Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Τα σπίτια των άλλων

Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις
—Γιώργος Σεφέρης—

Δύο κείμενα της Μαρίας Κατσουνάκη με αφορμή τη δράση «X Apartments», στο πλαίσιο του Fast Forward Festival, της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών.

Εισβολή στα σπίτια «των άλλων»

Ο κύριος Διονύσης, 63 ετών, συνταξιούχος, χορεύει σε ρυθμούς electro, συνοδεύοντας την Αυστριακή περφόρμερ Ντόρις Ούλιτς, σε μια καμαρούλα 2×3 στον Κολωνό. «Γύρισα τον χρόνο πίσω», λέει.

Ο 24χρονος Μπάρι Αμαντού, από τη Γουινέα, αφηγείται τη ζωή του, σε διαρκή φυγή και περιπλάνηση, σχεδιασμένη πάνω σε ένα μικρό τραπέζι, με χάρτη από κλωστές και φωτογραφίες από διάφορους σταθμούς του στον κόσμο, στην υπόγεια κατοικία του. «Πρώτη φορά έφαγα McDonald στη Γερμανία που μου πρόσφερε ένας αστυνομικός», θυμάται.

Η Άννα από τη Μολδαβία σε μια ταράτσα πολυκατοικίας, κοντά στην πλατεία Αμερικής, έχει φτιάξει τη δική της ψευδαίσθηση πατρίδας: έναν μικρό, αληθινό ανθόκηπο αλλά και πολλά ψεύτικα λουλούδια ανάμεσα σε φωτογραφίες και θρησκευτικές εικόνες, στους τοίχους του πρώην πλυσταριού και νυν δωματίου της. «Αν έχεις χέρια, πόδια, μπορείς να δουλεύεις, να περπατάς, είσαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος», το μότο της.

Η 56χρονη τρανσέξουαλ Πάολα Ρεβενιώτη, σε ένα στριμωγμένο, με φροντίδα διακοσμημένο διαμέρισμα, στη Λιοσίων, μαζί με τη σκυλίτσα της Λούση, απαντάει σε ερωτήσεις με μια κούπα καφέ στο χέρι. Κοντά, τα γραφεία της Χρυσής Αυγής, δεν περνάει ποτέ από μπροστά, αλλά δεν άκουσε να ενοχλούν και κανέναν από τους Σομαλούς που παίζουν μπάσκετ απέναντι.

Ο Λάμπρος, από Έλληνες γονείς, ήρθε από τη Βραζιλία νέος το 1997, δούλεψε ως ξενοδοχοϋπάλληλος (συνεννοείται σε πέντε γλώσσες), έμεινε χωρίς δουλειά και σπίτι, δύο χρόνια φιλοξενείται στο Iδρυμα Αστέγων του δήμου, μέχρι «ο Μεγάλος να του ανοίξει μια πόρτα». Στο στέρνο του, κρεμασμένος, ένας μικρός σταυρός. «Το όνειρό μου είναι να μπορέσω να νοικιάσω πάλι μια γκαρσονιέρα».

Πώς είναι η ζωή στις υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας; Από μια πισίνα στην οροφή μιας προσεγμένης πενταώροφης κατασκευής πίσω από το Μεταξουργείο έως ένα υγρό υπόγειο στην οδό Καλύμνου στην Κυψέλη; Διαμερίσματα της αντιπαροχής και μεσοπολεμικά σπίτια που μαρτυρούν το πλούσιο αρχιτεκτονικό παρελθόν· οικοδομές ημιτελείς και εφήμερες κατασκευές· χώροι ημι-δημόσιοι και χώροι κοινωνικού αποκλεισμού.

Η δράση X Apartments, στο πλαίσιο του Fast Forward Festival, της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, μας έφερε αντιμέτωπους με μεταμφιεσμένες αλήθειες και ζωτικά ψεύδη. Δεκαπέντε «επισκέψεις» σε δύο ημέρες, ακολουθώντας διαφορετικές διαδρομές. Η πρώτη, από τον σταθμό μετρό Αττική, περιλάμβανε την ευρύτερη περιοχή Κυψέλης, σε μεγάλους επάλληλους κύκλους, και κατάληξη το Aσυλο Ανιάτων· η δεύτερη, από τον σταθμό μετρό Μεταξουργείο, διέσχιζε ανενεργές αποβάθρες του σταθμού Λαρίσης και χανόταν στα δρομάκια του Κολωνού. Περίπου έξι ώρες συνολικά, ανά δύο άτομα, με αναλυτικές οδηγίες στο χέρι, μπαίναμε σε εγκαταλελειμμένα αστικά σπίτια ή συναντούσαμε μετανάστες και Eλληνες κατοίκους, όλοι, κι εκείνοι κι εμείς, θεατές και θέαμα σε εναλλασσόμενους ρόλους. Ρωτούσαμε, απαντούσαν, κουβεντιάζαμε, μας κερνούσαν λικέρ αρμπαρόριζας ή γλυκά από τη Συρία. Oλα συνέβαιναν πυκνά –ο χρόνος καθορισμένος– σαν μια ταινία σε fast forward, διαδραστική όμως, αφού συμβάλαμε, εκόντες άκοντες, στην ατμόσφαιρα.

Η ιδέα του εγχειρήματος ανήκει στον Γερμανό επιμελητή Ματίας Λίλιενταλ, ο οποίος άρχισε να στήνει από το 2002 αυτή τη site-specific περιπλάνηση στα σπίτια «των άλλων», στη Βηρυτό, στο Γιοχάνεσμπουργκ, το Σάο Πάολο και πριν από λίγες ημέρες (21 – 24 Μαΐου) στην Αθήνα, επανεξετάζοντας τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Για την αθηναϊκή εκδοχή εργάστηκαν η καλλιτεχνική διευθύντρια του Fast Forward Festival Κάτια Αρφαρά, με την Αννα Μούλτερ, ενώ η έρευνα για τις διαδρομές στην πόλη ήταν του Πρόδρομου Τσινικόρη. Συνεργάστηκαν 15 Ελληνες και ξένοι καλλιτέχνες.

Περπάτησα και στις δύο διαδρομές. «Παραβίασα» το ιδιωτικό άβατο, είδα, μύρισα, έψαυσα, γεύτηκα, πολλές ζωές σε μία: τη ζωή της πόλης, της Αθήνας. Ακουσα ανθρώπινες ιστορίες. Ο,τι μοιραζόμαστε και μας συνέχει, φόβοι και ελπίδες, είναι και ό,τι μας χωρίζει. Αναρωτήθηκα, ακόμη μία φορά, για τα όρια της τέχνης, για την αλήθεια και τη σκηνοθεσία της. Το Χ Apartments με κλόνισε. Με έβαλε σε σκέψεις. Μέρες μετά, περιπλανιέμαι ακόμη, μέσα μου. Πείστηκα να αφήνω την πόρτα μισάνοιχτη. Για να βλέπω, να ακούω, να αισθάνομαι καλύτερα.

«Δεν σταματώ να ελπίζω…»

Στο σπίτι του 48χρονου Σάμι Χάμο από τη Συρία επέστρεψα την περασμένη Δευτέρα, μετά το τέλος της δράσης X Apartments. Ζει μαζί με τη γυναίκα του και την πεντάχρονη κόρη τους σ’ ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη. Εχοντας ο ίδιος δουλέψει πολλά χρόνια σε οικοδομή, το κρατάει πάντα φρεσκοβαμμένο. «Ήρθα στην Ελλάδα 26/1/1995. Είμαι μετανάστης, όχι πρόσφυγας. Εφυγα το 1992 από τη Συρία, από ένα κουρδικό χωριό, 80 χλμ. από το Χαλέπι, για να πάω στη Βουλγαρία, στο πανεπιστήμιο. Ο πατέρας μου έχει έξι παιδιά. Ηρθα εδώ μετά τη Βουλγαρία, νόμιμος». Θα επαναλάβει τη λέξη πολλές φορές. Με κάθε αφορμή. Σχεδόν τη συλλαβίζει για να την υπογραμμίσει.

Είναι δύο χρόνια άνεργος. Τα Σαββατοκύριακα πουλάει παλιά αντικείμενα στο Μοναστηράκι (από ρούχα και βιβλία μέχρι καλώδια) για να βγάλει ένα χαρτζιλίκι που δεν ξεπερνάει τα 20 ευρώ.

Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού τού επιτρέπει να μένει χωρίς να πληρώνει ενοίκιο προς το παρόν. «Κι εγώ συντηρώ το σπίτι όσο καλύτερα μπορώ». Η τηλεόραση διαρκώς ανοιχτή σε ένα κουρδικό κανάλι, η γυναίκα του σερβίρει κρύο νερό και χειροποίητα (νοστιμότατα) μπισκότα, η κόρη τους, πολύ κοινωνική, εμφανίζεται κατά διαστήματα για να παρουσιάσει κάποιο αγαπημένο παιχνίδι της. «Είμαι στην Κυψέλη 10 χρόνια. Εδώ είναι μια οργάνωση το “Μυρμήγκι”, εθελοντική, που βοηθάει όσους έχουν ανάγκη. Πηγαίνω κι εγώ εκεί και βοηθάω εδώ και δύο χρόνια. Στην εκκλησία μάς έδιναν φαγητό για τρεις μήνες και μετά σταμάτησαν γιατί είμαστε Σύροι, έτσι μας είπε μια κυρία, ξέρεις τώρα… λόγια… μας έστειλαν σε άλλη εκκλησία…».

Σε τι πιστεύει; «Σε αυτό που βλέπω. Ένας Θεός για όλους. Ελπίδα, χαρά, για όλον τον κόσμο. Χωρίς διακρίσεις».

Πώς του φάνηκε η συμμετοχή του στη δράση της Στέγης; «Μου έδωσε χαρά κι ελπίδα. Βλέπεις ότι κάποιος ενδιαφέρεται για σένα. Πώς είσαι, τι κάνεις… 250 άτομα πέρασαν από το σπίτι. Ακουσαν την ιστορία μας. Ρωτούσαν. Τώρα θα μου λείψει αυτός ο καλός κόσμος που ήρθε εδώ… Δεν σταματώ να ελπίζω σε ένα καλύτερο αύριο. Πρέπει όμως να αναρωτηθούμε πώς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο, ο ένας να έχει τα πάντα και ο άλλος να πεινάει. Δεν θέλω πολλά. Να βγάζω τα έξοδά μου. Η μικρή ζητάει ψωμί και δεν καταλαβαίνει άμα της πεις ότι δεν υπάρχει. Θέλει να υπάρχει».

Πηγή: Η Καθημερινή

01 img_18991-thumb-large x-apartmentsstavrospetropoulos-1-thumb-large x-apartments-stavrospetropoulos-1-thumb-large x-apartmentsstavrospetropoulos-2-thumb-large x-apartments-stavrospetropoulos-2-thumb-large x-apartmentsstavrospetropoulos-5-thumb-large x-apartmentsvstavrospetropoulos-20-thumb-large

Σπίτια με ιστορίες χωρίς αρχή και τέλος

«​Τι είναι σπίτι, για σένα;» ρωτάνε στο βίντεο έναν άστεγο. «Ασφάλεια», απαντάει. «Και για σένα;» απευθύνονται σε δεύτερο άστεγο. «Μυρωδιά φαγητού της μάνας, ο ήχος της τηλεόρασης, το τηλεκοντρόλ στο τραπέζι». Στη δράση της Στέγης Γραμμάτων X Apartments, με τα πολλά συνδηλούμενα, συμμετείχαν και δύο άστεγοι, πωλητές του περιοδικού «Σχεδία». Ήταν ανάμεσα σε εκείνους που μας υποδέχτηκαν σε δύο χωριστές σκηνές, σε μια ανενεργή αποβάθρα του Σταθμού Λαρίσης, θυμίζοντας ότι δεν είναι και τόσο απίθανο να βρεθεί κανείς στον δρόμο, χωρίς στέγη. Για παράδειγμα, ο Λάμπρος, ο οποίος ήρθε από τη Βραζιλία το ’97, με Ελληνες γονείς. Στη χώρα του ήταν τεχνικός ελεγκτής ποιότητας κρεάτων, με σπουδές στην Αργεντινή. Στην Ελλάδα δούλεψε ως ξενοδοχοϋπάλληλος (συνεννοείται σε πέντε γλώσσες), ζούσε σε μια γκαρσονιέρα στην Αθήνα, ήταν ικανοποιημένος. Το 2011, όμως, βρέθηκε στο Ταμείο Ανεργίας και ύστερα στον δρόμο, καθώς δεν μπορούσε να πληρώνει τα ενοίκια της γκαρσονιέρας. Τα τελευταία δύο χρόνια φιλοξενείται στο Ιδρυμα Αστέγων του Δήμου Αθηναίων, πουλάει τη «Σχεδία», μένει 8 ώρες στον δρόμο, διαθέτοντας περίπου 7 με 10 τεύχη την ημέρα. Και ονειρεύεται ότι ο «Μεγάλος θα τον βοηθήσει να αποκτήσει μια γκαρσονιέρα και πάλι».

Όσα σπίτια επισκεφτήκαμε, κατά κανόνα μικρά και φτωχικά, ήταν συγκινητικά φροντισμένα. Με ετερόκλητα έπιπλα, μαζεμένα από γνωστούς, αγορασμένα με ελάχιστο αντίτιμο, αλλά με το γούστο του καθενός που τα κατοικούσε. Φωτογραφίες, θρησκευτικές εικόνες, κεντήματα, μαξιλαράκια, λουλούδια, μπιμπελό, λούτρινα ζωάκια. Αυτά, τα τελευταία, παντού. Λες και η επαφή μαζί τους αναπληρώνει την ανάμνηση μιας αγκαλιάς που έχει χαθεί, το καθησυχαστικό συναίσθημα της οικειότητας που λείπει σε έναν τόπο ξένο.

Αλλά ακόμη και στην ταπεινή μονοκατοικία με την αυλή, του κ. Διονύση, κάπου στον Κολωνό, όπου κάθε λογής πράγματα στοιβάζονταν σε πλαστικές σακούλες, δίνοντας την εντύπωση του προσωρινού, σε ένα σπίτι που κατοικούσαν μισό αιώνα τώρα, το σήμα κατατεθέν ήταν μια μεγάλη λούτρινη αρκούδα, σκαρφαλωμένη σε ένα δέντρο. Για τη μικρή εγγονή που επισκέπτεται το σπίτι; Ποιος ξέρει; Ηταν πάντως εκεί, σαν εικαστική παρέμβαση, σαν εγκατάσταση. Ο κ. Διονύσης γέλασε. «Όχι, εγώ την έβαλα», διευκρίνισε, «έτσι μας εντόπισαν και από τη Στέγη».

Σε αυτήν την περιπλάνησή μας στις γειτονιές του υποβαθμισμένου κέντρου της πόλης, προσπεράσαμε και σπίτια κλειστά, εγκαταλελειμμένα, ποτισμένα από μια σιωπή δεκαετιών. Ένα τέτοιο οίκημα του 1907, όπου κάποτε στεγαζόταν το Μοντεσσοριανό Σχολείο, στην Αγίου Μελετίου, ήταν από τις πρώτες μας επισκέψεις.

Λευκοί πέτρινοι τοίχοι, μπλε πόρτες και παράθυρα, γύψινα σχέδια στις οροφές, μωσαϊκά κατεστραμμένα με την αίγλη άλλης εποχής και ένα μικρό αίθριο, μπαλκόνι όπου μας περίμενε το κέρασμα: λικέρ και λουκούμι. «Οδηγός» μας, μέσα από τα ακουστικά, η φωνή της κ. Καλλιόπης, μας ξεναγούσε στα δωμάτια, στην ιστορία του σπιτιού, στη σχέση του με τους γείτονες· πολλοί το αποστρέφονται, θα ήθελαν να μην υπάρχει: γάτες, χρήστες ουσιών, εστία μόλυνσης πιστεύουν.

Μπήκαμε και σε άλλα έρημα σπίτια. Με πιο άχαρο παρουσιαστικό ίσως, χωρίς την αίγλη που χαρίζει ο θαυμασμός των περαστικών, αλλά με ίχνη ζωής που τερματίστηκε μάλλον άκαιρα και βεβιασμένα. Πώς να συντηρηθούν, οι κληρονόμοι, και άλλα εμπόδια, ένα παρελθόν που δεν είχε βρει τη θέση του και τα φόρτωνε με κάτι δυσοίωνο. Όπως λέει και ο Σεφέρης: «Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις».

Σπίτια με ιστορίες χωρίς αρχή και τέλος. Διαμπερή. Κάποια σαρωμένα από την αντιπαροχή, άλλα μισοτελειωμένα, τα περισσότερα διαμερίσματα σε πολυκατοικίες. Όπως και να ’χει, τα σπίτια είναι οι άνθρωποι που τα κατοικούν, οι άνθρωποι που τα αφήνουν.

Πηγή: Η Καθημερινή

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Copy-paste

Το dim/art στο facebook




from dimart http://ift.tt/1KAl4D3
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου