—της Μαρίας Τοπάλη—
Συνέβη όπως και με τη Δέλτα, που υπήρξε φορέας ανατρεπτικών για την εποχή της αντιλήψεων αλλά, μέσω του πατριωτισμού, αφομοιώθηκε παραμορφωτικά από τους «κυρίαρχους μηχανισμούς». Έτσι και η Ζέη, ξεκίνησε ως καρπός κομμουνιστικός, οιονεί απαγορευμένος, για να γίνει γρήγορα, με το Καπλάνι και τον Πέτρο, τυπικό μεταπολιτευτικό φετίχ, μπεστ-σέλερ με εκατοντάδες εκδόσεις και μεταφράσεις σε πλήθος γλωσσών. Η τρομερή κυρία με τα τοξωτά φρύδια δοκίμασε, από το ’60 μέχρι σήμερα, πολλές συνταγές με επιτυχία, εμβαθύνοντας ανήσυχα, τολμηρά στο θέμα της. Η «ενσωμάτωση» βέβαια των κλασικών έργων έχει διπλή όψη: εν μέρει ο ριζοσπαστισμός τους κατευνάζεται, εν μέρει έχει ήδη συμβάλει από την πλευρά του στην αλλαγή των συνειδήσεων, οδηγώντας τον πολιτισμό ένα βήμα παραπέρα. Με κάτι τέτοια κριτήρια δεν (θα έπρεπε να) απονέμονται, άλλωστε, και τα μεγάλα διεθνή βραβεία;
Όπως κάθε κλασικός, η Ζέη υπερβαίνει την κατηγοριοποίηση «παιδικό-νεανικό». Είναι απλώς ο μεγαλύτερος έλληνας συγγραφέας της Μεταπολίτευσης (οι άλλοι θα ήταν οι Χάκκας και Βακαλόπουλος, αν τους είχε δοθεί περισσότερος χρόνος). Η Ζέη (1925) μοιράζεται με τη Δέλτα, της οποίας είναι καθαρόαιμη επίγονος, την ιστορικότητα. Τα μεγάλα γεγονότα δεν συνιστούν απλώς καμβά του έργου της αλλά καθορίζουν και δίνουν νόημα στις ζωές των πρωταγωνιστών. Μοιράζεται την αγάπη «για την πατρίδα», το ρομαντικό πάθος, τη ζωή ως απόλυτο δόσιμο. Ανάλογη είναι και η επιρροή της Λάγκερλεφ, την οποία η Ζέη επίσης διάβασε και αγάπησε. Με τη Δέλτα μοιράζεται μιαν ακόμη ιδιαίτερη ποιότητα, που χαρακτηρίζει πολλούς κλασικούς συγγραφείς «για παιδιά»: χιούμορ, καθόλου σοβαροφάνεια, ούτε στις τραγικότερες εξάρσεις, καθόλου διδακτισμός, διατήρηση της οπτικής του παιδιού δίχως αραχνιασμένο «σεβασμό» και «γνώση»: απροσποίητα, ανεπιτήδευτα.
Παιδί μιας άλλης εποχής, κάνει το δύσκολο βήμα για τη δική της, αυτόνομη εγγραφή (κι ας φαίνεται εκ των υστέρων αυτονόητο). Όταν, το 1987, δημοσιεύεται η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, θέτοντας απερίφραστα ζητήματα «κομματικής ετερότητας» και «γυναικείας ταυτότητας», το τείχος του Βερολίνου μοιάζει ακλόνητο. Τα πλήθη στην Ελλάδα εξακολουθούν διψασμένα και ανήλικα να αποζητούν τον ηγέτη. Κι όμως: οι δυνατοί άντρες, οι άκαμπτοι πειθαρχημένοι καθοδηγητές γίνονται σκόνη στο βιβλίο της, μια σκόνη που την «τρώνε» κατάμουτρα κι οι ήρωες της Δέλτα. Στις αντιφατικές τους αποχρώσεις ανατέλλουν τώρα οι πολύχρωμοι κι ευαίσθητοι, με μόνη χαμηλότονη αποσκευή, στον ιστορικό κατακλυσμό που τους σαρώνει, τις ιδιορρυθμίες και τα πάθη τους.
Ότι η Ζέη είναι storyteller αειθαλής τεκμαίρεται ακλόνητα στο ύστερο έργο της. Το Η Κωνσταντίνα και οι Αράχνες της (2002) στήνει στον τοίχο τη γενιά της Αντίστασης και του Εμφυλίου, υπέρ μιας χαμένης έφηβης που φτιάχνεται με χαπάκια, δεν αντέχει την κουβέρτα που τσιμπάει και απαιτεί παγωμένο το γάλα στα δημητριακά της. Σ’ αυτή την απελπισμένη Κωνσταντίνα η Ζέη δεν αντιτάσσει καμιά διδακτική επινόηση γονεϊκής φιγούρας αλλά κάτι που το γνωρίζει από πρώτο χέρι: μιαν αντιπαθή, αυταρχική γιαγιά, ηρωίδα αντάρτισσα, φιλοσοβιετική, ανίκανη να ακούσει, να δεχτεί, να κατανοήσει. Έτοιμη να σώσει τον πλανήτη αλλά ακατάδεχτη όταν είναι να αναλάβει την ευθύνη της εγγονής που λαχταρά στοργή και φροντίδα. «Και για όσους δυσκολεύονται να το καταλάβουν», μοιάζει να λέει η μεγάλη κυρία της σύγχρονης πεζογραφίας μας, «τα παιδιά έχουνε πάντα δίκιο».
Όπως πολλοί μεγάλοι συγγραφείς έτσι και η Ζέη γράφει διαρκώς το ίδιο έργο. Όλα μαζί τα βιβλία της συνθέτουν το έπος της Αντίστασης και του Εμφυλίου, με τις δάφνες και με τα άπλυτά του, εξίσου. Τα παιδιά, με τον αφελή και απροκατάληπτο τρόπο τους, είναι οι ανατρεπτικοί φακοί της, ξεκινώντας από τις μέρες του ’30 και φτάνοντας, σχεδόν, στο 2010. Στα πρώτα χρόνια της συγγραφής της σκαλίζει και βυθομετρά, μ’ έναν ιδιαίτερο νεορεαλισμό, τα χρόνια από τη δικτατορία του Μεταξά μέχρι και την απριλιανή επταετία, συμπεριλαμβάνοντας αθηναϊκή εαμική αντίσταση και πολιτική προσφυγιά στην ΕΣΣΔ. Στα τελευταία, ανοίγει με παραμυθένια άνεση την αφήγησή της από το γραφικό Μαρούσι του ’30 μέχρι το Χολαργό και το Παγκράτι του σήμερα· από το μεταξωτό εξπρεσιονιστικό αερόστατο της Μωβ Ομπρέλας στο μεταμοντέρνο φορητό ηλεκτρονικό παιχνίδι.
Με τον Βακαλόπουλο μοιράζεται επίσης κάμποσα η Ζέη: τη γερή κινηματογραφική παιδεία (ας μην ξεχνάμε ότι σπούδασε σεναριογραφία στη Μόσχα του ’50!), έκδηλη στη γρήγορη, εναλλασσόμενη οπτικοακουστική αφήγηση∙ την γλυκόπικρη μυθοποίηση του αστικού αθηναϊκού τοπίου και τη σύνδεσή του με μια νεανική εμπειρία μέθης, σε τόνους διακριτικούς — αφού πια το γνωρίζουμε ότι οι βάρβαροι και πάλι θα διαβούνε: θα γεράσουμε, μ’ άλλα λόγια. Κουράγιο μιας ανθεκτικής παιδικής ματιάς είναι οι Θερμοπύλες της.
Δεν παραιτούμαστε στη θλίψη. Όσο υπάρχουν πιτσιρίκια, παιδιά κι εγγόνια, φυσικά και υιοθετημένα, περιστασιακά και μόνιμα, αρσενικά και θηλυκά, ενήλικα και ανήλικα, θα υπάρχει πάντα ζήτηση για μια καλή ιστορία απ’ τα παλιά. Ιστορία όχι απαραίτητα πειστική («Ψεύτη Παππού!»), δίνει το σύνθημα να ξεκινά η αρχαία τελετουργία ανακωχής ανάμεσα στο παλιό και στο νέο. Ο εμπόλεμος χρόνος αυλακώνει για να κυλήσει, σταγόνα ή ρυάκι, η ελπίδα. Η αφήγηση της Ζέη, που βγήκε στο βουνό ρίχνοντας κούκλες κουκλοθέατρου σ’ ένα σακούλι και για μεγάλο μέρος της ζωής της ανεβοκατέβαινε σ’ αεροπλάνα, τρένα και βαπόρια, είναι η φρέσκια, ολοζώντανη ελπίδα της μητρικής μας γλώσσας.
[ Πρώτη δημοσίευση το 2011, στο ένθετο για το βιβλίο της Καθημερινής ]
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο
from dimart https://ift.tt/3a9Prmv
via IFTTT