Φαντάσματα μπορεί να μην υπάρχουν, ιστορίες όμως με φαντάσματα υπάρχουν πολλές στον τόπο μας!
Ιστορίες που ξυπνούν τη φαντασία και μοιάζουν με παραμύθια που διηγούνται από γενιά σε γενιά;
Ή μήπως ιστορίες με ισχυρές δόσεις αλήθειας που φοβίζουν όσους δεν έχουν την τόλμη να τις αντιμετωπίσουν κατάματα;
Ο όρος «φάντασμα» παραπέμπει ετυμολογικά σε δημιούργημα της φαντασίας. Είναι άυλες μορφές οι οποίες τρομάζουν τους ανθρώπους και συνδέονται με την ζωή… μετά την ζωή. Πόσο ψεύτικες είναι τελικά οι ιστορίες μυστηρίου με πρωταγωνιστές τέτοια πλάσματα που απλώνονται ως αστικοί μύθοι και στοιχειώνουν τις σκέψεις και τους εφιάλτες μας;
Υπάρχουν μαρτυρίες για φαντάσματα εντελώς στέρεα και ορατά, τα οποία μπορείς να αισθανθείς με την αφή (προσοχή όμως: τα χέρια τους είναι πα-γω-μέ-να!!), φαντάσματα που φαίνονται αχνά σαν σκιές ή ομίχλη και φαντάσματα εντελώς διάφανα που μόλις και φαίνεται το περίγραμμά τους.
Όπως και να ‘χει, η κλισέ εικόνα του φαντάσματος που είχαμε από παιδιά στο μυαλό μας ως περιπλανώμενο λευκό σεντόνι, άντε και καμία αλυσίδα να σέρνεται για να έχουμε και ηχητικό εφέ, ωχριά μπροστά στα πλάσματα που οι τοπικές παραδόσεις ανήγαγαν σε φρικιαστικές μορφές ή αλλόκοτες παρουσίες που απλώνουν ένα πέπλο μυστηρίου στα λημέρια τους.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, ένα οδοιπορικό στην «σκοτεινή πλευρά» των περιοχών της Ελλάδας, οι οποίες γέννησαν σύγχρονους Casper και προσέλκυσαν με τις ανατριχιαστικές φήμες επίδοξους ghostbusters ή έδιωξαν αντίστοιχα πολλούς ανυποψίαστους ανθρώπους με ασπρισμένα πρόσωπα και κομμένα ήπατα. Ο Φαντάρος και η Κοπέλα
Κάποτε ήταν ένα παιδί ο Χ. Ο οποίος υπηρετούσε την θητεία του στον ελληνικό στρατό σε ένα στρατόπεδο σε ένα νησί της Ελλάδας. Όπως και κάθε άλλος στρατεύσιμος δικαιούταν κάποιες εξόδους και άδειες. Έτσι λοιπόν σε μια έξοδό του γνώρισε μια κοπέλα και από τότε άρχισαν να κάνουν παρέα.
Έβγαιναν για αρκετό καιρό και είχαν γίνει πολύ καλοί φίλοι. Όποτε μπορούσε και έβγαινε ο Χ. Από το στρατόπεδο πήγαινε και την έπαιρνε από το σπίτι της όπου και έδιναν ραντεβού. Ένα βράδυ λοιπόν που είχαν βγει να απολαύσουν την βόλτα τους η κοπελιά άρχισε να κρυώνει οπότε ο Χ. Έβγαλε το μπουφάν του και της το έδωσε να το φορέσει για να ζεσταθεί. Αφού τελείωσε η βραδινή βόλτα ο Χ. μαζί με την κοπέλα επέστρεψαν στο σπίτι τους αφού ο Χ. την πήγε σπίτι της. Τη επόμενη μέρα ο Χ. διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει να πάρει το μπουφάν του.
Έτσι λοιπόν πήγε στο σπίτι της να ζητήσει το μπουφάν του γιατί το χρειαζόταν. Όταν χτύπησε το κουδούνι του άνοιξε μια κυρία οπότε και ο νεαρός ζήτησε να δει την κοπέλα και εξήγησε και τον λόγο της επίσκεψής του. Τότε η γυναίκα του είπε πως η κοπέλα που ζητούσε να δει είχε πεθάνει πριν από μερικά χρόνια.
Ο Χ. έμεινε άναυδος και άρχισε να της εξιστορεί όλη την ιστορία με την γνωριμία με την κοπέλα. Τότε η γυναίκα του υπέδειξε σε ποιο νεκροταφείο και σε ποιο ακριβώς σημείο είναι θαμμένη η κοπέλα. Ο Χ. πήγε στο νεκροταφείο του χωριού και έψαξε να βρει το μνήμα της κοπέλας. Μετά από λίγη ώρα τον βρήκε και διαπίστωσε κάτι πραγματικά απίστευτο, η κοπέλα ήταν όντως θαμμένη εκεί και πάνω στην ταφόπλακα υπήρχε παρατημένο το μπουφάν του.
Η Μαυροφορεμένη του Έβρου
Το κατάλληλο σκηνικό για κάθε τρομακτική διήγηση συνηθίζεται να είναι ένα απομονωμένο μέρος, όπου κάποιος ανυποψίαστος άνθρωπος μένει μόνος του. Έτσι συμβαίνει και με την ιστορία ενός φαντάρου, ο οποίος με έναν ακόμη φίλο του φυλάνε σκοπιά στην «πινέζα του χάρτη». Κάποια στιγμή ο ένας από τους δύο φεύγει για λίγο και ο φαντάρος που φυλάει τη σκοπιά μένει μόνος του.
Σε λίγο ακούει βήματα και μέσα στο σκοτάδι βλέπει να ξεπροβάλλει η φιγούρα μιας μαυροφορεμένης γριούλας με το πρόσωπό της καλυμμένο από μια μαύρη μαντήλα. Τρομαγμένος ο φαντάρος, τη ρωτάει τι θέλει αλλά εκείνη δεν αποκρίνεται. Αντιθέτως, συνεχίζει να πλησιάζει προς το μέρος του. Εκείνος της φωνάζει να μην προχωρήσει αλλά εκείνη επιμένει να πλησιάζει παρόλο που πλέον τον ακούει να οπλίζει.
Ξαφνικά η γιαγιά κοντοστέκεται, σηκώνει λίγο το κεφάλι της, τόσο ώστε να φαίνονται τα καταγάλανα τρομακτικά της μάτια και του λέει «Αυτό που έχεις στην δεξιά σου τσέπη, να ξέρεις… σε έσωσε». Μέχρι ο φαντάρος να καταλάβει τί γίνεται, εκείνη έχει γυρίσει την πλάτη της κι έχει εξαφανιστεί καθώς εκείνος βάζει το χέρι του στη δεξιά του τσέπη και πράγματι βρίσκει ψίχουλα από αντίδωρο. Το κορίτσι με το πιάνο
Κάποτε σε μια γειτονιά της Αθήνας υπήρχε ένα αρχοντόσπιτο, αυτά τα παλιά με τους διώροφα κτίσματα με εσωτερικές σκάλες και με κήπο. Σε αυτό το σπίτι έμενε μια τριμελής οικογένεια. Ο άντρας δούλευε σε κάποια μικρή επιχείρηση, η γυναίκα του σπιτιού ασχολιόταν με τις δουλειές του σπιτιού ενώ το παιδί τους, ένα μικρό κοριτσάκι πήγαινε σχολείο. Το κοριτσάκι αυτό είχε σαν χόμπι τη μουσική και του άρεσε πολύ το πιάνο.
Έτσι λοιπόν οι γονείς του το έγραψαν σε ένα ωδείο και λίγο καιρό αργότερα του αγόρασαν και ένα πιάνο για να μπορεί να κάνει πρακτική εξάσκηση. Το μικρό κορίτσι καθόταν λοιπόν κάθε απόγευμα, αφού τελείωνε όλες τις άλλες του δουλειές, και έπαιζε πιάνο για αρκετές ώρες.
Αυτό επαναλαμβανόταν συνέχεια κάθε μέρα σχεδόν πάντα μια συγκεκριμένη ώρα (ας πούμε ότι η ώρα αυτή ήταν 6 το απόγευμα). Μια μέρα όμως η μητέρα του της είπε να κάνει κάποιες δουλειές γιατί εκείνη θα έφευγε. Το κοριτσάκι δεν έκανε τις δουλειές που του είχε πει η μητέρα του και άρχισε να παίζει πιάνο. Όταν γύρισε η μητέρα του το βρήκε να παίζει πιάνο και υπέθεσε ότι οι δουλειές που τις είχε αναθέσει είχαν γίνει.
Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι το κοριτσάκι δεν είχε κάνει τίποτα απολύτως έγινε έξω φρενών. Τότε άρχισε να μαλώνει το κορίτσι και ξέσπασε ένας μεγάλος καβγάς. Η μικρή έφυγε κλαίγοντας και άρχισε να ανεβαίνει την μεγάλη ξύλινη σκάλα μέχρι που την τράβηξε η μητέρα της.
Τότε το κοριτσάκι παραπάτησε και έπεσε από την σκάλα, χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και πέθανε. Μετά από το συμβάν οι γονείς της άφησαν το σπίτι αυτό και μετακόμισαν σε άλλη περιοχή της Ελλάδας. Το σπίτι αυτό ερήμωσε καθώς δεν είχε απομείνει τίποτα εκεί μέσα. Όμως όποιος περάσει έξω από αυτό το σπίτι αυτό μια συγκεκριμένη ώρα θα ακούσει το μικρό κορίτσι να παίζει πιάνο. Μια περίεργη παρουσία
Ήταν κάποτε ένας κύριος Κ. ο οποίος οδηγούσε με το αμάξι του σε έναν επαρχιακό δρόμο σε ένα χωριό της Θεσσαλίας. Καθώς οδηγούσε αντίκρισε στην άκρη του δρόμου έναν ηλικιωμένο άτομο με μια μαγκούρα ο οποίο του έκανε νόημα να σταματήσει. Ο Κ. σταμάτησε στην άκρη και είδε τον γέροντα να πλησιάζει.
Άνοιξε το παράθυρο και τότε ο γέροντας του ζήτησε ένα τσιγάρο. Ο Κ. ανταποκρίθηκε θετικά στην επιθυμία του γέροντα, και έτσι άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα. Του έδωσε το τσιγάρο και μετά ο γέροντας του ζήτησε φωτιά για να ανάψει το τσιγάρο.
Τότε ο Κ. έσκυψε να πάρει να του δώσει και τον αναπτήρα. Αλλά μόλις σηκώθηκε ο γέροντας είχε εξαφανιστεί. Βγήκε από το αυτοκίνητο και έψαξε γύρω-γύρω να βρει τον γέροντα αλλά μάταια. Αυτό το περιστατικό είναι ένα από τα συνηθισμένα περιστατικά όπου εμφανίζεται ο φύλακας-άγγελος του καθένα μας για να μας προφυλάξει από κάποιο επερχόμενο κακό. Η υπηρέτρια
Οδός Γιδογιάννου, αριθμός 13… Οι μακάβριες ιστορίες που ακολουθούν εδώ και δεκαετίες την ερειπωμένη μονοκατοικία είναι γνωστές σε όλους τους κατοίκους της Άμφισσας. Το σπίτι βρίσκεται σε έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους της πόλης, σχεδόν δίπλα στα σχολεία και σε απόσταση αναπνοής από τον πεζόδρομο που φιλοξενεί αρκετά πολυσύχναστα καφέ και μπαράκια.
Σύμφωνα με τους παλαιότερους, όλα ξεκίνησαν την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το σπίτι ανήκε σε κάποιον πολύ εύπορο ντόπιο που είχε συνάψει παράνομο ερωτικό δεσμό με μία από τις υπηρέτριες του.
Ένα «στιγμιαίο λάθος» (είχε ακουστεί βιασμός) και μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη οδήγησαν σε ένα αποτρόπαιο έγκλημα που έμελλε να στιγματίσει μια για πάντα το οίκημα. Φοβούμενος τη γενική κατακραυγή της μικρής κοινωνίας, ο πλούσιος ιδιοκτήτης οδήγησε τη νεαρή εγκυμονούσα σε ένα από τα υπόγεια του σπιτιού, όπου την κρέμασε! Προσπάθησε να κρατήσει καλά κρυμμένο το μυστικό, όμως… η αποθανούσα είχε άλλη γνώμη.
Έτσι ξεκίνησαν τα περίεργα περιστατικά που είχαν ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί στοιχειωμένη η μονοκατοικία. Ποια είναι αυτά; Κρατηθείτε: Άλλοι μιλούν για κραυγές που βγαίνουν από τα υπόγεια του σπιτιού κατά τη διάρκεια της νύχτας, άλλοι λένε για ένα κοριτσάκι που τριγυρνάει στα δωμάτια του σπιτιού, μερικοί υποστηρίζουν πως τα έπιπλα αλλάζουν θέση μόνα τους και ορισμένοι έχουν δει τη συσκευή του τηλεφώνου να χτυπάει χωρίς να είναι συνδεδεμένη στην πρίζα!
Μπορεί να ακούγονται τραβηγμένα (δεν υπάρχει αμφιβολία γιά αυτό…), όμως τα συγκεκριμένα περιστατικά έχουν οδηγήσει στην πλήρη εγκατάλειψη του σπιτιού, αφού ουδείς δέχεται να μείνει πια εκεί, ενώ όσοι τολμηροί επιχείρησαν να σπάσουν την παράδοση και να το κατοικήσουν… έφυγαν τρέχοντας και μάλιστα νύχτα!
Το Πνεύμα των γραμμών του ΟΣΕ
Ο κίνδυνος είναι το βασικό συστατικό που κάνει και τον πιο ψύχραιμο ακροατή να σκιρτήσει από αγωνία. Στην ιστορία που ακολουθεί, οι σιδηροδρομικές γραμμές και φυσικά το σκοτάδι δίνουν το έναυσμα για να αποκτήσει η διήγηση το σασπένς και την κατάλληλη ατμόσφαιρα, η οποία καμιά φορά αρκεί για να υποβάλλει κάποιον, παρόλο που ουσιαστικά πρόκειται για ένα απλό συμβάν που θα συνέβαινε στον καθένα.
Είναι Φεβρουάριος, χιονίζει ελαφρώς κι ο Ευτύχιος επιστρέφει από νυχτερινή διασκέδαση στις 03.00 το πρωί. Ξαφνικά προσπαθώντας να περάσει τις γραμμές του τρένου στα Σεπόλια και καθώς οι ράγες γλιστράνε από την υγρασία, πέφτει με το μηχανάκι του.
Ξαφνικά, θα έλεγε κανείς κυριολεκτικά από το πουθενά, εμφανίζεται ένας παππούς γύρω στα 85-90 ντυμένος βαριά με παλτό, κασκόλ και καβουράκι στο κεφάλι. Πλησιάζει, σηκώνει (!) το μηχανάκι του Ευτύχιου και τον ρωτάει αν είναι καλά. «Καλά είμαι, καλά» του λέει σοκαρισμένος, καθώς ο παππούς σέρνει το μηχανάκι έξω από τις γραμμές στην άκρη του δρόμου ώστε ο Ευτύχιος να είναι ασφαλής. «Γεια σου και πρόσεχε» του λέει και μέχρι ο Ευτύχιος να σηκώσει το κεφάλι του, ο παππούς είχε εξαφανιστεί. Μισή ώρα έκανε βόλτες ο νεαρός στα στενά για να τον βρει και να τον ευχαριστήσει αλλά μάταια… Η νεράιδα της Κολοπετινίτσας Ιστορίες για νεράιδες υπάρχουν σε πολλά χωριά, όμως, μία από τις πιο χαρακτηριστικές είναι αυτή που αφορά την ξανθιά νεράιδα της Κολοπετινίτσας. «Αυτό είναι το ελληνικό όνομα της Τριταίας», σύμφωνα με τον κ. Πάλμο. «Ούτε εγώ πίστευα σε νεράιδες, αλλά είχα ακούσει πολλούς που έλεγαν πως είχαν δει. Πριν από αρκετά χρόνια υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας με μια παρέα δεκατριών ατόμων.
Τρώγαμε σε μια ταβέρνα, όταν ένας γνώστης της περιοχής μας πρότεινε να πάμε να μας δείξει το σημείο όπου βγαίνει. Εκεί φτάσαμε γύρω στις τρεισήμισι τη νύχτα. Εγώ με μερικούς άλλους μείναμε στα αυτοκίνητα και οι υπόλοιποι πήγαν να δουν. Κάποια στιγμή ακούσαμε μια πολύ δυνατή φωνή που ταρακούνησε ακόμη και τα αμάξια. Οταν οι φίλοι μας επέστρεψαν στα αυτοκίνητα, μας είπαν πως μια ξανθιά γυναίκα εμφανίστηκε μπροστά τους και έβγαλε αυτή την τρομακτική φωνή. Τότε πείστηκα».
Πώς είναι όμως οι νεράιδες; Ο κ. Πάλμος μας λέει: «Κατ’; αρχάς, δεν έχουν φτερά. Είναι γυναίκες αλλά καταλαβαίνεις πως είναι νεράιδες γιατί είναι πολύ ζωντανές και κινούνται πάρα πολύ γρήγορα. Τις έχουν δει πάρα πολλοί άνθρωποι. Ολα αυτά τα έχει γράψει και ο Δημόκριτος και μάλιστα δίνει και τα ονόματα της κάθε οντότητας. Οποιος θέλει τα πιστεύει» Η μοναχή
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ, έλαβε χώρα σε ένα μοναστήρι το οποίο βρίσκεται στην Βόρεια Ελλάδα. Σε αυτό το μοναστήρι ζούσαν περίπου πενήντα μοναχές μαζί με την ηγουμένη. Η ζωή τους κυλούσε με τους ίδιους ρυθμούς κι έκαναν σχεδόν κάθε μέρα τις ίδιες δουλειές.
Μια μέρα σαν όλες τις άλλες είχαν καθίσει όλες οι μοναχές να φάνε και ξεκίνησε μια συζήτηση άγνωστου περιεχομένου. Πάνω στην κουβέντα όμως ξέσπασε μια έντονη λογομαχία ανάμεσα στην ηγουμένη και σε μια μοναχή. Οι τόνοι όμως ανέβηκαν πολύ και άρχισε η μία να βλαστημάει την άλλη. Τότε η μοναχή σηκώθηκε, άρπαξε ένα μαχαίρι και πάνω στα νεύρα της το κάρφωσε πάνω σε μια εικόνα της Παναγίας. Μετά από αυτό ο καβγάς σταμάτησε.
Τα χρόνια πέρασαν. Κι αν όχι όλες, οι περισσότερες μοναχές πέθαναν. Το περίεργο σε όλη την ιστορία είναι ότι η μοναχή που κάρφωσε το μαχαίρι στην εικόνα έχει κι αυτή πεθάνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, αλλά το χέρι της που έμπηξε το μαχαίρι στην εικόνα ακόμα δεν έχει λιώσει. Τα άγρια σκυλιά που βγαίνουν από το μνημείο των πεσόντων
Ανηφορίζοντας τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί από την Ιτέα και την Αμφισσα προς τους Δελφούς και την Αράχοβα βρίσκεται μνημείο πεσόντων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μία ελληνική σημαία ζωγραφισμένη πάνω στα βράχια και μία επιτύμβια στήλη μαρτυρούν πως στο συγκεκριμένο σημείο τα γερμανικά στρατεύματα εκτέλεσαν δεκαοκτώ Ελληνες αντιστασιακούς.
Σύμφωνα με τον ερευνητή Γιώργο Πάλμο, αρκετοί οδηγοί έχουν καταγγείλει πως έχουν δει διάφορα περίεργα φαινόμενα, με πιο ακραίο αυτό των άγριων σκυλιών που εμφανίζονται νύχτα από τη μεριά του μνημείου και γαβγίζουν προς τα αυτοκίνητα που διασχίζουν τον δρόμο. Πρόκειται για φαντάσματα που με τη μορφή σκυλιών -σε κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις- έχουν βγει εξαγριωμένα ακόμη και στη μέση του δρόμου. Ορισμένοι έχουν δει στο συγκεκριμένο σημείο και φωτεινές οντότητες» μας λέει ο ίδιος.
Είτε είναι αποκύημα της φαντασίας μας, είτε υπάρχουν πραγματικά. δεν παύουν να είναι πηγή αινιγμάτων για τoν καθένα μας…
Πηγή
Via