TRISTIA
—Όσιπ Μαντελστάμ—
Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
Μια χορδή μέλι χρυσαφί έρεε από τη μποτίλια
τόσο πηχτή, τόσο αργή, που η οικοδέσποινα πρόλαβε να πει:
Στη θλιμμένη εδώ Ταυρίδα που μας έφερε η τύχη, μίλια
μακριά, διόλου δεν πλήττουμε — και γύρισε να μας δει.
Σπονδές στον Βάκχο παντού, λες και στον κόσμο μοναχά
οι φύλακες απομείνανε και τα σκυλιά, ψυχή δε βλογάει όπου να πας,
ήσυχα κυλάνε οι μέρες σα βαρέλια βαριά,
από τη μακρινή καλύβα φωνές — δε θα τους καταλάβεις, μην απαντάς.
Μετά το τσάι βγήκαμε στον κήπο, τεράστιο, καφετί,
γερμένες βλεφαρίδες στα παράθυρα στόρια σκοτεινά,
περνώντας τις λευκές κολόνες τ’ αμπέλια η ομήγυρη πάει να δει
όπου στον αέρινο καθρέφτη λούζονται τα νυσταγμένα βουνά.
Λέω: το σταφύλι μοιάζε με μάχη του αρχαίου καιρού,
σγουροί ιππείς χτυπιούνται κι οι φάλαγγες σγουρές,
στην πετρώδη Ταυρίδα η αρχαία της Ελλάδας σοφία — και ιδού
στρέμματα βραγιές χρυσίζουν ρίζες μαραμένες, αρχοντικές.
Και μέσα στο λευκό δωμάτιο σα ρόκα στέκει η σιωπή.
Ξύδι μυρίζει, μπογιά, νέο από το κατώι κρασί.
Το σπίτι το θυμάσαι το ελληνικό, εκείνη η γυναίκα, τόσο αγαπητή,
όχι η Ελένη, η άλλη, πόσα χρόνια με τη βελόνα και την κλωστή;
Χρυσόμαλλο δέρας, πού είσαι, χρυσόμαλλο δέρας;
Σ’ όλη τη διαδρομή κύματα βογκάγανε μόνο
κι αφήνοντας το καράβι, που τόσα κέρδισε όσα χάρισε στα πανιά ο αέρας,
εγύρισε ο Οδυσσέας γιομάτος χώρο και χρόνο.
1917
* * *
Άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων
from dimart https://ift.tt/3age7uD
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου