—της Μαρίας Τοπάλη—
Διαβάζοντας εδώ κι εκεί στο facebook ξεσπάσματα οργής εναντίον της Ελισάβετ της Αγγλίας πριν καν συμπληρωθεί 24ωρο από τον θάνατό της, θυμήθηκα ένα παλιό οικογενειακό στιγμιότυπο. Πάνε περισσότερα από δέκα χρόνια όταν επισκέφθηκα το αρχοντικό του Τσώρτσιλ, το περίφημο Μπλέναμ Πάλας, και αγόρασα από το πωλητήριο του μουσείου που λειτουργεί εκεί έναν χάρακα με ιστορικές ημερομηνίες τυπωμένες πάνω στη χρονογραμμή της ζωής του γερο-Γουίνστον. Σκόπευα να το κάνω δώρο για τον πατέρα μου. Όταν όμως γύρισα στην Αθήνα και περιχαρής του πρόσφερα τον χάρακα, αυτός συνοφρυώθηκε και σχεδόν με επέπληξε. Ένιωθε, όπως προσπάθησε να μου πει, ότι κατά κάποιον τρόπο τον ειρωνεύτηκα χαρίζοντάς του κάτι από τον άνθρωπο που αντιπαθούσε από τα νιάτα του γιατί τους ματοκύλησε. Νομίζω ότι χρησιμοποίησε αυτό ακριβώς το ρήμα: «ματοκύλησε». Ξαφνιάστηκα και πάγωσα. Δεν είχα συνειδητοποιήσει το μέγεθος του τραύματος. Ίσως θα όφειλε να είχε διατηρήσει το χιούμορ του, αλλά φαίνεται πως κι εγώ είχα αγγίξει μια πολύ ευαίσθητη χορδή.
Μιλήσαμε έκτοτε καμπόσο με τον πατέρα μου για τον Τσώρτσιλ που κι εγώ ποτέ δεν τον συμπάθησα. Τον θυμάμαι βέβαια και σε άλλες περιπτώσεις (τον πατέρα) να εκφράζει έντονη αντιπάθεια ή συμπάθεια για πολιτικά πρόσωπα, πάντοτε μετά από διάβασμα, σκέψη και σταθμίσεις. Δεν συμπαθούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου αλλά από το 1981 και μετά τον ψήφιζε. Είχε πολύ θετική γνώμη για τον Σημίτη. Ο Τσίπρας τον έβγαζε από τα ρούχα του. Δεν άντεχε ούτε να τον βλέπει ούτε να τον ακούει.Τον Ευάγγελο Βενιζέλο τον συμπαθούσε, το ίδιο και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν θα μπορούσα όμως με τίποτε να τον φανταστώ να καταφέρεται εναντίον ενός κατά βάση πολιτικά ανεύθυνου προσώπου όπως η βασίλισσα. Μπορώ να φανταστώ ακριβώς την αντίδρασή του. Θα έκανε μια περιφρονητική κίνηση με το χέρι που θα σήμαινε: αυτά δεν έχουν σχέση με την πολιτική, είναι κοσμικότητες και δεν με αφορούν. Μπορώ, ταυτόχρονα, να φανταστώ τον εαυτό μου αλλά και άλλους ανθρώπους να αποστρέφουν, ακόμη και σε συνθήκες πένθους, με συγκρατημένο θυμό το βλέμμα από πολιτικούς όπως ο Τσώρτσιλ, η Θάτσερ ή ακόμα και ο Τόνι Μπλερ ή ο Μπόρις Τζόνσον, που εύλογα (το αν είναι και δίκαια δεν είναι κάτι που μπορούμε να το λύσουμε στο πλαίσιο ενός τέτοιου σημειώματος) επισύρουν κριτική και μομφή για τις επιλογές και τις πράξεις τους. Αλλά κάθε άνθρωπος με στοιχειώδη πολιτική συγκρότηση γνωρίζει ότι η βασίλισσα είναι ένα πρόσωπο κατά βάση ανεύθυνο πολιτικά. Ο πατέρας μου θα το θεωρούσε πολιτικά άσφαιρο και παιδαριώδες να επιτίθεται κανείς με μένος στην τεθνεώσα Ελισάβετ.
Τούτες οι διαδικτυακές επιθέσεις έχουν κάτι που εκ πρώτης όψεως μοιάζει όντως παιδικό, ενώ σε μια δεύτερη ανάγνωση φαντάζουν τουλάχιστον υπερβολικά συναισθηματικές. Αν βέβαια η Μεγάλη Βρετανία παρέμενε μια κραταιά αποικιοκρατική δύναμη, θα μπορούσε να δικαιολογήσει κανείς την οργή σε βάρος του συμβόλου. Αλλά μόνον αυτό δεν είναι σήμερα η γερασμένη χώρα που συρρικνώνεται και, με δική της θέληση, εκπίπτει με ταχύτατους ρυθμούς σε μια μικρή Αγγλία που θα της μείνει σε λίγο κολλητή μονάχα η Ουαλία, για να ομφαλοσκοπούνται παρέα. Άρα προς τί το μίσος; Σκέφτομαι ότι η παιδικότητα και ο συναισθηματισμός στην πολιτική συνδέονται στενά με τον λαϊκισμό που με όρους ορθολογικούς συνιστά πάντα μια βαθιά απολίτικη προσέγγιση, δεν είναι όμως καθόλου αθώα. Η μαγική φόρμουλα πχ που σου επιτρέπει να κινηθείς με άνεση και φυσικότητα από τον Πάνο Καμμένο μέχρι τον Γιάνη Βαρουφάκη ταιριάζει πολύ με την αντιελισαβετιανή λεβεντολογία του facebook. Είναι μια κλασική τζάμπα μαγκιά — για ξεκάρφωμα. Το ότι έτσι μπορεί να αθωώνεις λίγο ή περισσότερο τον Τσώρτσιλ ή τη Θάτσερ ή τον Μπλερ, ανάλογα με το διακύβευμα, είναι μια τυπική παράπλευρη απώλεια (ή ωφέλεια, αναλόγως από μια σκοπιά το βλέπει κανείς) του λαϊκισμού.
Κατανοώ τις νεαρές και τους νεαρούς ασιατικής ή αφρικανικής καταγωγής που, όπως με πληροφόρησε η μικρή μου κόρη, πλημμύρησαν το βρετανικό instagram με οργισμένες και απαξιωτικές αναρτήσεις σχεδόν αμέσως μετά την ανακοίνωση του θανάτου της βασίλισας. Οι άνθρωποι αυτοί ορίζονται ακόμη σκληρά από την αποικιακή και τη νεο-αποικιακή συνθήκη. Τραύματα ταυτότητας και περιθωριοποίησης καθορίζουν τον βίο τους. Είναι καθημερινότητα και ψωμοτύρι, όχι κουβέντες σε πηγαδάκι αργόσχολων με φρεντοτσίνο. Στις περιπτώσεις αυτές κατεξοχήν ξεσπά κανείς την οργή του σε βάρος του συμβόλου της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, που μετρά δεκαετίες και αιώνες. Δεν είναι ορθό (και πάλι πρέπει να αναζητηθούν οι πολιτικά υπεύθυνοι, για να μπορούν και να λογοδοτήσουν) αλλά είναι δικαιολογημένο και δείχνει στην πυξίδα της Δύσης πόση ακόμα δουλειά πρέπει να γίνει ώστε να καταστούμε κοινωνία, χωρίς να φοβόμαστε ότι θα μας χλευάσει κατάμουτρα η Μάργκαρετ Θάτσερ.
Αλλά τί γίνεται με όλους εμάς τους υπόλοιπους; Τί ήταν για μας η Κουήν; Στην πρωινή εκπομπή του πάντα εξαιρετικού γερμανικού ραδιοφώνου άκουσα έναν γερμανό διπλωμάτη που τη γνώρισε να μιλά γι’ αυτήν με θαυμασμό και εκτίμηση. Ήταν, στα μάτια του, η βασική εκπρόσωπος αυτού που λέμε soft power. Προσπάθησα να σκεφθώ τί σημαίνει αυτό το «soft» για έναν μη ειδικό. Θα μπορούσαμε ίσως να το αντιστοιχήσουμε στους κανόνες της καλής συμπεριφοράς. Έτσι θα συνδέαμε τη βασίλισσα με έναν κώδικα που υπαγορεύει πώς να μιλάς και πώς να τρως. Ξέρω αρκετό κόσμο που θεωρεί αυτούς τους κώδικες καταπιεστικούς, και καθώς περνούν τα χρόνια τέτοιες προσεγγίσεις ενδύονται θεωρητικούς μανδίες που καμιά φορά με τη σκληρότητά τους τρομάζουν, όπως με τρόμαξε ο πατέρας μου με την θυμωμένη του απόρριψη του χάρακα. Ξέρω κόσμο που νιώθει όμορφα όταν απευθύνεται σε μεγαλύτερους ανθρώπους έχοντας καταργήσει τον πληθυντικό, που ντύνεται ή κάθεται με προκλητικά ακατάλληλο τρόπο και νιώθει ότι έτσι χειραφετείται και απελευθερώνεται στο πλαίσιο ενός διαρκούς εμφυλίου πολέμου. Σε κάποιο βαθμό μια τέτοια αντισυμβατικότητα πούλησε άλλωστε και πουλά ο Βαρουφάκης. Η βασίλισσα ενσωματώνει εν προκειμένω την αντίθετη προσέγγιση. Εκφράζει τον καθωσπρεπισμό και τη λατρεία των καθεστωτικών συμβάσεων επιδεικνύοντας ταυτόχρονα μιαν εντυπωσιακή επικοινωνιακή άνεση (χαρακτηριστική, πρέπει να πούμε, ολόκληρου του παρακμασμένου imperium), όταν εμφανίζεται δημόσια με τον Τζέημς Μποντ ή το Αρκουδάκι Πάντιγκτον. Αν κάποια ή κάποιος τα πηγαίνει καλά με τα πρωτόκολλα και τις συμβάσεις, έχει κάθε λόγο να τη σέβεται και, γιατί όχι, να απολαμβάνει την κινηματογραφική γοητεία της. Η βασίλισσα ήταν η πρωταγωνίστρια του μεγαλύτερου ριάλιτι σόου που είχε στη διάθεσή της η Βρετανία και ολόκληρη η ανθρωπότητα. Το συγκεκριμένο ριάλιτι ενσωμάτωνε τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα παλαιών αξιών και παλαιάς μόδας. Μέχρις εκεί.
Αν συγκρίναμε, από την άλλη, τη βασίλισα με θεσμούς που διαθέτουν επίσης soft power, όπως η Εκκλησία, πάλι θα έβγαινε κερδισμένη. Η Εκκλησία ασκεί αυτή τη δύναμη επιθετικά. Επιμένει να επεμβαίνει τον 21ο αιώνα σε ζητήματα που άπτονται του πυρήνα των δικαιωμάτων που αφορούν το σώμα και τη σεξουαλικότητά μας, ενώ σε άτυχες χώρες όπως η Ελλάδα αναμιγνύεται ακόμα και στην εκπαίδευση. Όπως και να το κάνουμε, ο Εσταυρωμένος σε μια σχολική αίθουσα, ο υποχρεωτικός αγιασμός και το μάθημα των θρησκευτικών είναι ζητήματα που μπορούν δίκαια να εξοργίσουν μια φιλελεύθερη συνείδηση με ανάλογο τρόπο όπως μια δημοκρατική συνείδηση θα μπορούσε δικαιολογημένα να εξεγερθεί εναντίον του Τσώρτσιλ και της Θάτσερ που λέγαμε πριν, ενώ και αυτά που ζούμε τώρα με τον Πούτιν φέρνουν στην επιφάνεια κάμποσα ράμματα για τη γούνα του Τόνυ Μπλερ. Η βασίλισα είναι ένα σόου που μπορεί να μας εκνευρίζει ή να μην θέλουμε να το χρηματοδοτήσουμε, αλλά δεν λερώνει με την ηθικολογία της αναπνοής της τη νυχτερινή ατμόσφαιρα του κρεβατιού μας.
Δυσκολεύομαι να διακρίνω την νεκρή πλέον Ελισάβετ από τη φιγούρα ενός παραμυθιού, μιας ταινίας της Ντίσνεϋ ή και απλώς της Ολίβια Κόλμαν στο Crown ενώ η προοπτική της Ιμέλντα Στόντον στην ίδια σειρά με ενθουσιάζει. Δεν ξέρω πώς θα νιώθω σε μερικά χρόνια από τώρα. Φυσικά και είμαι θύμα της εικόνας, της βιομηχανίας του θεάματος και όλα τα σχετικά. Επιπλέον είμαι αρκετά καθωσπρέπει, με τους πληθυντικούς και με τις καλημέρες μου. Αν ωστόσο έπρεπε να ψηφίσω σε ένα αγγλικό —ή σε οποιουδήποτε άλλου έθνους— δημοψήφισμα υπέρ ή κατά του θεσμού της μοναρχίας, δεν θα δίσταζα καθόλου. Το στέμμα δεν με αφορά. Μου αρκεί το netflix. Θα πατούσα χωρίς δεύτερη σκέψη το κουμπί της κατάργησης της μοναρχίας. Είναι μια άχρηστη (και πανάκριβη) συντηρητική πολυτονική πόζα, χωρίς αντίκρυσμα. Αλλά δεν είναι κνούτο ούτε μπούρκα.
* * *
from dimart https://ift.tt/1jqnJck
via
IFTTT