Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

Ματίλντα

Η Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού και η Μαρία Τοπάλη διαβάζουν βιβλία για παιδιά και τα συζητούν μεταξύ τους — γραπτά. Κάθε Τρίτη!

Ρόαλντ Νταλ, Ματίλντα
Εκδόσεις Ψυχογιός, 1990
Εικονογράφηση: Κουέντιν Μπλέικ
Μετάφραση: Κώστια Κοντολέων, κρατικό βραβείο μετάφρασης 1991

 

Η Μαρία στη Νίκη:

Δεν είμαι σίγουρη αν ήταν όταν ολοκλήρωσα το πρώτο ή το δεύτερο κεφάλαιο, πάντως ήταν σίγουρα αρκετά νωρίς κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης που ένιωσα όλη τη συζήτηση —να πω καλύτερα τη διαμάχη— που έχει ξεσπάσει γύρω από την πολιτική ορθότητα του Νταλ (1916-1990), κι αν πρέπει ή δεν πρέπει να κυκλοφορούν διορθωμένα τα έργα του, κι αν ήταν ή δεν ήταν κάθαρμα, και, και- όλα τα σάρωσε η συγκεκριμένη Ματίλντα. Απλώς περίμενα το επόμενο διάλειμμα από τη δουλειά ή την επόμενη στιγμή που θα βρισκόμουν όρθια να διαβάζω στο λεωφορείο ή στο μετρό. Υποψιασμένη και αυστηρή το διάβασα, μπας και κάπου τον τσακώσω να υποπίπτει στο παράπτωμα του αντισημιτισμού ή του σεξισμού ή του ρατσισμού. Το αποτέλεσμα ήταν να ρουφήξω με ανυπομονησία ένα υπέροχο βιβλίο. Που αν έπρεπε κιόλας να το ελέγξω με βάση τις αρχές της πολιτικής ορθότητας, θα το έβρισκα άψογο. Βέβαια, υπάρχουν μαρτυρίες ότι με τη βοήθεια συγκεκριμένων προσώπων και εκδοτών η Ματίλντα ουσιαστικά ξαναγράφτηκε για να πάρει τη συγκεκριμένη μορφή της. Αλλά φυσικά, αυτό ισχύει πιθανότατα για πολλούς συγγραφείς και πολλά έργα. Καλό είναι να το γνωρίζουμε και, στον βαθμό που θα τεκμηριωθεί αδιάσειστα, μακάρι η σχετική σημείωση να συνοδεύει μελλοντικά την έκδοση. Είναι πολύ χρήσιμο να γνωρίζουμε πόσο μεγάλη ήταν η επέμβαση του Πάουντ στην Waste Land του Έλιοτ, αλλά δεν θα γίνουμε αναγνώστες με τη βοήθεια αυτής της γνώσης. Αναγνώστες γινόμαστε με βάση την ικανότητά μας να συγκινούμαστε και να απολαμβάνουμε. «Δι’ ελέου και φόβου», που έλεγε κάποιος. Εκτός αν τον αποδομήσουμε και αυτόν τον κάποιο ως μάτσο και τελειώσουμε με την τέχνη και τις συγκινήσεις της μια για πάντα. Σε αυτό το οργουελικό σενάριο θα αντισταθώ.

Πάντως, όσο ακόμα υπάρχουμε οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες που μπορούμε να συγκινούμαστε και να διαβάζουμε με την ανάσα κομμένη, η Ματίλντα θα είναι από τα αγαπημένα μας βιβλία. Να πω ότι παίρνει τη θέση της στη μακρά παράδοση των βιβλίων για παιδιά που αποκαθηλώνουν, ακριβώς, το παλαιό στερεότυπο του παιδιού ως ενός ατελούς ενήλικα, που, όπως χαρακτηριστικά λέμε στη γλώσσα μας, «δεν έγινε άνθρωπος»; Αυτό το στερεότυπο δικαιολόγησε επί δεκαετίες, επί αιώνες, την λεκτική και σωματική κακοποίηση σε βάρος των παιδιών. Επιπλέον, η πρωταγωνίστρια-Ματίλντα είναι ένα κοριτσάκι, μικροσκοπικό, που αντιπαραβάλλεται με την εξυπνάδα της, νοητική και συναισθηματική, αφενός προς τον χονδροειδώς αυταρχικό και χυδαίο πατέρα, αφετέρου προς την βίαιη διευθύντρια, που επιβάλλεται καταχρώμενη τη θέση εξουσίας και τη σωματική της διάπλαση. Και, βέβαια, η Ματίλντα δεν είναι γλυκούλα και γλυκερή. Είναι γλυκιά αλλά και λίγο πικρή· είναι ελαφρά δηλητηριώδης, όπως όλα τα παιδιά μέσα στην ανεπεξέργαστη φυσικότητα και την ειλικρίνειά τους.

Δυο πράγματα εκτίμησα πολύ, παρεμπιπτόντως και ανεξάρτητα από το ότι πρόκειται για μια ιστορία καλογραμμένη, από ένα δεινό αφηγητή — δεν επιβάλλονται τυχαία κάποια βιβλία στο αναγνωστικό κοινό σε βάρος άλλων. Πρώτον, τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται ο αφηγητής το ζήτημα της μαγείας. Η μαγική ικανότητα της Ματίλντα εμφανίζεται σε μια στιγμή κορύφωσης, σαν να αποτελεί ακριβώς μια κατάσταση εκτροπής, έναν εκτροχιασμό του νου που δεν βρίσκει αλλού διέξοδο. Είναι μια μαγεία-ντελίριο. Μόλις αποκατασταθεί η συνθήκη που έχει ανάγκη ο συγκεκριμένος νους για να ανθίσει, η μαγεία ξεθυμαίνει. Άριστα με τόνο, και στοιχηματίζω ότι και ο πιο ζόρικος και καχύποπτος θα συμφωνήσει μαζί μου, αν το διαβάσει καλόπιστα. Δεύτερον, ο αφηγητής δεν φοβάται να αναμετρηθεί με το ταμπού της γονεϊκότητας. Έτσι, η Ματίλντα υιοθετείται εντέλει από τον άνθρωπο που πραγματικά την αγαπά και της ταιριάζει και φεύγει από τον ασφυκτικό κλοιό των φυσικών γονέων, που είναι ανίκανοι να την αγαπήσουν και να αναλάβουν την ευθύνη της.

Εν συνόψει, ο Νταλ αναμετριέται στο βιβλίο αυτό επιτυχώς, που σημαίνει πειστικά και αβίαστα, χωρίς διδακτισμό, με χιούμορ και χρήση του σασπένς, με μπόλικα κλισέ. Τα αποδομεί με τη φυσικότητα που μόνο τα καλά παραμύθια διαθέτουν. Να πω τα αληθινά παραμύθια; Αν, τώρα, η ενδιάθετη κατάστασή του έρεπε προς την κακότητα ή μάλλον προς αυτό που και η μεγάλη μου κόρη επεσήμανε ως «creepy» (αλλόκοτο; ανατριχιαστικό; αφύσικο;) και ένας εκδότης το λείανε επί το γλυκύτερο, μπράβο στον εκδότη και μπράβο και στον Νταλ που προσαρμόστηκε.

 

Η Νίκη στη Μαρία:

Τη Ματίλντα τη λατρεύω. Την αγαπάω τόσο πολύ που την έχω στο μυαλό μου με χίλιους τρόπους. Όταν ρώτησα έναν φίλο μου αν την έχει διαβάσει, θεωρούσα την απάντησή του δεδομένα καταφατική για να μπορέσω να συνεχίσω την κουβέντα, γιατί πιστεύω πως είναι ένα βιβλίο υπερκλασικό για τα παιδιά της δικής μου γενιάς. Τα λίγο μεγαλύτερα και τα λίγο μικρότερα. Ο φίλος μου δεν την είχε διαβάσει και εγώ απογοητεύτηκα και άρχισα να μιλάω ασταμάτητα για το πόσο τέλεια είναι η Ματίλντα —τι άτομο!— και πόσο συγκλονιστικό παραμύθι είναι. Για να μαζέψω τον ενθουσιασμό μου μουρμούρισα κάποια στιγμή πως αυτό το βιβλίο με έκανε να θέλω να γίνω δασκάλα. Αυτό, μαζί με τις φανταστικές μου δασκάλες, δασκάλες σαν τη δεσποινίδα Χόνεϊ, που άραγε αναρωτιέται κανείς που πάει όταν φεύγει από το σχολείο. Ο φίλος όπως και πολλά άλλα παιδιά (λίγο μεγαλύτερα και λίγο μικρότερα) είχε δει την ταινία (πάλι καλά!) και έτσι ήξερε κάπως την Ματίλντα και επιβεβαίωσε την αίσθησή μου περί κλασικής ηρωίδας. Πράγματι, ακόμα και αν δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, πολύς κόσμος είναι εξοικειωμένος με τη φιγούρα και την ιστορία. Είναι, όπως επισήμανε εύστοχα αγαπημένη φίλη, ηρωίδα αναφοράς.

Και το βιβλίο είναι ένα βιβλίο αναφοράς για εμάς που μεγαλώσαμε μέσα στα βιβλία ή που τα ανακαλύψαμε κάποια στιγμή και βουτήξαμε σε αυτά. Αλλά και για εμάς που γίναμε —ή μάλλον γινόμαστε καθημερινά— δασκάλες. Η ιστορία του βιβλίου είναι μια αλληγορία για το νόημα της εκπαίδευσης και τον ρόλο του σχολείου (και των δημόσιων βιβλιοθηκών): είναι ο τόπος που σε σώζει, που σε απαλλάσσει από το περιοριστικό περιβάλλον που σου επιβάλλει η οικογένεια ή η κοινωνική σου τάξη. Στη θέση της Ματίλντας που μεγαλώνει μόνη της, έξυπνη και χαρισματική, μπορούμε να βάλουμε ένα οποιοδήποτε παιδί που μεγαλώνει στο περιθώριο. Για κάθε αποκλεισμένο παιδί, το σχολείο θα έπρεπε να είναι ένα καταφύγιο, ένας χώρος που ίσως να μην έχει τόση σημασία από πού κατάγεσαι, αλλά πόσο μακριά θέλεις να φτάσεις. Υπάρχει ένας χαρακτηριστικός διάλογος ανάμεσα στη δασκάλα και τη Ματίλντα που η πρώτη ρωτάει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η μικρή πολλαπλασιάζοντας και εκείνη απαντά κυριολεκτικά πώς δεν ξέρει. Μια κυριολεξία της οποίας η δεσποινίς Χόνεϊ αντιλαμβάνεται την αμφισημία και ο αφηγητής το σχολιάζει διακριτικά. Και επειδή ξέρουμε πόσο δύσκολο και σχεδόν ανέφικτο είναι αυτό, μας χρειάζεται ένα παραμύθι που η τρυφερή δασκάλα υποδέχεται τα παιδιά και τα κοιτάει στα μάτια, τα φροντίζει και τα νοιάζεται ουσιαστικά, τα αφήνει να φτάσουν πραγματικά εκεί που θέλουν.

Διαβάζοντας το βιβλίο έτσι, μου αρέσει πάρα πολύ που το σχολείο δεν είναι παράδεισος, αλλά είναι μάλλον το αντίθετο. Είναι το πεδίο άσκησης της εξουσίας της βίαιης και παράλογης διευθύντριας, ένας χώρος που μοιάζει εφιαλτικός. Αλλά είναι και ένας τόπος που με δουλειά (και λίγα μαγικά) διορθώνεται. Είναι εκεί που τα παιδιά μαθαίνουν να αντιστέκονται, να λένε όχι, να συνωμοτούν. Και να τα καταφέρνουν. Η Ματίλντα μικροσκοπική, γλυκιά και πικρή, πανέξυπνη και λαμπερή αναγνώστρια, μιλάει για τη νίκη του καλού απέναντι στο κακό: για ένα καλό που δεν είναι όμως αφελές και μονοδιάστατο, αλλά πονηρό και μαγικά ρεαλιστικό. Αχ, τη λατρεύω. Τι άτομο!

Κλείνοντας, θεωρώ πως η Ματίλντα μάλλον ξεφεύγει από τη διορθωτική τάση και τη διαμάχη που αναφέρεις – μια διαμάχη που πυροδοτεί ενδεχομένως και η εμπλοκή του Netflix. Η αναζήτηση της πολιτικής ορθότητας πιστεύω πως αφορά περισσότερο τα υπόλοιπα βιβλία του Νταλ. Βρίσκω σημεία που θα ήθελα άλλες λέξεις και νομίζω πως μια τέτοια αλλαγή μερικών μόνο λέξεων ή εκφράσεων δεν θα ήταν καταστροφική, αν γίνει με ταλέντο ανάλογο του συγγραφέα (αναφέρεται αυτό από τον κωμικό και συγγραφέα παιδικών βιβλίων David Baddiel στο επεισόδιο της σειράς Today in Focus του Guardian, όπου ακούγονται ενδιαφέρουσες και ψύχραιμες απόψεις). Οι καιροί αλλάζουν και θέλουν τη δική τους γλώσσα. Τα βιβλία αυτά αξίζει να διαβάζονται και αξίζει να διαβάζονται χωρίς να πληγώνουν εκείνα που η παλιά γλώσσα στοχοποιεί, αφού άλλωστε οι μαγικές ιστορίες του Νταλ απευθύνονται σε αυτά τα άτομα με πολύ πονηρό κλείσιμο ματιού. Νιώθω επίσης πως η μη πολιτικά ορθή γλώσσα του Νταλ συχνά αντανακλά τη γλώσσα των παιδιών, που δεν είναι καθόλου πολιτικά ορθή. Εξηγείται έτσι και η επιλογή των λέξεων και η ταύτιση τόσων αναγνωστριών και αναγνωστών με αυτή ανά τα χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν συμβάλλει στην αναπαραγωγή αυτών των στερεοτύπων, άρα δεν θα πω όχι σε ένα πολύ διακριτικό και προσεχτικό χτένισμα. Αντίστοιχο χτένισμα και επικαιροποίηση ένιωσα πως χρειάζεται και η ελληνική μετάφραση σε κάποια σημεία.

Και τώρα κλείνοντας στ’ αλήθεια, η Ματίλντα είναι ηρωίδα αναφοράς. Είναι σύμβολο. Οι μαθήτριες και οι μαθητές μου τη γνωρίζουν τώρα μέσα από το παράταιρα μεγαλειώδες μιούζικαλ του Netflix, μου χαμογελάνε υποψιασμένα και με ρωτάνε «Κυρία, εσείς τι θα κάνατε αν ερχόταν μια διευθύντρια σαν την Τράνσμπουλ;» Ό,τι έκανα πάντα: σαλαμάνδρα στο νερό και κέικ σοκολάτα μέχρι τελικής πτώσης.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις ευ-πο / λυ-πο

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 

 



from dimart https://ift.tt/R5sYHd8
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου