Σαν σήμερα, στις 29 Ιουλίου 2004, πέθανε η Ρένα Βλαχοπούλου
Η Ρένα Βλαχοπούλου γεννήθηκε στην Κέρκυρα, στις 20 Φεβρουαρίου 1923. Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και, παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο τους παιδί. Με τον πατέρα της πήγαινε συχνά επίσκεψη στον αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη όπου υπήρχε πιάνο αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί θα έχει την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.
Μόλις δεκάξι χρονών, θα τραγουδήσει για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Θα έρθουν στην Αθήνα όπου θα παντρευτούν το καλοκαίρι του επόμενου έτους. Τότε, στο βαριετέ «Όασις», στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα θα πάει να δοκιμάσει τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσιάζει τον Τραϊφόρο, που της ζητά να τραγουδά εκεί μονίμως. Πράγματι, την άλλη μέρα θα πάει να τραγουδήσει η Ρένα στο βαριετέ, φορώντας δανεική τουαλέτα, που θα την πατήσει και θα πέσει κάτω.
Σημειώνει επιτυχία κι ο Πωλ Μενεστρέλ γράφει ένα τραγούδι ειδικά γι’ αυτήν, το «Μικρή χωριατοπούλα», που θα γίνει επιτυχία και στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο θα διασκευαστεί σε «Κορόιδο Μουσολίνι» από τον Γιώργο Οικονομίδη.
Τον χειμώνα του 1939-40 εμφανίζεται ως τραγουδίστρια για πρώτη φορά στο θέατρο Μοντιάλ του Κώστα Μακέδου, στην οδό Πανεπιστημίου, σε επιθεώρηση με τη Σοφία Βέμπο (τραγούδησαν ντουέτο). Μαζί, ακόμη, οι αδελφές Καλουτά, ο Κυριάκος Μαυρέας, η Ηρώ Χαντά κι ο Γιάννης Φλερύ. Τον χειμώνα του 1940, οι Ιταλοί βομβαρδίζουν την Κέρκυρα. Θα σκοτωθούν και οι δύο γονείς της. Ο γάμος με τον Βασιλείου δεν θα κρατήσει. Χωρίζουν και το 1942 παντρεύεται τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο.
Τότε θα ξεκινήσει συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο «Πάνθεον» που θα της γράψει τραγούδια με μουσική τζαζ. Θα έχει μεγάλη επιτυχία. Ο Τύπος θα την αποκαλέσει «βασίλισσα της τζαζ». Γίνεται μεγάλη επιτυχία και ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα το τραγούδι «Θα σε πάρω να φύγουμε» που θα πει για πρώτη φορά στην επιθεώρηση «Welcome» των Αλέκου Σακελλάριου – Δημήτρη Ευαγγελίδη το καλοκαίρι του 1944, στο θέατρο «Κυβέλη». Θα ξεκινήσει να ηχογραφεί δίσκους γραμμοφώνου με την Οντεόν. Με τον Σπάρτακο θα συνεργαστούν για αρκετά χρόνια. Χωρίζει με τον Κωστόπουλο το 1946. Αρχίζει περιοδείες με τον Σπάρτακο στο εξωτερικό (Λίβανος, Περσία, θα φτάσουν και μέχρι τις ΗΠΑ). Την βοηθά ιδιαίτερα το γεγονός ότι μιλά πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά) και με εξαιρετική προφορά. Απουσιάζει από την Ελλάδα για ένα σημαντικό διάστημα, από τον Ιούλιο του 1946 έως το καλοκαίρι του 1951. Εμφανίζεται και πάλι στην Αθήνα στο «θέατρο Σαμαρτζή», στις 24 Αυγούστου 1951, στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», μαζί με τους Ορέστη Μακρή, Κούλη Στολίγκα, Νίκο Σταυρίδη, αδελφές Καλουτά.
Με πρωτοβουλία Τούρκου παραγωγού, θα γυρίσει την ταινία «Ανατολίτικες νύχτες», όπου θα ξαναπεί το «Θα σε πάρω να φύγουμε». Μόνο που την ταινία αυτή δεν την είδαμε ποτέ στην Ελλάδα. Θα τραγουδήσει σε διάφορες επιθεωρήσεις («Βασίλισσα της νύχτας», «Να τι θα πει Αθήνα», «Και ο μήνας έχει εννιά», «Πουλιά στον αέρα») του Βασίλη Μπουρνέλη. Συνεργάζεται με θιάσους όπως των Βασίλη Αργυρόπουλου, Γιάννη Πρινέα – Σπ. Τριχά, Παρασκευά Οικονόμου, Ορέστης Μακρής – Σπύρου Πατρίκιου, Μίμη Κοκκίνη – Γεωργία Βασιλειάδου – Κώστα Δούκα). Καλοκαίρι του 1952 τη βρίσκουμε στο περίφημο τότε «Ακροπόλ» του Μπουρνέλη. Το 1953 φτιάχνει θίασο μαζί με τους Αλέκο Λειβαδίτη, Μαρίκα Κρεββατά, Ρένα Ντορ, Γιώργο Γαβριηλίδη.
Ρένα Ντορ, Μπέτυ Μοσχονά, Ρένα Βλαχοπούλου — «Ακροπόλ», 1958-59
Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ως ηθοποιού και όχι ως τραγουδίστριας, με πρόταση της Σοφίας Βέμπο, έγινε στην επιθεώρηση «Σουσουράδα» (κείμενα Μίμη Τραϊφόρου-Γιώργου Γιαννακόπουλου, μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, χορογραφίες Γιάννη Φλερύ-Αλίκης Βέμπο) με το νούμερο «Έλα πασά μου, κάνε μου τέτοια». Μαζί της ο Νίκος Σταυρίδης. Ήταν το καλοκαίρι του 1954.
Θα πει η ίδια αργότερα: Ντρεπόμουν να βγω στη σκηνή με νούμερο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Απλώς έτυχε να με δουν. Πίστεψαν από την αρχή ότι ήμουν καλή. Εγώ δεν το πίστευα. Ρε συ, Μίμη, τι να σου πω! Φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω, λέω στον Τραϊφόρο. Ο κόσμος χειροκροτούσε να βγω στη σκηνή. Εγώ δεν έβγαινα. Ξαφνικά με πιάνει ο Τραϊφόρος και με σπρώχνει στη σκηνή. Βγήκα, το νούμερο χάλασε κόσμο. Στη συνέχεια μου έδωσαν κι άλλα νούμερα και καθιερώθηκα ως ηθοποιός.
Το 1956 ο Αμερικανός κινηματογραφικός παραγωγός Πίτερ Μέλας της προτείνει να παίξει στον κινηματογράφο σε ελληνική ταινία. Πράγματι, ο Γιάννης Πετροπουλάκης θα την σκηνοθετήσει στην ταινία «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» — η ιστορία μιας Κερκυραίας που έρχεται στην Αθήνα (πρόκειται για την πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία μεγάλου μήκους). Δίπλα της οι Νίκος Ρίζος, Στέφανος Στρατηγός, Κούλης Στολίγκας, Άννυ Μπωλ. Στην ταινία αυτή θα τραγουδήσει το «Μαζί σου για πάντα» σε μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, το οποίο θα βγει και σε δίσκο 78 στροφών. Η ταινία θα έχει μεγάλη επιτυχία, φθάνοντας τα 100.000 εισιτήρια.
Το 1959, στο Πρώτο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, τραγουδά το «Είσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας» των Κώστα Καπνίση – Θάνου Σοφού.
Το 1960, ντουέτο με τον Γιάννη Βογιατζή, τραγουδούν το «Πρώτο χελιδόνι». Εξαιρετικά παραγωγική, κάνει ηχογραφήσεις και συνεργάζεται με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, τραγουδώντας Αττίκ, Ιακωβίδη, Σπάθη, Κατσαρό, Μωράκη, Πλέσσα, Μουζάκη και Μάνο Χατζιδάκι. Παράλληλα κάνει θέατρο και εμφανίζεται σε νυχτερινά κέντρα.
Θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία στο θέατρο «Μετροπόλιταν», κάνοντας την τηλεφωνήτρια που απαντά σε κάθε κλήση, δίνοντας πληροφορίες.
Συνεργάζεται με τον Αλέκο Σακελλάριο, το 1962, στην ταινία «Όταν λείπει η γάτα», όπου θα παίξει μαζί με τους Βασίλη Αυλωνίτη, Νίκο Ρίζο, Μαρίκα Κρεββατά, Σταύρο Παράβα και αδελφές Μπρόγερ. Την ίδια χρονιά παίζει στην ταινία «Μερικοί το προτιμούν κρύο» του Γιάννη Δαλιανίδη, που, εκτός από τη σκηνοθεσία, έγραψε και το σενάριο. Η ταινία θα είναι η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς με 300.000 εισιτήρια.
Αυτοί οι δύο, ο Σακελλάριος κι ο Δαλιανίδης, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην καριέρα της. Στον Σακελλάριο κυρίως οφείλεται το εξαιρετικό της στιλ. Ο Δαλιανίδης ήταν ο άνθρωπος που επέμεινε να την πάρει ο Φίνος στην εταιρεία του. Το καλοκαίρι του 1962 θα παίξει στην «Οδό ονείρων», που ανέβηκε στο θέατρο «Μετροπόλιταν». Σκηνοθεσία Μίνου Αργυράκη, μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Μαζί με τη Ζωή Φυτούση, τη Νίκη Λεμπέση και τη Μάρω Κοντού είναι οι «Αδελφές Τατά» και το τραγούδι που θα πουν άφησε εποχή. Βγαίνει ντυμένη με χλαμύδα και σατιρίζει τις ταινίες – μελό στο νούμερο «Αμάρτησα για το παιδί μου». Κρατώντας στην αγκαλιά της ένα αρνί, τραγουδούσε «αμάρτησα για το αρνί μου». Επίσης, στο ίδιο έργο, στην «Οδό ονείρων», προβαλλόταν μια ταινία διάρκειας πέντε λεπτών όπου εμφανιζόταν μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι ντυμένο τσολιά.
Το 1963 πρωταγωνιστεί στις ταινίες «Ένα κορίτσι για δύο» (500.000 εισιτήρια), «Κάτι να καίει» (750.000 εισιτήρια, πρώτη εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις), το 1964 στις ταινίες «Χαρτοπαίχτρα» (μεταφορά στον κινηματογράφο του θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά, 600.000 εισιτήρια, τρίτη ταινία εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις, μαζί με Λάμπρο Κωνσταντάρα, Σαπφώ Νοταρά, Κώστα Βουτσά), «Κορίτσια για φίλημα» (750.000 εισιτήρια, πρώτη ταινία σε εισπράξεις εκείνη τη χρονιά, εδώ τραγουδά σε μουσική Μίμη Πλέσσα τις επιτυχίες «Κοντά σου, Ελλάδα μου», «Γελά γαλάζιος ο ουρανός», «H Αθήνα τη νύχτα»), το 1965 στις ταινίες «Φωνάζει ο κλέφτης», «Ραντεβού στον αέρα». Σε όλες αυτές τις ταινίες σκηνοθέτης είναι ο Γιάννης Δαλιανίδης.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1967 παντρεύεται τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη. Ο γάμος στη Μητρόπολη Αθηνών, θα είναι ένα από τα μεγαλύτερα κοσμικά γεγονότα της χρονιάς. Από κανένα γάμο της δεν απέκτησε παιδιά. Με τον Λαφαζάνη θα ζήσουν αγαπημένοι ως τον θάνατο της Ρένας.
Ένα χρόνο πριν, το 1966 φεύγει από τη Φίνος Φιλμ και πηγαίνει στην εταιρεία Καραγιάννης – Καρατζόπουλος. Η συμφωνία προβλέπει διπλάσια αμοιβή για τη Ρένα και ποσοστά στα κέρδη. Γυρίζει τη «Βουλευτίνα», το 1967 την ταινία «Βίβα Ρένα» (500.000 εισιτήρια), το 1968 τη «Ζηλιάρα» με τον Γιώργο Κωνσταντίνου (και οι τρεις αυτές ταινίες σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη, μουσική Γιώργου Κατσαρού) και την «Παριζιάνα» (σκηνοθεσία Γ. Δαλιανίδη, παραγωγή του Φίνου), το 1970 την «Μια τρελή σαραντάρα» και «Η θεία μου η χίπισσα», το 1971 την ταινία «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» και «Ζητείται επειγόντως γαμπρός» (σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου), το 1972 την ταινία «Κόμισσα της Κέρκυρας» (σκηνοθεσία Α. Σακελλάριου). Το 1972 την ταινία «Η Ρένα είναι οφσάιντ» του Σακελλάριου (190.000 εισιτήρια). Στις ταινίες τής άρεσε να αυτοσχεδιάζει, παραβιάζοντας το σενάριο. Από το 1972 ο ελληνικός κινηματογράφος εισέρχεται σε περίοδο παρακμής λόγω κυρίως της τηλεόρασης. Και η Ρένα για επτά χρόνια δεν θα γυρίσει ταινίες.
Θα επανέλθει το 1979 με τις «Φανταρίνες» του Ντίμη Δαδήρα (300.000 εισιτήρια). Την ίδια χρονιά ο Γιώργος Σκούρτης διασκευάζει σε μουσική κωμωδία με τίτλο «Λυσιστράτη ’79» τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη. Σκηνοθετεί ο Δαλιανίδης, πρωταγωνιστεί η Ρένα αλλά χωρίς επιτυχία. Ακολουθούν το 1980 «Ρένα να η ευκαιρία» (250.000 εισιτήρια), το 1981 «Της πολιτσμάνας το κάγκελο» (σκην. Κώστα Καραγιάννη, 200.000 εισιτήρια), το 1982 «Η μανούλα, το μανούλι κι ο παίδαρος» (150.000 εισιτήρια), το 1983 «Η σιδηρά κυρία» (σκην. Τάκη Βουγιουκλάκη), το 1985 «Ρένα τα ρέστα σου» (σκην. Α. Σακελλάριου). Μετά από μια γαστρορραγία που θα την καταβάλει, θα αρχίσει η κάμψη προς το τέλος της δεκαετίας του ’80. Δεν θα είναι ποτέ πια το ίδιο εκρηκτική. Και θα τραγουδάει πλέι μπακ. Την περίοδο 1992-1993 θα παίξει για τελευταία φορά σε επιθεώρηση, στο έργο «Για την Ελλάδα ρε γαμώ το». Θα πει αντίο στο θέατρο, την περίοδο 1993-94 με την «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά που θ’ ανεβεί στο Μπροντγουέι. Το 1997 θα κυκλοφορήσει δίσκο με τραγούδια σε στιλ τζαζ που όμως θα είναι κατώτερα του μεγάλου ταλέντου της.
Είχε εξαιρετικό υποκριτικό ταλέντο, χόρευε, τραγουδούσε, στηριζόμενη κυρίως στον αυθoρμητισμό της. Διέθετε εξαιρετική εκφραστικότητα και ως πρόσωπο και ως σώμα. Δεν είχε άλλωστε κάνει ειδικές σπουδές, ήταν αυτοδίδακτη. Ποτέ δεν τυποποιήθηκε. Η παρακαταθήκη της μέσα σε 55 χρόνια δράσης είναι 105 παραστάσεις στο θέατρο από το 1939 έως το 1994 και 26 ταινίες από το 1951 έως το 1985. Στην ιδιωτική της ζωή παρέμεινε πρότυπο παραδοσιακής συζύγου, ήταν βαθιά θρησκευόμενη (τακτική προσκυνήτρια στον Άγιο Νεκτάριο της Αίγινας) και πολιτικά ανήκε στη συντηρητική παράταξη. Γενναιόδωρη με τους νέους ηθοποιούς, αγαπούσε τα ζώα και ήταν μανιώδης καπνίστρια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της την ταλαιπωρούσε το σάκχαρο.
Πέθανε στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε μπει στο Ιατρικό Κέντρο στις 16 Ιουλίου για να εγχειριστεί επειδή υπέστη διάτρηση στομάχου που οφειλόταν σε υποτροπή του σακχάρου. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου αιφνίδια ανακοπή της καρδιάς. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου.
Πηγή: mykerkyra.gr
* * *
Στην πρίζα θα μπω και θα σ’ τα πω;
Συνέντευξη στον Σωτήρη Κακίση
(Ελεύθερη Γνώμη, 24 Ιουλίου 1983)
Συνάντησα τη Ρένα Βλαχοπούλου πριν την παράστασή της, στο θέατρο. Κουβάλησε ένα σωρό πράγματα σ’ ένα υποτυπώδες αίθριο που καθίσαμε να μιλήσουμε: κραγιόν, κρέμες, καλλυντικά γενικά, μπικουτί κι ένα γκαζάκι. Στο γκαζάκι άναψε και ζέσταινε ένα μπικουτί.
ΡΕΝΑ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ: Τώρα κοιτάξτε προετοιμασία, κοιτάξτε εδώ: να μπούνε τα μπικουτί στο νερό, να βράσουν τα μπικουτί, να βάλω τα μαλλιά στο μπικουτί, να πάω μέσα, να βαφτώ, να φτιαχτώ, να βγάλω τα μπικουτί, να βάλω τις βλεφαρίδες, να βγω στη σκηνή, ν’ αρχίσει το ιδρωτάρι, να φεύγει η βλεφαρίδα απ’ το ιδρωτάρι, να ψάχνω να τη βρω. Τρελή, δηλαδή. Κάνω μια δουλειά τελείως παλαβή. Εμείς λεγόμαστε σοβαροί άνθρωποι;
ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΑΚΙΣΗΣ: Εσείς τι λέτε;
Ρ.Β.: Καλά, σοβαρή στη ζωή μου είμαι. Απορώ με το επάγγελμα που κάνω, που είμαι τόσο στη ζωή ήσυχη και σοβαρή. Απορώ. Με τόση ζωή που έχω, τόση ζωτικότητα. Είσαι στο σπίτι τόσο σωστή: με τα κεντήματά μου, σαν τις νοικοκυρούλες, με τα μαγειρέματά μου, με τις κουρτινίτσες μου. Ναι, παιδί μου…
Σ.Κ.: Οι ρόλοι που παίζατε στις ταινίες; Στα παλιά εκείνα μιούζικαλ;
Ρ.Β.: Α, πάνε αυτές οι εποχές, δυστυχώς. Δυστυχώς, ένας υπήρχε, ο οποίος μπορούσε να κάνει αυτές τις δουλειές. Ο Φίνος. Αλλά, βλέπετε, τώρα έχουνε γίνει τόσο ακριβά όλα που δε συμφέρει. Αυτές οι ταινίες, οι τότε, τα μιούζικαλ, προϋποθέτουν σήμερα πενήντα εκατομμύρια για να γίνουν. Ποιος θα θυσιάσει τόσα λεφτά; Σε ποιο κοινό ν’ αποταθεί; Μην ξεχνάμε ότι περιοριζόμαστε στα πλαίσια της Ελλάδος. Και πάλι καλά. Ορισμένες γίνονται καλές, μπορείς να πεις. Σχετικά καλές. Ήταν ωραίο θέμα το μιούζικαλ. Τα καταφέρναμε κάπως.
Σ.Κ.: Μέχρι που σας μπέρδευε ο κόσμος με τη Βλαχοπούλου της Λυρικής.
Ρ.Β.: Παιδάκι μου, καμία σχέση. Ήτανε η Ζωή η Βλαχοπούλου, αυτή της Λυρικής. Γι’ αυτήν με περνάγανε; Υπάρχουν πολλές Βλαχοπούλου. Είναι μια κοπέλα στο Εθνικό. Κι ο Βλαχόπουλος, που είναι κι αυτός στο Εθνικό. Δεν πιστεύω να με μπερδεύουνε και μ’ αυτόν;
Σ.Κ.: Οι Αμερικανοί εξακολουθούν να γυρίζουν μιούζικαλ.
Ρ.Β.: Οι Αμερικανοί άλλο. Αυτοί μπορούν να κάνουνε τα πάντα. Να σε ρετουσάρουνε, να σε φτιάξουνε, να σε κάνουν θεό. Εμείς μόνοι μας, ό,τι κάνουμε, μόνοι μας. Εγώ ειδικά, ό,τι κάνω, μόνη μου. Δεν έχω ούτε να με σκηνοθετήσουνε, ούτε να με χορογραφήσουνε. Δε βαριέσαι.
Παίρνω ένα κείμενο σχετικό, το φτιάχνω εκεί, με τον καιρό γίνεται κάτι. Παίρνω ένα σενάριο, να πούμε. Πόσες σελίδες; Δέκα, εκατό, εκατόν πενήντα; Το διαβάζω μια φορά, άντε δύο. Από εκεί και πέρα, δε θέλω. Ξέρω την ουσία του πράγματος.
Σ.Κ.: Και οι άντρες κωμικοί ελάχιστες φορές αντέχουν σκηνοθέτη από πάνω τους.
Ρ.Β.: Ε, κοιτάξτε, για να ‘μαστε ειλικρινείς, ένας εντάξει κωμικός, ο οποίος υποτίθεται ότι αυτοσχεδιάζει, δε σκηνοθετείται εύκολα. Βγάζει πράγματα συνεχώς από μέσα του. Μπορεί να του ‘ρθει ένα ωραίο αστείο επί σκηνής, και να το πετάξει και ο κόσμος να τρελαθεί στο γέλιο. Η επικοινωνία, η άμεση, με τον κόσμο δεν είναι κάτι που το ‘χουνε όλοι.
Είναι δύσκολο το κοινό να πιστέψει ότι είσαι συγγενικό του πρόσωπο και τον πλησιάζεις. Πάρα πολύ λίγοι το πετυχαίνουν αυτό. Εγώ το ‘χω. Με βλέπουνε σαν δικό τους πρόσωπο οι θεατές. Με αγαπάνε τρεις γενιές: Η γιαγιά, η κόρη, και το εγγονάκι. Γιατί, πάλι, δεν είμαι βέκια, δεν είμαι παλιά, είμαι σημερινή. Δε μένω στα παλιά. Γι’ αυτό δε θυμάμαι τίποτα από τα παλιά. Τι θα γίνει αύριο! Πέρασε κι αυτή η μέρα, ‘φχαριστώ το Θεό, ζούμε, ωραία, αύριο. Αύριο τώρα. Δεν έχω: -Αχ θυμάσαι; Δεν το ‘χω.
Σ.Κ.: Τι μπορούμε να πούμε ειδικά για τις γυναίκες κωμικούς; Δεν είναι πολλές. Εσάς σας παρομοιάζω στο στυλ με τη Λουσίλ Μπωλ.
Ρ.Β.: Η Λουσίλ Μπωλ! Αυτή είναι βέβαια μια μεγάλη κωμικός. Αλλά δεν είναι τυχαίο που είναι μεγάλη κωμικός. Πόσοι εργαζόντουσαν για τη Λούσι; Εκεί υπάρχουνε δώδεκα συγγραφείς. Το κοσκινίζουνε και βγάζουνε το καλό. Σκηνοθεσίες, αυτά. Πρώτ’ απ’ όλα, λεφτά. Θα σου πούνε εδώ πέρα, έλα να κάνεις ένα σίριαλ. Τι σίριαλ να κάνω; Σου φέρνει τα κείμενα απόψε, σου λέει. -Αύριο! Πενήντα σελίδες, τα το πεις αύριο. Τι είμαι εγώ που θα το πω αύριο; Ηλεκτρονικός εγκέφαλος είμαι; Στην πρίζα θα μπω και θα σ’τα πω; Σ’ όλα άρπα-κόλλα. Τα πάντα στην Ελλάδα είναι άρπα-κόλλα. Δε βαριέσαι, καημένε. Εντάξει, μωρέ. Αυτό ακούς. Συνέχεια.
Δώσε μου λεφτά εμένα να σου κάνω αγγέλους. Δώσε μου. Φαντασία υπάρχει, γούστο υπάρχει, ευφράδεια υπάρχει, μυαλό υπάρχει. Λεφτά δεν υπάρχουνε.
Σ.Κ.: Τι γίνεται λοιπόν; Πώς θα ξαναβρούμε την κωμωδία, τους παλιούς καλούς ηθοποιούς μας;
Ρ.Β.: Και τώρα υπάρχουν καλοί ηθοποιοί. Γυναίκες δεν υπάρχουν στην επιθεώρηση, στο μουσικό τομέα. Κακό είναι, βέβαια, αυτό, γιατί κι εμείς κάποτε θα φύγουμε. Δε θα μείνουμε πια επ’ άπειρον στη σκηνή.
Σήμερα λείπει εκείνη η ποικιλία του ηθοποιού. Τυποποιούνται. Οι τυποποιήσεις είναι πολύ άσκημο πράμα. Πόσο θ’ αντέξεις; Παίζεις το βλάχο, ή το γύφτο, ή τον άλλο. Πόσο θα πάει; Έχουνε και ταλέντο να κάνουνε άλλα πράγματα, αλλά τυποποιηθήκανε σ’ αυτό το στυλ.
Έξω είναι αλλιώς. Ο ηθοποιός θα πάει και στη δραματική σχολή, θα πάει και στο ωδείο, θα μάθει και χορό, θα μάθει κι ένα όργανο. Δεν κάθεται. Δεν κάθεται. Εμείς, έτσι μάθαμε. Δεν υπάρχουν και τα μέσα, αλλά φταίμε. Είναι το δε βαριέσαι, που λέγαμε. Οι νέοι δεν το παλεύουνε. Έχουνε πέσει σε πράγματα εκτός του επαγγέλματός τους. Ασχολούνται, να πούμε, με το Αφγανιστάν και το Σαλβαντόρ. Τι με νοιάζει εμένα; Όταν εγώ πείναγα το Σαράντα και ζητιάνευα στους δρόμους, ήρθαν απ’ το Αφγανιστάν; Αυτοί δεν ξέρουνε πού είναι η Ελλάδα, κατ’ αρχήν. Λυπηρόν να σκοτώνεται εκεί ο κόσμος. Αλλά δεν μπορούμε και τα δικά μας να τα κοιτάξουμε καλύτερα; Να δούμε τι γίνεται στην Ελλάδα, μες στον τόπο μας; Εδώ μισεί ο ένας τον άλλο, ώρες-ώρες.
Σ.Κ.: Να, και στην επιθεώρηση δεν παίζουν τα πρώτα ονόματα μαζί. Ένας-ένας παίζει το νούμερό του.
Ρ.Β.: Αμέ, σου λέει. Τι λες καλέ! Έτσι φτάσαμε. Πριν ήμαστε πέντε-πέντε, τέσσερις-τέσσερις, όλοι. Υπήρξε μία επικοινωνία. Τώρα είναι όλοι πρωταγωνιστές. Βιάζονται. Βιάζονται, και στο τέλος δεν κατορθώνουν τίποτε. Ελάχιστοι κατορθώνουν.
Σ.Κ.: Πέστε τώρα και για την Κέρκυρα, κυρία Βλαχοπούλου. Την πατρίδα σας.
Ρ.Β.: Η Κέρκυρα έχει μία ωραία Κέρκυρα. Κι αυτή χαλασμένη. Κι αυτοί πέσανε με τη μούρη στα λεφτά. Ό,τι παλιομάγαζο, ό,τι σαράβαλο υπήρχε, ανοίξανε αυτά, είδη παραδοσιακά, ξέρετε, αυτά για τους τουρίστες. Τρελοί. Τώρα, εφέτο, δεν υπάρχει καθόλου τουρισμός. Και κάθονται όλοι στις πόρτες, και λέει η μία στην άλλη: -Μωρή, Μαρία, τι θα γίνει, μωρή; Δεν μπήκε άνθρωπος σήμερα. -Ελένη, είχεις τίποτα; -Τίποτα. Καλομάθανε στα λεφτά αυτοί. Πήγα να κάνω ένα παράθυρο στην Κέρκυρα, και πάω και βρίσκω ένανε ξυλουργό. Να ‘ρθεις στο σπίτι, σε παρακαλώ, να μου φτιάξεις ένα παράθυρο. Ναι, ψυχή μου, Ρένα αύριο. Θα ‘ρθω. Ερκέτ’ αύριο, δεν ήρθε. Τον παίρνω τηλέφωνο. Μου ‘πες θα ‘ρθεις σήμερα. Μου λέει, έλα, η Παναγιά κοντά σου, είχα μια δουλίτσα, να την τελειώσω. Εντάξει, του λέω. Πότε θα ‘ρθεις; Μεθαύριο, ψυχή μου. Έρχεται. Παίρνει τα μέτρα. Πόσα θέλεις; Τόσα. Τον πλήρωσα, όσα μου ‘πε. Λέω: πότε θα το έχεις έτοιμο; Σ’ ένα μήνα, σε δύο; Όχι, ψυχή μου, άκου σ’ ένα μήνα. Την Παρασκευή θα το ‘χεις. Μπράβο, λέω. Έρχεται η Παρασκευή. Πουθενά. Του τηλεφωνάω την Τρίτη. Τι έγινε το παράθυρο; Μια δουλίτσα μου ‘τυχε, ψυχή μου, Παρασκευή θα σ’ το ‘χω. Περνάει κι η άλλη Παρασκευή, περνάνε τρεις Παρασκευές. Τέσσερις. Κι έρχεται με το κάγκελο και το παράθυρο. Σ’ το ‘φερα, Ρηνούλα μου, λέει. Μπράβο, λέω. Πού μένεις; Μου λέει: στη Γαρίτσα. Του λέω: έχεις παράθυρο προς τη θάλασσα; Λέει: έχω ένα. Ωραία, λέω. Πάρ’ το παράθυρο, πάρε και το κάγκελο κι άε στην ευχή της Παναγίας. Άντε βάλ’ το στο σπίτι σου.
Καταλάβατε; Χαλάσανε. Δεν έχουνε λόγο.
Η παραπάνω συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελεύθερη Γνώμη στις 24 Ιουλίου 1983 και αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο του ποιητή Σωτήρη Κακίση Οι απέναντι: συζητήσεις με πρόσωπα της ελληνικής οθόνης (Εκδόσεις Κίνητρο, 2005).
* * *
Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Τσακνιάς
Αρκετές από τις εικόνες προέρχονται από το http://ift.tt/1JRMF0D
Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις του dim/art
from dimart http://ift.tt/1MxGyo0
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου