24 Δεκεμβρίου 1971
—Γιόζεφ Μπρόντσκι—
Μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Τα Χριστούγεννα είμαστ’ όλοι μάγοι λίγο πολύ.
Στα μπακάλικα χώνονται και σπρώχνουν.
Χαλβά με γεύση καφέ ζητούν ένα κουτί,
το ταμείο πολιορκούν, μαλώνουν,
ένα πλήθος φορτωμένο πακέτα χιλιάδες
είναι μαζί και γκαμήλες και βασιλιάδες.
Δίχτυα, τσάντες, χαρτοσακούλες και ό, τι άλλο,
Καπέλα, γραβάτες, στραβά φορεμένα.
Μυρωδιά από βότκα, ρετσίνι, μπακαλιάρο,
μανταρίνια και μήλα με κανέλα φτιαγμένα.
Χάος προσώπων, κλειστοί είναι οι δρόμοι
προς τη Βηθλεέμ, φραγμένοι από χιόνι.
Κι οι φέροντες φτωχικά δώρα
στα λεωφορεία πηδούν, τσακίζονται στην πόρτα
την κλειστή/ χάνονται σε λάκκους στις αυλές
κι ας ξέρουν τώρα πια πως η φάτνη είναι αδειανή:
ούτε ζώα ούτε παχνί ούτ’ Εκείνη
που χρυσό ένα φωτοστέφανο τη ντύνει.
Άδειο. Όμως να τη σκεφτείς φτάνει
και βλέπεις ξαφνικά φως απ’ το πουθενά.
Να ’ξερε ο Ηρώδης πως όσο η δύναμή του αυξάνει
τόσο πιο αληθινό, πιο αναπόφευκτο το θαύμα θα ξεσπά.
Ο αδιάλειπτος αυτός δεσμός
είναι των Χριστουγέννων ο βασικός μηχανισμός.
Κι αυτό γιορτάζουν σήμερα παντού
κι όπως πλησιάζει η Εορτή
ενώνουν τα τραπέζια. Δεν απαιτούν
ακόμα τα’ άστρο, αλλά η θέληση η αγαθή
φαίνεται στους ανθρώπους από μακριά
κι οι ποιμένες συδαυλίζουν τη φωτιά.
Το χιόνι πέφτει, δεν καπνίζουν, σαλπίζουν
στη στέγη οι καμινάδες. Τα πρόσωπα ένας λεκές όλα.
Ο Ηρώδης πίνει. Οι γυναίκες τα μωρά τους κρύβουν.
Ποιος θα ‘ρθει; Κανείς δεν ξέρει τώρα:
το σημάδι δεν μας το ‘παν κι οι καρδιές μας ίσως
τον νιόφερτο να μην αναγνωρίσουν.
Όμως όταν στο κατώφλι διασκορπά
της νύχτας την ομίχλη την πυκνή το ρεύμα,
μια μορφή αναδύεται που πέπλο φορά
με το Βρέφος και το Άγιο Πνεύμα,
τη νιώθεις, δεν ντρέπεσαι, το μέσα σου χαίρει,
κοιτάς τον ουρανό και βλέπεις τ’ αστέρι.
* * *
Εδώ άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων
from dimart http://ift.tt/1SlW1cM
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου