— του Κώστα Γ. Τσικνάκη—
Μία από τις συγκλονιστικότερες σκηνές της «Ιλιάδος» είναι οι στίχοι 59-92 της Ψ Ραψωδίας. Σε αυτούς, περιγράφεται το όνειρο που είδε ο Αχιλλέας, μετά τον θάνατο του Πατρόκλου.
Πηλεΐδης δ’ ἐπὶ θινὶ πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
κεῖτο βαρὺ στενάχων πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσιν
ἐν καθαρῷ, ὅθι κύματ’ ἐπ’ ἠϊόνος κλύζεσκον·
εὖτε τὸν ὕπνος ἔμαρπτε λύων μελεδήματα θυμοῦ
νήδυμος ἀμφιχυθείς· μάλα γὰρ κάμε φαίδιμα γυῖα
Ἕκτορ’ ἐπαΐσσων προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν·
ἦλθε δ’ ἐπὶ ψυχὴ Πατροκλῆος δειλοῖο
πάντ’ αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ’ ἐϊκυῖα
καὶ φωνήν, καὶ τοῖα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο·
στῆ δ’ ἄρ’ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·
εὕδεις, αὐτὰρ ἐμεῖο λελασμένος ἔπλευ Ἀχιλλεῦ.
οὐ μέν μευ ζώοντος ἀκήδεις, ἀλλὰ θανόντος·
θάπτέ με ὅττι τάχιστα πύλας Ἀΐδαο περήσω.
τῆλέ με εἴργουσι ψυχαὶ εἴδωλα καμόντων,
οὐδέ μέ πω μίσγεσθαι ὑπὲρ ποταμοῖο ἐῶσιν,
ἀλλ’ αὔτως ἀλάλημαι ἀν’ εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ.
καί μοι δὸς τὴν χεῖρ’· ὀλοφύρομαι, οὐ γὰρ ἔτ’ αὖτις
νίσομαι ἐξ Ἀΐδαο, ἐπήν με πυρὸς λελάχητε.
οὐ μὲν γὰρ ζωοί γε φίλων ἀπάνευθεν ἑταίρων
βουλὰς ἑζόμενοι βουλεύσομεν, ἀλλ’ ἐμὲ μὲν κὴρ
ἀμφέχανε στυγερή, ἥ περ λάχε γιγνόμενόν περ·
καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ μοῖρα, θεοῖς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ,
τείχει ὕπο Τρώων εὐηφενέων ἀπολέσθαι.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω καὶ ἐφήσομαι αἴ κε πίθηαι·
μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ’ Ἀχιλλεῦ,
ἀλλ’ ὁμοῦ ὡς ἐτράφημεν ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν,
εὖτέ με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος
ἤγαγεν ὑμέτερον δ’ ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς,
ἤματι τῷ ὅτε παῖδα κατέκτανον Ἀμφιδάμαντος
νήπιος οὐκ ἐθέλων ἀμφ’ ἀστραγάλοισι χολωθείς·
ἔνθά με δεξάμενος ἐν δώμασιν ἱππότα Πηλεὺς
ἔτραφέ τ’ ἐνδυκέως καὶ σὸν θεράποντ’ ὀνόμηνεν·
ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι
χρύσεος ἀμφιφορεύς, τόν τοι πόρε πότνια μήτηρ.
Ο Αχιλλέας κάθεται μαζί με τους συντρόφους του θλιμμένος σε ένα ακρογιάλι και, αποκαμωμένος καθώς ήταν από την κούραση της μάχης, αποκοιμιέται. Στον ύπνο του, εμφανίζεται η ψυχή του νεκρού φίλου του Πατρόκλου, που διαμαρτύρεται πως τον είχε λησμονήσει. Το σώμα του, αρκετές μέρες ύστερα από τον θάνατό του, παρέμενε ακόμα άταφο και χωρίς καμιά φροντίδα. Παρακαλούσε τον Αχιλλέα να φροντίσει σχετικά. Μόνο έτσι δεν θα περιπλανιόταν πλέον άσκοπα στον Άδη και θα περνούσε τις όχθες του ποταμού για να ανταμώσει με τις ψυχές των υπολοίπων πεθαμένων. Κλείνοντας, τον αποχαιρετούσε, θυμίζοντάς του τις όμορφες στιγμές που είχαν περάσει μαζί στο παρελθόν. Σύντομα, μόλις πέθαινε και εκείνος στην Τροία, θα συνέχιζαν να ζουν αδελφωμένοι, καθώς θα θάβονταν μαζί τα κόκαλά τους.
Ο Αχιλλέας πετάγεται έκπληκτος από τον ύπνο του και χτυπά τα δυο του χέρια. Είναι παραπονεμένος αφού ούτε και στον ύπνο του μπόρεσε να αποχαιρετίσει τον αγαπημένο φίλο του. Ξαναρχίζει τον θρήνο του, συμπαρασύροντας τους υπόλοιπους Μυρμιδόνες. Τις επόμενες μέρες ξεκίνησαν οι ετοιμασίες από τους Αχαιούς για την ταφή του Πατρόκλου.
Gavin Hamilton (1723-1798), «Ο Αχιλλέας θρηνεί τον θάνατο του Πατρόκλου», 1760-1763 (Εδιμβούργο, Scottish National Gallery).
Τις αγωνιώδεις εκκλήσεις του Πατρόκλου προς τον Αχιλλέα για την ταφή του άψυχου σώματός του, προκειμένου να βρει επιτέλους ανάπαυση στον Κάτω Κόσμο, θυμήθηκα σήμερα.
Κι ο λόγος δεν είναι τυχαίος. Πριν από εβδομήντα οκτώ χρόνια, στις 6 Ιουνίου 1943, στο χωριό Νεζερός (σήμερα Άγιος Στέφανος), κοντά στον Δομοκό, εκτελέστηκαν από ιταλικό απόσπασμα 104 φυλακισμένοι του Στρατοπέδου Συγκέντρωσης Λάρισας. Ανάμεσά τους ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος.
Πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν για αυτόν αλλά αρκούμαι στα στοιχειώδη.
Γεννήθηκε το 1900 στη Θήβα, όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Το 1919 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ξεκίνησε να αναπτύσσει εντυπωσιακή δραστηριότητα. Μαζί με φίλους του, εξέδιδε για μικρό χρονικό διάστημα, λογοτεχνικό περιοδικό. Παράλληλα, μελετούσε το έργο του γερμανού φιλοσόφου Άρτουρ Σοπενχάουερ, από το οποίο επηρεάστηκε. Τέλος, εντάχθηκε στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος, πρωτοστατώντας στους εργατικούς αγώνες της εποχής.
Το 1920 στρατεύτηκε στον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επιστροφή του στην Αθήνα δημιούργησε την «Ένωση Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού», της οποίας και εκλέχθηκε Πρόεδρος.
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του, στις αρχές του 1924, άρχισε να ασκεί τη δικηγορία. Ταυτόχρονα, ανέλαβε τη διεύθυνση του θεωρητικού οργάνου του Σ.Ε.Κ.Ε. Κομμουνιστική Επιθεώρησις. Στα τέλη του ίδιου έτους, οπότε πραγματοποιήθηκε έκτακτο συνέδριο και αποφασίστηκε η μετονομασία του Σ.Ε.Κ.Ε. σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Στη συνέχεια, διετέλεσε Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε.
Ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ στις φυλακές του Συγγρού το 1925 ή 1926, κατά τη διάρκεια της δίκης τους για τις θέσεις τους για το Μακεδονικό. Στο κέντρο ο Πουλιόπουλος, ΓΓ του ΚΚΕ.
Αποτελούσε, κατά γενική εκτίμηση, το πιο καταρτισμένο θεωρητικά στέλεχος του Κόμματος εκείνη την περίοδο αλλά και αργότερα. Γνώριζε δέκα ξένες γλώσσες και, εκτός από τη μελέτη μαρξιστικών κειμένων από το πρωτότυπο, διάβαζε φιλοσοφία και ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Οι απόψεις που εξέφραζε για εθνικά ζητήματα, σε μια προσπάθεια εναρμόνισης με αποφάσεις της Κομουνιστικής Διεθνούς, είχαν μεγάλο πολιτικό κόστος.
Κατά το διάστημα της ηγεσίας του, βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Λέοντα Τρότσκι και στον Ιωσήφ Στάλιν, γεγονός που είχε τις επιπτώσεις του στις τάξεις του Κόμματος.
Το φθινόπωρο του 1927 διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε, μαζί με πολλούς άλλους. Δίπλα του βρέθηκε σημαντικό τμήμα του Κόμματος και όλοι σχεδόν οι διανοούμενοί του. Η διάσπαση του 1928, όπως έχει αποκαλυφθεί από την έρευνα, υπήρξε το καθοριστικότερο γεγονός στην πορεία του Κ.Κ.Ε. Όσες ακολούθησαν, τις επόμενες δεκαετίες, απλώς επιβεβαίωσαν διαπιστώσεις, που είχαν τότε γίνει.
Αρχικά, προχώρησε στην έκδοση του θεωρητικού περιοδικού Σπάρτακος, που αποτέλεσε και το όνομα της οργάνωσης, την οποία δημιούργησε στις αρχές του 1929. Το έντυπο, ως μηνιαίο περιοδικό ή δεκαπενθήμερη εφημερίδα, με μικρές διακοπές, κυκλοφόρησε ώς τον Αύγουστο του 1934.
Το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους του περιοδικού Σπάρτακος. Μηνιαίο Περιοδικό της Μαρξιστικής-Λενινιστικής Θεωρίας και Πράξης (Αθήνα, Γενάρης 1928).
Παράλληλα, ανέπτυσσε έντονη δραστηριότητα σε διάφορους τομείς. Κατά την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματός του, δεν παρέλειπε να συντρέχει κάθε απροστάτευτο και κατατρεγμένο. Το 1930 παντρεύτηκε τη νεαρή φιλόλογο και ποιήτρια Φιλήσια Στάθη.
Την ίδια περίοδο, παρουσίασε αξιοσημείωτο συγγραφικό έργο. Ξεχωρίζει το περίφημο βιβλίο του Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα; (Αθήνα, Γκοβόστης, 1934). Σε αυτό, προχωρεί σε μία εξονυχιστική ανάλυση της τότε ελληνικής πραγματικότητας. Σε αντίθεση με την άποψη της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., υποστήριζε ότι ήταν εφικτή η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα. Διαφορετική εκτίμηση είχε, συμπλέοντας με τις απόψεις του Τρότσκι, και για τη στάση που όφειλε να κρατήσει το εργατικό κίνημα στον επικείμενο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με την εγκαθίδρυση της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, ο Παντελής Πουλιόπουλος πέρασε στην παρανομία, από όπου και συνέχισε τη δράση του. Οι πρωτοβουλίες του για την ενοποίηση των διασπασμένων ελληνικών τροτσκιστικών ομάδων δικαιώθηκαν με τη δημιουργία, το 1938, της Ενιαίας Οργάνωσης Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας.
Το χειρόγραφο περιοδικό Δελτίο Συζήτησης της ΕΟΚΔΕ, που κυκλοφορούσε ο Πουλιόπουλος έγκλειστος στην Ακροναυπλία την περίοδο 1939-1940.
Το Δελτίο ήταν γραμμένο σε τετράδιο της φασιστικής ΕΟΝ.
(Αρχείο Αναστασιάδη, ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ)
Η νέα οργάνωση, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1938, έλαβε μέρος στην ίδρυση της Τετάρτης Διεθνούς στο Παρίσι. Ο ίδιος, δεν πρόλαβε ωστόσο να μετουσιώσει σε πράξη το όραμά του καθώς, από τον Αύγουστο του ίδιου έτους, είχε συλληφθεί από το δικτατορικό καθεστώς. Αρχικά μεταφέρθηκε στις Φυλακές Αβέρωφ, στη συνέχεια στις Φυλακές Αιγίνης και, τελικά, οδηγήθηκε στην Ακροναυπλία.
Ανάμεσα στους Κομουνιστές και στους Τροτσκιστές, που βρίσκονταν έγκλειστοι στον χώρο, κυριαρχούσε μια ιδιότυπη απομόνωση. Οι δεύτεροι, υφίσταντο καθημερινά πρωτοφανή ψυχολογική πίεση από τους πρώτους, που υπερτερούσαν αριθμητικά. Αποκορύφωμα της διάστασης που υπήρχε ανάμεσα στις δύο πλευρές για διάφορα ζητήματα ήταν όσα εξελίχθηκαν μόλις εισήλθαν τα γερμανικά στρατεύματα στην Ελλάδα.
Ο Παντελής Πουλιόπουλος ευνοούσε την οργάνωση σχεδίου διαφυγής καθώς με τον τρόπο αυτό θα διασώζονταν οι εξακόσιοι και πλέον έγκλειστοι της Ακροναυπλίας. Το σχέδιο, μπορούσε πολύ εύκολα να πραγματοποιηθεί και απέμεναν μόνο κάποιες τυπικές λεπτομέρειες. Ωστόσο, ένα τέτοιο ενδεχόμενο, απέρριψε κατηγορηματικά το ηγετικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε. Γιάννης Ιωαννίδης, Γραμματέας της Κομματικής Επιτροπής Ακροναυπλίας, γεγονός που είχε ολέθριες συνέπειες στη συνέχεια.
Ο Παντελής Πουλιόπουλος, μαζί με τους υπόλοιπους συγκρατούμενούς του, παραδόθηκε από τις μεταξικές αρχές στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής. Τον Μάρτιο του 1942, όταν προσβλήθηκε από φυματίωση, μεταφέρθηκε στο Δημοτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Μόλις βελτιώθηκε η κατάσταση της υγείας του, φυλακίστηκε στις Φυλακές Αβέρωφ και ακολούθως στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Λάρισας. Και εκεί, όμως, βρισκόταν αντιμέτωπος, όπως και οι ομοϊδεάτες του, της λεκτικής επιθετικότητας παλιών συνοδοιπόρων του.
Η ζωή του, όπως και πολλών άλλων αγωνιστών της εποχής, διακόπηκε πρόωρα. Ύστερα από την ανατίναξη, στις 3 Ιουνίου 1943, από τον Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της σήραγγας του Κουρνόβου, ως αντίποινα, αποφασίστηκε ο θάνατος 107 φυλακισμένων του Στρατοπέδου Συγκέντρωσης Λάρισας. Σχεδόν όλοι προέρχονταν από την Ακροναυπλία. Η εκτέλεση 104 τελικά, από τις ιταλικές δυνάμεις κατοχής, έγινε το μεσημέρι της 6ης Ιουνίου 1943.
Λίγο πριν από την εκτέλεσή του, ο Παντελής Πουλιόπουλος ζήτησε να απευθυνθεί στους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Τους μίλησε στα ιταλικά, καλώντας τους, στο όνομα του αντιφασισμού και της διεθνιστικής αλληλεγγύης, να μην πειθαρχήσουν στην εντολή. Τόσο πειστικός ήταν ο λόγος του ώστε, σύμφωνα με μαρτυρίες, οι στρατιώτες κατέθεσαν ουσιαστικά τα όπλα τους. Τελικά, επιστρατεύθηκε ένας αξιωματικός, ο οποίος και τον εκτέλεσε.
Στο σημείο αυτό, εύλογα, αναρωτιέται κάποιος. Τι σχέση έχει η εκτέλεση του Παντελή Πουλιόπουλου με τη Ραψωδία Ψ της «Ιλιάδος»; Η απάντηση βρίσκεται στη συνέχεια της περιγραφής.
Αποτροπιασμό, για να μην χρησιμοποιηθεί βαρύτερη λέξη, προκαλούν όσα επακολούθησαν.
Το πρωί της επομένης, στον χώρο της εκτέλεσης βρέθηκαν οι άνδρες του Ε.Λ.Α.Σ., που φρόντισαν για την ταφή των νεκρών.
Κατόπιν προφανώς σχετικών οδηγιών από ανωτέρους τους επιφύλαξαν διαφορετική μοίρα για κάθε άψυχο σώμα. Έτσι, όσα αποτελούσαν μέλη του Κ.Κ.Ε., φρόντισαν να τα θάψουν αμέσως, μέσα στο κοντινό νεκροταφείο του χωριού, σε τάφους που σκάφτηκαν. Έξι σορούς, όμως, δεν τις μετακίνησαν!
Επρόκειτο για τέσσερις Τροτσκιστές (Νώντα Γιαννακό, δάσκαλο, Γιάννη Μακρή, εργάτη ζαχαροπλαστικής, Γιάννη Ξυπόλητο, εργάτη, Παντελή Πουλιόπουλο, δικηγόρο), και δύο Αρχειομαρξιστές (Δημήτρη Λαμπρόπουλο, εργάτη, και κάποιον άλλο, το όνομα του οποίου δεν έχει ταυτιστεί).
Παρέμειναν άταφοι, στην ίδια θέση, για αρκετές μέρες. Τα σώματά τους άρχισαν να αποσυντίθενται. Τα όρνια ξέσκιζαν τις σάρκες τους. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό.
Ορισμένοι κάτοικοι της περιοχής δεν άντεξαν και αντέδρασαν. Πίεσαν τους άνδρες του Ε.Λ.Α.Σ. να αντιμετωπιστεί το ζήτημα. Εκείνοι, αφού και πάλι έλαβαν οδηγίες, έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για την ταφή. Έθεσαν, ωστόσο, προϋποθέσεις, οι οποίες και τηρήθηκαν. Οι χωρικοί, μετέφεραν τους νεκρούς και τους έθαψαν σε ένα πρόχειρο τάφο, έξω όμως από το νεκροταφείο!
Αυτή τη μεταχείριση γνώρισαν τα άψυχα σώματα των Τροτσκιστών και των Αρχειομαρξιστών, ανάμεσά τους εκείνο του Παντελή Πουλιόπουλου, Γραμματέα του Κ.Κ.Ε. Ακόμα και ύστερα από τον θάνατό τους αντιμετωπίστηκαν ως αποσυνάγωγοι από τους παλιούς συντρόφους τους!
Δεν περιποιούσε τιμή σε άνδρες, που αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξενικό ζυγό και την επικράτηση μιας άλλης, δικαιότερης κοινωνίας, η συγκεκριμένη πράξη.
Το μένος τους εναντίον των Τροτσκιστών και Αρχειομαρξιστών, με τους οποίους είχαν ιδεολογικές διαφωνίες καθώς υποστήριζαν διαφορετικές πολιτικές θέσεις, δεν είχε προηγούμενο. Επιβεβαιώθηκε και σε αρκετές άλλες περιπτώσεις.
Από τους τελευταίους μήνες της Κατοχής ξεκίνησε να τίθεται σε εφαρμογή ένα συντονισμένο σχέδιο εναντίον τους με τραγικά αποτελέσματα. Την εξόντωση των ηγετικών στελεχών τους, με μεθοδικό τρόπο, ανέλαβε η διαβόητη Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα, που επιτέλεσε το έργο με άκρα επιτυχία. Η δραστηριοποίησή της, κορυφώθηκε την περίοδο του Δεκεμβρίου του 1944.
Ανάμεσα στους δεκάδες, που τότε εκτελέστηκαν, ήταν ο δικηγόρος Δημοσθένης Βουρσούκης. Στα χρόνια της Μεταξικής Δικτατορίας αποτελούσε τον πολιτικό καθοδηγητή του Ανδρέα Παπανδρέου.
Για όσα εξελίχθηκαν στον χώρο εκτέλεσης, εκείνες τις μέρες του Ιουνίου του 1943, σώθηκε φωτογραφικό υλικό, που μας τα θυμίζει.
Κάποιος δάσκαλος του κοντινού χωριού τράβηξε τρεις φωτογραφίες. Στην πρώτη, την επομένη της εκτέλεσης, διακρίνονταν τα άψυχα σώματα των 104 εκτελεσθέντων, πριν από τη συγκέντρωση και την ταφή τους. Στη δεύτερη, φαίνονταν οι σοροί των έξι Τροτσκιστών και Αρχειομαρξιστών, που ξεχωρίστηκαν και παρέμειναν άταφες για μέρες. Στην τρίτη, διακρινόταν ο πρόχειρος τάφος τους, έξω από το νεκροταφείο.
Τις φωτογραφίες, παρέδωσε αργότερα στην αδελφή του Παντελή Πουλιόπουλου, η οποία, με τη σειρά της, τις έδωσε στη χήρα του. Εκείνη, μεταξύ των έξι σορών, που παρέμειναν άθαφτοι για μέρες, τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν, στη δεύτερη φωτογραφία, ο δεύτερος από αριστερά.
Η Φιλήσια Στάθη-Πουλιοπούλου, μη γνωρίζοντας τα ακριβή γεγονότα, είχε στο μεταξύ προσεγγίσει το Κ.Κ.Ε. και υποστήριζε τις θέσεις του. Μόλις ωστόσο πληροφορήθηκε τον τρόπο συμπεριφοράς απέναντι στον άντρα της και στους συντρόφους του από τους άνδρες του Ε.Λ.Α.Σ. αποχώρησε.
Το ερώτημά της, ώς το τέλος της ζωής της, λένε, παρέμενε βασανιστικό: «Πώς μπόρεσαν άνθρωποι να συμπεριφερθούν σε νεκρούς με τόσο βάναυσο τρόπο;»
Η πίκρα της γινόταν μεγαλύτερη και για έναν επιπλέον λόγο. Θεωρούσε βέβαιο ότι, μεταξύ εκείνων, που προχώρησαν στον ιδιότυπο διαχωρισμό νεκρών σωμάτων, υπήρχαν ορισμένοι, που ο Παντελής Πουλιόπουλος είχε οργανώσει τη δεκαετία του 1920 στο Κ.Κ.Ε. και τους είχε εμπνεύσει με τον λόγο του και τη συμπεριφορά του. Αυτή ήταν η απάντησή τους σε όσα τους είχε εμφυσήσει;
Στις συζητήσεις των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών συχνά γινόταν αναφορά σε όσα θλιβερά είχαν λάβει χώρα ύστερα από τις 6 Ιουνίου 1943 στον Νεζερό (Άγιο Στέφανο) και στην ύπαρξη φωτογραφικού υλικού. Ως προς το δεύτερο, από ορισμένους, διατυπώνονταν επιφυλάξεις.
Τελικά, η Φιλήσια Στάθη-Πουλιοπούλου, λίγο πριν από το τέλος της ζωής της έστερξε να δώσει τις φωτογραφίες που διατηρούσε στον Μιχάλη Ν. Ράπτη.
Πρωτοδημοσιεύτηκαν, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, στο περιοδικό «Σχολιαστής». Συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο του Δημήτρη Λιβιεράτου, «Παντελής Πουλιόπουλος. Ένας διανοούμενος επαναστάτης». Πρόλογος Μιχάλης Ν. Ράπτης (Πάμπλο). Επίμετρο και ντοκουμέντα Γαβριήλ Λαμπάτος (Αθήνα, Εκδόσεις Γλάρος, 1992, δεύτερη έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Εργατική Πάλη, 2008).
Ο σεβασμός στον νεκρό και η φροντίδα για την ταφή του αποτελούν στοιχειώδη υποχρέωση από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας. Φανερώνουν ανθρωπισμό και μεγαλοψυχία. Η κομματική εμπάθεια, δεν χρειαζόταν να καταλήξει στην απεχθή συμπεριφορά, που μόλις περιγράφτηκε.
Δεν έπρεπε να τύχει τέτοιας αντιμετώπισης από πρώην συντρόφους του ο Παντελής Πουλιόπουλος, που υπήρξε από τις πιο ανιδιοτελείς, ευγενικές και ολοκληρωμένες φυσιογνωμίες του Ελληνικού Αριστερού Κινήματος.
Παντελής Πουλιόπουλος
(Θήβα 10 Μαρτίου 1900-Νεζερός / Άγιος Στέφανος 6 Ιουνίου 1943).
* * *
Μια πρώτη μορφή του κειμένου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα «Έξοδος κινδύνου» (6 Ιουνίου 2015) και στο πόρταλ «Times News» (6 Iουνίου 2018).
* * *
from dimart https://ift.tt/2ToH9Uw
via
IFTTT