Η Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού και η Μαρία Τοπάλη διαβάζουν βιβλία για παιδιά και τα συζητούν μεταξύ τους — γραπτά. Κάθε Τρίτη!
Kate DiCamillo: Η προφητεία της Μπέατρις
Εικόνες: Sophie Blackall
Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου-Άγγελος Αγγελίδης
Εκδόσεις Διόπτρα, 2022
Η Μαρία στη Νίκη:
Τα περασμένα Χριστούγεννα διάβασα «Το θαυμαστό ταξίδι του Έντουαρντ Τιουλέιν». Αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη που στην ηλικία μου (είμαι συνομήλικη της συγγραφέως που γεννήθηκε το 1964) δοκίμασα ξανά αυτό το ξεχασμένο είδος της συγκίνησης, που όταν ήμουν μικρή το κατανάλωνα με μανία. Αναρωτήθηκα ποια είναι η χημική αντίδραση που μου προκάλεσε η ΝτιΚάμιλλο· θυμήθηκα το βιβλίο της παιδικής ηλικίας σαν μια κατάσταση ηδονής, από την οποία υπήρχε αναμφίβολα εξάρτηση. Τι έδινε τότε το βιβλίο που σε έκανε να θέλεις μανιασμένα να πας παρακάτω και ταυτόχρονα να θέλεις απελπισμένα να μην τελειώσει; Τα ίδια και καλύτερα έπαθα με την Μπέατρις και τα Χρονικά της Θλίψης. Και αναρωτήθηκα ξανά, ποια είναι η συνταγή. Η λέξη-κλειδί είναι, νομίζω, η θλίψη. Νομίζω ότι η ΝτιΚάμιλλο ξεκινά αποδεχόμενη ένα υπόβαθρο θλίψης μέσα στην καθεμιά και στον καθένα μας. Οι ήρωες και οι ηρωίδες της παλεύουν περισσότερο με τη θλίψη παρά με τον φόβο. Με τα βαθιά και σκοτεινά νερά εντός μας, που τα τροφοδοτούνε βέβαια και κάποιες οδυνηρές περιστάσεις του βίου – πώς αλλιώς; Όλη η περιπέτεια στήνεται με βάση αυτή τη μάχη του σκοτεινού μέσα κόσμου, ενώ ταυτόχρονα πέφτει από την αρχή στο χώμα και ο σπόρος της αγάπης, που μεγαλώνει σαν τρυφερή περικοκλάδα κατά μήκος της πλοκής. Αυτή είναι πάνω-κάτω η ιστορία κάθε ανθρώπινης ψυχής, αν θέλουμε να την κοιτάξουμε χωρίς υπερβολικά πολλές διαμεσολαβήσεις.
Μεγάλη μαγκιά, σκέφτομαι, να μιλάς στα παιδιά, αλλά και στους μεγάλους, για τη μέσα θλίψη και να είναι ωραίο αυτό που λες. Η Προφητεία της Μπέατρις είναι ένα στοιχειώδες παραμύθι, αλλά η επιθετική κατσίκα Ανσουέλικα και ο αλλήθωρος καλόγερος Έντικ είναι δυο θαυμάσια ευρήματα. Δεν καλλωπίζουν, αλλά μέσα στην σχεδόν αβάσταχτη, σκληρή αλήθεια τους, παρηγορούν. Έτσι όπως παρηγοριέται η Μπέατρις καθώς γαντζώνεται στο αυτί της Ανσουέλικα, προπάντων όμως όπως παρηγοριέται ο φοβητσιάρης και χαρισματικός Έντικ με τις καραμέλες. Πριν ανοιχτεί στην περιπέτεια «πήγε στην κουζίνα και ζήτησε απ’ τον αδελφό Αντουάν μια χούφτα καραμέλες». Κι εκείνος του έδωσε αφειδώς, κι ας μην πίστευε στην επιτυχία της αποστολής του: «καραμελάκια σε σχήμα λουλουδιών και πουλιών και μισοφέγγαρων και αστεριών· και φυσικά καραμελάκια σε σχήμα μικρών σαστισμένων ανθρώπων».
Με τη βοήθεια του google διαπιστώνω ότι υποστηρίχθηκε πως η ΝτιΚάμιλλο είναι πολύ κατάλληλη (και) για ενήλικες. Δεν πρωτοτυπώ λοιπόν καθώς μοιράζομαι εδώ τον ενθουσιασμό μου. Ζηλεύω για μιαν ακόμη φορά τους Αγγλοσάξονες που όπως στην ποίηση έτσι και στο παραμύθι κεντάνε τόσο πετυχημένα πάνω στα παλιά μοτίβα της μεγάλης τους παράδοσης – γιατί ο αέρας του μεσαιωνικού παραμυθιού είναι παντού στα βιβλία της ΝτιΚάμιλλο. Δεν έχω προλάβει να αναζητήσω τα πρωτότυπα, πάντως η γλώσσα, ο ρυθμός και ο τόνος των μεταφραστών της ελληνικής έκδοσης κάνουν το παραμύθι να κυλά σαν μέλι. Και φυσικά, όπως κάθε καλό παραμύθι, κρύβει και μια μέλισσα μέσα του. Μια γιαγιά-μέλισσα. Βρίσκεις ότι τα παραλέω;
Η Νίκη στη Μαρία:
Δεν βρίσκω καθόλου να τα παραλές. Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο με φοβερή δυσπιστία γιατί κάτι δεν μου κολλούσε. Συνήθως τα βιβλία που έχουν προφητείες και τέτοια τα βαριέμαι, η ζωγραφιά στο εξώφυλλο μου φάνηκε κάπως περίεργη… Το βράδυ που το άνοιξα για να διαβάσω μια-δυο σελίδες πριν κοιμηθώ, κάπως από αγγαρεία επειδή το είχες διαλέξει και έπρεπε να σου απαντήσω, διάβασα το μισό. Και όταν ξύπνησα, έπλυνα δόντια και ρούφηξα μερικές σελίδες γέρνοντας πάνω από την καφετιέρα. Και ενώ γύρω μας είναι ακόμα απελπιστικό καλοκαίρι, φύσηξε ένα γλυκό φθινοπωρινό αεράκι και αισθάνθηκα όλες τις λιακάδες του βιβλίου παρηγορητικές και υπέροχες – παρόλο που τις μέρες με λιακάδα του βιβλίου, το φως λούζει το σκηνικό διάφορων τρομερών και συχνά φριχτών πραγμάτων. Κοσμοϊστορικών σίγουρα. Ήθελα να αγκαλιάσω όλους τους ήρωες, να μυρίσω την κατσίκα με το σκληρό σαν πέτρα κεφάλι, να δοκιμάσω μελένιο καραμελάκι και να δω τα πρώτα γράμματα του αγοριού. Και μέσα στον ενθουσιασμό μου, δεν ήθελα να τελειώσει. Ακριβώς όπως τα λες. Εμένα βέβαια ακόμα με κρατάει αυτός ο παιδικός εθισμός ξύπνια πολλά βράδια και ακινητοποιημένη διάφορα πρωινά.
Αυτές τις μέρες είμαι τρομερά θλιμμένη. Τα πράγματα που συμβαίνουν καθημερινά με βυθίζουν και με απογοητεύουν. Νιώθω θλιμμένη και ματαιωμένη. «Νιώθω θλίψη», λέει η Μπέατρις, «είμαι με τους αδελφούς του Τάγματος των Χρονικών της Θλίψης και νιώθω θλίψη» και η αφηγήτρια σχολιάζει ότι η κυκλική αλήθεια αυτής της σκέψης την κάνει να γελάσει. Έτσι ένιωσα κι εγώ, τις μέρες αυτής της γενικευμένης θλίψης έπιασα στα χέρια μου τα Χρονικά της Θλίψης: πόσο ταιριαστό! Ενθουσιάστηκα που ένα βιβλίο για πιο μικρές από μένα αναγνώστριες αναρωτιέται ρητά πώς να αντέξει κανείς αυτό τον άθλιο κόσμο, τον γεμάτο προδοσίες, αποχαιρετισμούς και πληγές. Όσα αφηγείται το βιβλίο, όσα γράφονται και όσα σκέφτεται και βιώνει η μικρή ηρωίδα – η φωτεινή και θλιμμένη, κουρεμένη σαν νεαρός μοναχός και κρυμμένη κάτω από ένα ράσο – ήρθαν σαν ένα απροσδόκητο χάδι. Προσπάθησαν να απαντήσουν στο ερώτημα. Η ιστορία και τα πρόσωπα ήταν τόσο παρηγορητικά. Μέσα στο στοιχειώδες, όπως λες, παραμύθι διατυπώνονται μερικές αλήθειες λαμπερές και ηλιόλουστες, τόσο σπαραξικάρδιες και ανακουφιστικές ταυτόχρονα. Ένας χάρτης για τη μέσα θλίψη και τα νήματα που μας φέρνουν σπίτι, εκεί που είναι οι αγκαλιές και οι ιστορίες και τα καραμελάκια και η επούλωση του τραύματος. Ο μοναχός Έντικ που πάντοτε είχε υπάρξει φοβισμένος δεν ζητάει τα καραμελάκια για εκείνον, αλλά για να τα μοιραστεί. Για να τα δώσει στο πλάσμα εκείνο που τον έκανε γενναίο: γενναίο με έναν τρόπο ταιριαστό στον ήπιο και διστακτικό χαρακτήρα του. Τον τραυματισμένο από τον γύρω κόσμο που τον ήθελε «κανονικά» γενναίο. Το αλλήθωρο μάτι του συναντά το αυτί της δαιμονισμένης κατσίκας και το βλέμμα της Μπέατρις. Τότε, εκεί διατυπώνονται αλήθειες – προφητείες που θα αλλάξουν τον κόσμο. «Άμα είσαι γενναίος, αγαπάς. […] Αυτό, ο Αδελφός Έντικ μπορούσε να το κάνει καλύτερα απ’ όλα τ’ άλλα· το έκανε καλύτερα απ’ όλα τ’ άλλα».
Η ζωή μας, μας λέει αυτό το παραμύθι, είναι ιστορίες: τα μελλούμενα, οι αφηγήσεις από το παρελθόν, τα παραμύθια, οι λέξεις που δειλά ή τολμηρά γράφουμε. Στις μεγάλες δυσκολίες και στα σκοτάδια της μνήμης, η Μπέατρις μουρμουρίζει μια φράση από ένα παραμύθι, μια ερώτηση που κλείνει μέσα της όλη την απόγνωση και επαναλαμβάνεται σαν leitmotif: Τι κόσμος είναι αυτός στον οποίο βρίσκομαι και πώς θα ζήσω σε αυτόν; Όμως σε αυτόν τον κόσμο, που ζουζουνίζει ενθαρρυντικά μια μέλισσα, υπάρχουν εκείνοι που σε αγαπούν και θα έρθουν να σε ψάξουν. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Είναι η διαβεβαίωση πως «όλοι μας, στο τέλος, θα βρούμε τον δρόμο και θα γυρίσουμε σπίτι».
* * *
from dimart https://ift.tt/mzHMYdp
via
IFTTT