καλό τους όνομα και την ηρεμία της ψυχής τους.

Η μετακίνηση από το Φατίχ ήταν δύσκολη. Το πρώτο δημοτικό λεωφορείο άρχισε να λειτουργεί στις 27 Νοεμβρίου του 1947 και εκτελούσε δρομολόγια μεταξύ 7 το πρωί και 8 το βράδυ για όσους ήθελαν να “κατέβουν κάτω” όπως έλεγαν τότε. Και το κάτω ήταν οι περιοχές Sirkeci, Eminönü, Sultanhamam, Mısırçarşı. Με αυτό το λεωφορείο πήγαινε κάθε μέρα στη δουλειά του ο Νασίμ. Μια ανηφόρα ανέβαινε από το Eminönü και βρισκόταν στο Kapalı Çarşı, στην Κλειστή Αγορά των 1.336 τετραγωνικών μέτρων. Εκεί, σε έναν από τους 58 εσωτερικούς διαδρόμους της Αγοράς και ανάμεσα στα περίπου 1.000 μαγαζιά της, ήταν και το δικό του που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Όχι ακριβώς μαγαζί, ένας μικρός χώρος 2 επί 3, με έναν πάγκο μπροστά στην είσοδο και δεκάδες ράφια φορτωμένα τόπια με υφάσματα παζέν. Αυτά τα χονδρά, πολύχρωμα, απαλά στην εξωτερική τους πλευρά, βαμβακερά υφάσματα που αγαπούσαν τόσο οι γυναίκες της Ανατολίας και με τα οποία έφτιαχναν τα φαρδιά σαλβάρια και τις σουρωτές τους μακριές φούστες. Κάθε λογής λουλούδι, κάθε λογής φυλλαράκι και κάθε λογής φωτεινό χρώμα στόλιζε τα υφάσματα και έμοιαζαν τα ράφια με ανθισμένο μπαχτσέ.

Πήγαινε πολύ καλά η δουλειά του, μια χαρά αντιμετώπιζε τα έξοδα της οικογένειας, είχε κάνει και κομπόδεμα, κανείς όμως δεν ήξερε ότι είχε αρκετά χρήματα στην τράπεζα. Τα παιδιά του έτσι κι αλλιώς ήταν μικρά, δεν υπήρχε κανένας λόγος να ξέρουν τα οικονομικά του, και η γυναίκα του ήταν εκείνη που κυρίως δεν έπρεπε να ξέρει. Σπάταλη γυναίκα η Σαμπριέ, είχε μανία μεγάλη με την εμφάνισή της. Πιο πολύ την ενδιέφερε το τι θα φορέσει να πάει βόλτα στο Πέρα να χαζέψει τις βιτρίνες και να ενημερωθεί για τις τελευταίες επιταγές της μόδας, παρά το τι θα μαγειρέψει στα παιδιά της. «Όλα τα παζέν δικά σου» της έλεγε συχνά πυκνά εκείνος, «διάλεξε και φτιάξε όσα φορέματα θες».

Τι να τα κάνει τα παζέν; εκείνη ήθελε ταφτάδες, μουσελίνες, βελούδα και σατέν που στόλιζαν τις βιτρίνες του Πέρα. Ήθελε ταγιέρ και φορέματα από αγγλικά μάλλινα υφάσματα να τονίζουν τα ωραιότερα σημεία του σώματός της, τη μέση, την περιφέρεια και το στήθος. Ήθελε τους ώμους της τονισμένους με βάτες, φούστες ίσιες και στενές, μεταξωτές κάλτσες, κομψές δερμάτινες γόβες με τακούνι, βραδινά φορέματα με εκλεπτυσμένα ντεκολτέ. Ήθελε τα ρούχα της να εκπέμπουν μια γεύση πολυτέλειας και να αισθάνεται μέσα σε αυτά θηλυκή και αριστοκρατική. Και πάνω από όλα, όπως όλες οι καλοντυμένες αστές γυναίκες της Ιστανμπούλ, ήθελε και αυτή να έχει στην ντουλάπα της το φετίχ της εποχής. Ένα γούνινο παλτό.

Από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1948, ο Νασίμ είχε αποφασίσει να κάνει έκπληξη σε όλη την οικογένεια και να αγοράσει καινούρια έπιπλα. Καινούρια τραπεζαρία, καινούριο σαλόνι, κρεβατοκάμαρα για αυτόν και τη γυναίκα του και καινούρια έπιπλα για το δωμάτιο των παιδιών. Είχε ψάξει, είχε ελέγξει τιμές, είχε παζαρέψει, την είχε κλείσει τη δουλειά, μέχρι και καπάρο είχε δώσει. Μετά τις 5 Ιανουαρίου θα έρχονταν τα έπιπλα στο σπίτι. Έπρεπε να βρει τρόπο να το αδειάσει από τα παλιά έπιπλα, και άλλος τρόπος δεν υπήρχε παρά να ενημερώσει τη γυναίκα του για την απόφασή του αυτή. Και της μίλησε. Χαρούμενος και υπερήφανος της ανακοίνωσε το πρωτοχρονιάτικο δώρο που είχε αποφασίσει να κάνει σε όλη την οικογένεια.

Πιο πολύ εντυπωσιάστηκε παρά απογοητεύτηκε όταν είδε ότι η αντίδραση της Σαμπριέ δεν ήταν αυτή που περίμενε. Όχι μόνο δε χάρηκε, αλλά κατέβασε κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα, δεν του μιλούσε για μια ολόκληρη εβδομάδα. «Τι έχεις τζανίμ;» μια, «τι έχεις τζανίμ;» δυο και τρεις και πέντε, κουβέντα δεν πήρε από το στόμα της.

Μόνο στις 30 Δεκεμβρίου εδέησε η Σαμπριέ να μιλήσει. Να φωνάξει δηλαδή και να κλάψει και να τσιρίξει, να την ακούσουν μέχρι και στα μποστάνια τους ο Τανάς, ο Αντρίκος και ο Παναγιώτης και ο μουεζίνης του τζαμιού από την άλλη πλευρά. Δεν ήθελε έπιπλα, τι να τα κάνει να τα βάλει πάνω της να πάει στο Πέρα, να πιει τσάι στο περίφημο Lebon όπου συνωστιζόταν όλος ο καλός κόσμος της Πόλης; Μια γούνα ήθελε, ένα παλτό μακρύ, ζεστό και εντυπωσιακό να περπατάει αρχόντισσα στο Πέρα. Ένα παλτό ρενάρ αρζαντέ, να γυαλίζει η τρίχα του και να σηκώνεται η δική της τρίχα από την ευχαρίστηση. Όχι, δεν ήθελε οποιαδήποτε γούνα αλεπούς, δεν ήθελε την κόκκινη αλεπού, ούτε την μπλε αλεπού, την ασημένια ήθελε που είχε μεγαλύτερη ποσότητα μελανίνης και την προτιμούσαν οι κυρίες, αν και δεν γνώριζαν που όφειλε το εξαίσιο χρώμα της. Κανένα άλλο ταλαίπωρο ζώο, ούτε βιζόν, ούτε αστραχάν, ούτε τσιντσιλά, ούτε ερμίνα πάνω της θα αναδείκνυε τη θηλυκότητά της, μόνο μια ρενάρ αρζαντέ της ταίριαζε.

Ανένδοτος ο Νασίμ, επέμενε ότι το πρωτοχρονιάτικο δώρο της ήταν τα έπιπλα, ούτε να ακούσει για αλεπούδες ασημένιες και πράσινα άλογα. Η λογομαχία κράτησε ώρες. Τα παιδιά κλείστηκαν στο δωμάτιό τους και το 1948 συνέχισε ακάθεκτο να προχωρά προς το τέλος του. Ο Νασίμ της έριξε δυο χαστούκια που θα ζάλιζαν ακόμα και ολόκληρη αγέλη αλεπούδων. Βλέποντας η Σαμπριέ την ασημένια αλεπού να απομακρύνεται όλο και περισσότερο και διακρίνοντας το ειρωνικό και πονηρό βλέμμα αλεπούς που της έριξε όπως έφευγε, γιατί ήξερε ήδη ότι κάποια χρόνια αργότερα θα υποβληθεί σε πρόγραμμα εξημέρωσης και θα γνωρίσει μεγάλες δόξες ως κατοικίδιο σε πολλές βόρειες χώρες, έχασε μαζί με τη γούνα και την ψυχραιμία της. Άρπαξε το μαχαίρι του ψωμιού και έτσι όπως ήταν πεσμένη στο πάτωμα από τα χαστούκια του Νασίμ, τον τραυμάτισε σοβαρά στο πόδι με καμιά δεκαριά μαχαιριές και δυο αλεπουδίσιες κραυγές.

* * *

12463901_10207452313441950_473623963_n

Εικόνα εξωφύλλου: αεροφωτογραφία όπου διακρίνονται το μποστάνι του Τανάς, το μποστάνι του Αντρίκου και το μποστάνι του Παναγιώτη. Η μπλε γραμμή είναι η λεωφόρος Vatan, που έγινε αργότερα και η ονομασία της σημαίνει πατρίδα.

* * *

Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Έγκλημα στην Πόλη

Το dim/art στο facebook

follow-twitter-16u8jt2 αντίγραφο




from dimart http://ift.tt/1Oz3upj
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου