—Δύο πασχαλινά ποιήματα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες σε μετάφραση Λεωνίδα Ρεμπελάκου—
Λουκάς 23
Ευγενής ή Εβραίος ή απλώς ένας άνθρωπος
του οποίου το πρόσωπο έχει χαθεί στο χρόνο·
δε θα ανακτήσουμε ποτέ από τη λήθη
τα σιωπηλά γράμματα του ονόματός του.
Γνώριζε για την επιείκεια ό,τι μπορεί
να γνωρίζει ένας ληστής που η Ιουδαία
καρφώνει σε ένα σταυρό. Για τα πρότερά του
χρόνια τίποτε δεν έφτασε στις μέρες μας. Στην ύστατή του
πράξη να πεθάνει σταυρωμένος,
άκουσε, μέσα από τις κατάρες του κόσμου,
πως εκείνος που δίπλα του πέθαινε
ήταν Θεός και στα τυφλά τού είπε:
Θυμήσου με όταν έρθει
η Βασιλεία σου· κι η ακατάληπτη φωνή
που μια μέρα όλα τα όντα θα κρίνει
τού υποσχέθηκε από τον τρομερό Σταυρό
τον Παράδεισο. Τίποτε άλλο δεν είπαν
μέχρι που ήρθε το τέλος· όμως η ιστορία
δε θα αφήσει να χαθεί η θύμηση
εκείνου του απογεύματος που χάθηκαν οι δυο τους.
Ω φίλοι, η αθωότητα του φίλου εκείνου,
του Ιησού Χριστού, η αφέλεια που τον έκανε
να ζητήσει τον Παράδεισο και να τον κερδίσει
μέσα από την ατίμωση της τιμωρίας,
ήταν αυτό που τόσες φορές στην αμαρτία
τον έριξε και στη μοίρα του την αιματοβαμμένη.
* * *
Ο Χριστός στο σταυρό
Ο Χριστός στο σταυρό. Τα πόδια του αγγίζουν τη γη.
Τα τρία ξύλα έχουν το ίδιο ύψος.
Ο Χριστός δεν είναι στη μέση. Είναι ο τρίτος.
Η μαύρη γενειάδα του κρέμεται πάνω από το στήθος.
Το πρόσωπό του δεν είναι το πρόσωπο των εικόνων.
Είναι τραχύ και εβραϊκό. Δεν το βλέπω
και θα το αναζητώ συνέχεια μέχρι την ύστατη
μέρα που θα βηματίζω στη γη.
Ο καταρρακωμένος άνδρας υποφέρει και σιωπά.
Το αγκάθινο στεφάνι τον πονά.
Δεν τον αγγίζει η χλεύη των ανθρώπων.
Τον έχουν δει αμέτρητες φορές να ψυχορραγεί.
Τον ίδιο ή κάποιον άλλο. Δεν έχει διαφορά.
Ο Χριστός στο σταυρό. Στο μυαλό του μπερδεύονται
το βασίλειο που ίσως τον περιμένει,
Δεν του είναι γραφτό να δει τη θεολογία,
την ακατάληπτη Τριάδα, τους Γνωστικούς,
την πορφύρα, τη μίτρα, τη λειτουργία,
τη μεταστροφή του Γκούτρουμ μέσω του σπαθιού,
την Ιερά Εξέταση, το αίμα των μαρτύρων,
τις βάναυσες σταυροφορίες, τη Ζαν ντ’ Αρκ,
το Βατικανό να ευλογεί στρατούς.
Ξέρει πως δεν είναι θεός· είναι ένας άνθρωπος
που πεθαίνει καθώς σβήνει η μέρα. Δεν τον απασχολεί.
Τον απασχολεί το σκληρό σίδερο των καρφιών.
Δεν είναι Ρωμαίος. Δεν είναι Έλληνας. Αναστενάζει.
Μας έχει αφήσει θαυμάσιες μεταφορές
και το δόγμα της συγχώρεσης που μπορεί
να σβήσει τα περασμένα.(Αυτή την πρόταση την έγραψε
ένας Ιρλανδός σε μια φυλακή).
Η ψυχή αναζητά το τέλος, βιαστική.
Έχει σκοτεινιάσει λίγο. Ήδη έχει πεθάνει.
Μια μύγα περπατάει πάνω στην ακίνητη σάρκα.
Σε τι μπορεί να μου χρησιμεύσει το ότι εκείνος ο άνθρωπος
υπέφερε, αν εγώ ο ίδιος υποφέρω τώρα;
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: Gilbert Spencer, The Crucifixion, 1915
* * *
Ποίηση σε πρώτη προβολή
from dimart https://ift.tt/3e6stBr
via IFTTT