Αυτό δεν είναι τραγούδι #459
Dj της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά
Ανάμεσα στα δώρα που πήρα στα γενέθλια της τυπικής μου ενηλικίωσης, κάπου εκεί προς το τέλος της δεκαετίας του ’80, ήταν και ο διπλός δίσκος Maximazing the audience (1985) κάποιου Wim Mertens, του οποίου, εννοείται, την ύπαρξη αγνοούσα. Το δώρο προερχόταν από έναν τύπο δέκα χρόνια μεγαλύτερό μου, μουσικό (έπαιζε πλήκτρα σε συγκρότημα που έφτασε μέχρι τον πρώτο δίσκο πριν διαλυθεί ησύχως). Ήξερα τα μουσικά του γούστα, γι’ αυτό όταν έβαλα τον δίσκο να παίξει πήρα ανά χείρας το μικρότερο δυνατό καλάθι. 4 πλευρές, 5 κομμάτια όλα κι όλα – 3 απ’ αυτά έπιαναν μία πλευρά το καθένα. Το πρώτο ήταν κοντά στα 19 λεπτά. Άντεξα 2 – κι αυτά σκάρτα. «Μεγιστοποιώντας το κοινό»; Σοβαρά τώρα; Πού πα’, ρε Καραμήτρο; Έβγαλα τον δίσκο από το πικάπ, τον έβαλα στον φάκελό του και τον ενταφίασα με τιμές στο σκοτεινό βάθος της δισκοθήκης.
Κάτι χρόνια αργότερα, μετακόμισα στο πρώτο κατάδικό μου σπίτι, νοικιασμένο κι εργένικο. Ήταν ένα μικρό διαμέρισμα κοντά στο κέντρο. Καθώς ξεπακετάριζα τους δίσκους, έπεσα πάνω στον προαναφερθέντα. Θυμήθηκα ποιος μου τον είχε χαρίσει και αναστέναξα – από ανακούφιση που ο τύπος είχε δια παντός χαθεί από τη ζωή μου. Από τον δίσκο το μόνο που θυμόμουν ήταν πως δεν είχα αντέξει να τον ακούσω ούτε στο “πηδηχτό”. Είπα να του δώσω μια δεύτερη ευκαιρία πριν τον βάλω στους υποψήφιους για “σκότωμα” στο Γιουσουρούμ. Αυτή τη φορά διάλεξα την τρίτη πλευρά, το ομώνυμο, που ήταν και κάπως μικρότερο από τα περισσότερα. Από τα πρώτα μέτρα, κάθισα ξαφνιασμένη πάνω στο χαρτόκουτο με τις κασέτες. Εδώ κάτι γίνεται! Για 12 λεπτά, έμεινα κάγκελο. Το ξανάβαλα και δυνάμωσα την ένταση.
Πάνω στη φάση που μπαίνει η φωνή, χτύπησε το κουδούνι. Ωχ, μας πιάσανε. Σίγουρα κάποιος γείτονας θα είχε ενοχληθεί από τη φασαρία. Καλή αρχή! Σήκωσα τη βελόνα κι άνοιξα την πόρτα. Απέξω στεκόταν ένας ηλικιωμένος κύριος. Με χαιρέτησε ευγενέστατα και συστήθηκε ως «κύριος Μιλτιάδης, ο γείτονας της διπλανής πόρτας». Δεν τον προσκάλεσα να περάσει, για να έχω τη δυνατότητα να του κλείσω την πόρτα στα μούτρα αν σκούραιναν τα πράγματα – παρότι δεν είχα ενδείξεις για κάτι τέτοιο.
«Μπορώ να ρωτήσω τι είναι αυτό που ακούτε;»
«Είναι δυνατά, ε; Θα το χαμηλώσω».
«Όχι, όχι! Ήθελα μόνο να μάθω τι είναι».
Του είπα τα λίγα που ήξερα.
«Είναι εξαιρετικό! Δεν έχω ξανακούσει κάτι παρόμοιο».
Άλλο πάλι και τούτο! Τον κάλεσα να περάσει μέσα να το ακούσουμε μαζί, αν ήθελε. Μπήκε μέσα διστακτικά και κάθισε άκρη-άκρη στον καναπέ, με συστολή άλλης εποχής. Έβαλα το κομμάτι από την αρχή –δυνατά!– και κάθισα πάνω στο χαρτόκουτο, απέναντί του. Άκουγα, αλλά κυρίως τον παρατηρούσα με αυξανόμενη περιέργεια. Καθόταν εκεί ακίνητος κι αμίλητος, μαγεμένος, μέχρι το τέλος.
«Το βρίσκω… συγκινητικό!» είπε.
Συγκινητικό; Συμφώνησα και ταυτόχρονα χαλάρωσα: τυχερή ήμουν με τον πρώτο γείτονα. Προσφέρθηκα να τον κεράσω καφέ, για τα καλορίζικα του διαμερίσματος, και δέχτηκε, «μετά χαράς». Έβαλα τον δίσκο να ξαναπαίζει κι έψησα δύο τούρκικους. Όσο τους πίναμε, έμαθα ότι ήταν συνταξιούχος καθηγητής μαθηματικών, χήρος και ψάλτης στην Αγία Αικατερίνη. Η μουσική ήταν η ζωή του· έβαζε πάνω απ’ όλα τα ηπειρώτικα πολυφωνικά και τον Χατζιδάκι. Θα ήθελε, όμως, να ακούσει και άλλα του Βέλγου «μας», αν υπήρχαν. Δεν ήξερα να του πω· του εξήγησα ότι μαζί τον ανακαλύψαμε τον Mertens, νεοφώτιστη ήμουν κι εγώ. Προσφέρθηκα να του δανείσω τον δίσκο, αλλά δεν είχε πικάπ. Όταν σηκώθηκε να φύγει, ευχαριστώντας με «για όλα», υποσχέθηκα να του τον γράψω σε κασέτα. Κλείνοντας την πόρτα πίσω του, σκέφτηκα ότι τέτοιο housewarming party μόνο σε μένα μπορούσε να τύχει.
Στα λίγα φοιτητικά χρόνια που έμεινα σε κείνο το διαμέρισμα, αγόραζα ό,τι Mertens έβρισκα (τα περισσότερα ήταν καλά, μερικά ήταν αριστουργήματα, και κάνα-δυο δεν ακούγονταν ούτε από φυλακισμένους) και όλα τα έγραφα σε κασέτες για τον καλό μου γείτονα. Περιττό να πω ότι του άρεσαν όλα, μέχρι και το Instrumental Songs για σοπράνο σαξόφωνο – μόνο, τίποτ’ άλλο δεν παίζει! Τα ακούγαμε και μαζί κάπου-κάπου, πίνοντας καφεδάκι, και με εξέπληττε με τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του – ήξερε από μουσική. Ο κύριος Μιλτιάδης αποδείχτηκε ο μεγαλύτερος φαν του Wim στην Ελλάδα (κι εγώ σταδιακά πρόσθεσα τους μινιμαλιστές στις μεγάλες μου αγάπες). Και το γεγονός ότι τον ανακαλύψαμε μαζί –εκείνη η πρώτη ακρόαση που τον έκανε κυριολεκτικά να βουρκώσει!– είναι κάτι που δεν πρόκειται να ξεχάσω. Μπορεί το κοινό να μην μεγιστοποιήθηκε, αλλά σίγουρα αυξήθηκε.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart http://ift.tt/1VlODl2
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου