Αυτό δεν είναι τραγούδι #1447
Dj της ημέρας, η Αγγελική Μποζίκη
Στεκόταν εκεί στην άκρη του μόλου ακίνητη, με το λευκό μακρύ φόρεμα να ανεμίζει. Με το χέρι της προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τα μαλλιά της, αλλά πολύ γρήγορα εγκατέλειψε την προσπάθεια. Από το παράθυρό του, την έβλεπε κάθε απόγευμα την ίδια ώρα να κάνει την ίδια διαδρομή. Από το σπίτι στην άκρη του βράχου στο ακρωτήρι μέχρι το μόλο και μετά πάλι πίσω. Κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτή. Οι γιαγιάδες του χωριού την έλεγαν αλλοπαρμένη και ξωτικό. Ζούσε πάνω από δέκα χρόνια στο νησί αλλά δεν ήταν ντόπια. Δεν είχε πολλά πολλά με κανέναν. Δεν μιλούσε σε κανέναν παρά μόνο για τα απαραίτητα. Εκείνος είχε έρθει στο νησί πριν ένα χρόνο σαν δάσκαλος και δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. Πέντε παιδιά στο σχολείο όλα κι όλα. Και το χειμώνα σε πλάκωνε το σκοτάδι και η σιωπή. Είχε κάτι τούτο το νησί που τον απωθούσε. Από στιγμή σε στιγμή περίμενε την τοποθέτηση του για την επόμενη χρονιά και ήλπιζε να είναι πιο τυχερός φέτος.
Σκεφτόταν πολύ συχνά να πάει στο μόλο και να προσπαθήσει να της πιάσει κουβέντα. Μια δυο φορές έφτασε μέχρι την άκρη του μονοπατιού αλλά γύρισε πίσω. Την είχε συναντήσει και μια δυο φορές στο χωριό αλλά ήταν τόσο απόμακρη. Δεν ήταν πολύ όμορφη. Αδύνατη, ξερακιανή, με εκείνα τα μαλλιά που όταν τα φώτιζε ο ήλιος έλαμπαν και μπλεκόταν κόκκινα και χρυσά μαζί. Του είχε γίνει σχεδόν εμμονή. Τυχαία μια μέρα στο ταχυδρομείο έμαθε ότι την λένε Μαρκέλλα και πως συχνά της έρχονται ολόκληρες κούτες με βιβλία. Υπήρχαν διάφορες ιστορίες στο χωριό για το τι την οδήγησε στο νησί. Αλλά καμία δεν του φαινόταν να στέκει. Στο μεταξύ η γυναίκα γύρισε και πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι της. Όπως κάθε απόγευμα χωρίς καμία παρέκκλιση στο πρόγραμμα. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του. Το πολυπόθητο μήνυμα. Του χρόνου Θεσσαλονίκη. Προς στιγμή ξέχασε τη γυναίκα και άρχισε να σκέφτεται ότι σε λιγότερο από δέκα μέρες επιτέλους τελείωνε το σχολείο και μαζί και η δική του ομηρία. Ξαναγύρισε στο παράθυρο αλλά η γυναίκα είχε εξαφανιστεί. Όπως κάθε απόγευμα.
Την άλλη μέρα μετά το σχολείο και καθώς περπατούσε προς το καφενείο της κυρά Βασιλικής την είδε να μπαίνει στο ταχυδρομείο. Για πρώτη φορά είχε τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά σε έναν ακατάστατο κότσο. Σαν υπνωτισμένος την ακολούθησε. Θα της μιλήσω σκέφτηκε. Ή τώρα ή ποτέ. Στάθηκε πίσω της καθώς εκείνη μιλούσε με τον υπάλληλο και τότε πρόσεξε τα γράμματα ψηλά στην βάση του λαιμού της.
«Ο νους μας είναι αληταριό
που όλο θα δραπετεύει»
Και τότε συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν ότι οι γιαγιάδες στο χωριό είχαν δίκιο. Δεν ήταν του κόσμου τούτου. Ήταν ένα ξωτικό… Ένα αερικό. Και έκανε μεταβολή χωρίς να της μιλήσει. Θα την κρατούσε στη σκέψη του σαν ένα ξωτικό που τον τράβηξε από το χέρι και στροβιλίστηκε μαζί του. Και που χωρίς να το ξέρει, τον βοήθησε να επιβιώσει από εκείνον το χειμώνα.
* * *
Ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com
για να γίνετε ο Dj της ημέρας.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart https://ift.tt/2Kop9Bx
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου