Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023

Οι Άθλιοι

Η Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού και η Μαρία Τοπάλη διαβάζουν βιβλία για παιδιά και τα συζητούν μεταξύ τους — γραπτά. Κάθε Τρίτη!

Victor Hugo: Οι Άθλιοι
Διασκευή: Μιχάλης Μακρόπουλος
Εικονογράφηση: Βασίλης Κουτσογιάννης
Εκδόσεις Διόπτρα, 2022

 

Η Νίκη στη Μαρία:

Δεν ξέρω ποια είναι η γνώμη σου για αυτά τα βιβλία που είναι διασκευές κλασικών μυθιστορημάτων και απευθύνονται σε παιδιά ή εφήβους. Εμένα μου φαίνονται θεωρητικά χρήσιμα, αν και συχνά τα βαριόμουν όταν ήμουν σε εκείνη την ηλικία. Θυμάμαι να ξεφυλλίζω τις εκδόσεις της Άγκυρας και να παίρνω μια ιδέα για την πλοκή, μετά λίγο να μπερδεύομαι, μετά να χάνω το ενδιαφέρον μου και να διαβάζω μόνο το τέλος για να μου λυθεί η απορία, χωρίς όμως να έχω αποκτήσει καμία απολύτως σύνδεση με τους ήρωες. Έπιασα στα χέρια μου αυτή τη διασκευή που έκανε ο Μιχάλης Μακρόπουλος στους Άθλιους του Ουγκό, χωρίς να ξέρω πως την έχει κάνει ο Μακρόπουλος – χωρίς δηλαδή να έχω ταυτίσει το όνομα με τον συγγραφέα που ήξερα και μου αρέσει πολύ. Το πρόσεξα και το πήρα για να το διαβάσω επειδή μου αρέσει πάρα πολύ η δουλειά του εικονογράφου, του Βασίλη Κουτσογιάννη, και η χαρακτηριστική χρωματική του παλέτα. Τα μωβ του εξωφύλλου ήταν κάπως αρκετά για μένα. Και ευτυχώς που υπήρχαν αυτά τα μωβ γιατί το βιβλίο μου άρεσε πάρα πολύ. Όταν έφτασα περίπου στη μέση, σταμάτησα να το διαβάζω γιατί ήθελα οπωσδήποτε να μοιραστώ την εμπειρία, οπότε έκανα αυτό που κάνω συνήθως και το πήρα μαζί μου στο σχολείο. Ήταν μάλιστα στην πολύ αρχή της σχολικής χρονιάς, ελάχιστα γνωριζόμουν με τα παιδιά της τάξης. Ξεκίνησα να τους διαβάζω μερικές σελίδες σχεδόν κάθε μέρα για τα τελευταία δέκα λεπτά και οι αντιδράσεις των εντεκάχρονων που είχα απέναντί μου επιβεβαίωσαν τη δική μου άποψη. Ενθουσιάστηκαν. Ο τρόπος γραφής, η σύνοψη και η έμφαση που δίνεται κατά τόπους τράβηξε το ενδιαφέρον των παιδιών και πυροδότησε τις συζητήσεις που ήλπιζα να πυροδοτήσει. Μιλήσαμε για τη δικαιοσύνη και το δίκαιο, για το τι σημαίνει να είσαι φτωχός, τα όρια του καλού, την πατρότητα και την γονεϊκότητα από επιλογή, τη θυσία και το αίσθημα της ευθύνης. Ήταν τέλεια. Κανένα μας δεν ήθελε να τελειώσει το βιβλίο και παρατείναμε τις τελευταίες σελίδες όσο πιο πολύ μπορούσαμε με παρεκβάσεις και υποθέσεις. Ο Γιάννης Αγιάννης έγινε σημείο αναφοράς για την κοινότητά μας: επανερχόμασταν συχνά στο κλεμμένο ψωμί ή στα κλεμμένα κηροπήγια. Πιστεύω πως ο Μακρόπουλος πέτυχε κάτι που ο Ουγκό δύσκολα θα πετύχαινε σήμερα σε μια σχολική τάξη. Μας βοήθησε να εμπλακούμε και να συνδεθούμε. Μας έδωσε ακόμα την αφορμή να συζητήσουμε τι σημαίνει διασκευή και μετάφραση, πώς εκδίδονται και επανακυκλοφορούν τα βιβλία και να σημειώσουμε πως ο Ουγκό υπάρχει εκεί έξω στις μεγάλες βιβλιοθήκες άμα τυχόν τον ξαναχρειαστούμε.

 

Η Μαρία στη Νίκη: 

Ανήκω στη γενιά που μεγάλωσε καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες «Άγκυρας» αλλά και «Αστέρος» και άλλων τέτοιων. Εκ των υστέρων αποφάσισα ότι ήταν καλό πράγμα που αυτές οι διασκευές ήταν «κανονικά» βιβλία, με πολλές σελίδες, μικρά γράμματα, λίγες εικόνες (καμιά φορά οι εικόνες ήταν κάτι εξαίσιες γκραβούρες, ξεπατικωμένες από τα πρωτότυπα). Γιατί σε μυούσαν στην μεγάλη αφήγηση. Θυμάμαι ότι ξεκινούσα ένα τέτοιο βιβλίο και παρακαλούσα να μην τελειώσει. Ήθελα να χωθώ μέσα του. Οπότε, όταν με έφερες αντιμέτωπη με αυτούς τους πολύ σύγχρονα διασκευασμένους και μοντέρνα εικονογραφημένους «Άθλιους» κλώτσησε φυσικά μέσα μου η νοσταλγία των παλιών διασκευών, μαζί με εκείνη την αγχώδη επιτακτικότητα: να μάθουν επιτέλους τα παιδιά να διαβάζουν «κανονικά» βιβλία. Αντί να κατακλύζονται από αυτά τα απίστευτα καλαίσθητα, πολυτελή προϊόντα.

Στη συνέχεια, φυσικά, ηρέμησα. Χαλάρωσα και απόλαυσα. Είναι απίστευτο ότι όντως μπορεί να αφαιρεθεί προσεχτικά το 90% ενός κλασικού βιβλίου και να απομείνει μονάχα ο σκελετός του βασικού μύθου. Οι Άθλιοι του Ουγκ’ο προμήθευσαν με μεγάλη αποτελεσματικότητα πρόσωπα-μύθους στον σύγχρονο πολιτισμό. Μέσα στα λόγια όλων μας θα παρελάσει μια στο τόσο ένας Γιάννης Αγιάννης, ένας Ιαβέρης, ένας Γαβριάς. Έχω μια μοναδική αλλά κάπως ουσιώδη ένσταση ως προς την καλή, κατά τα άλλα, διασκευή του Μακρόπουλου, που όλους αυτούς τους μεταφέρει επιτυχώς σε αυτή την πολύ μίνιμαλ εκδοχή. Παρουσιάζεται μια εξέγερση με βάση 2-3 ονόματα βασιλέων και αξιωματικών. Τι μπορεί να καταλάβει κανείς από αυτό; Δεν υπάρχει κανένα πραγματικό ιστορικό πλαίσιο. Πού ήταν το δίκαιο και πού το άδικο; Γιατί οι μεν πήραν το μέρος του ενός εναντίον του άλλου; Γιατί συνυπήρχαν στο οδόφραγμα πλούσιοι και φτωχοί; Σαν να είναι επουσιώδη όλα αυτά ως προς τη βασική εξέλιξη- και είναι, υπό μία έννοια, μην ξεχνάμε όμως ότι στον καιρό του το βιβλίο απευθυνόταν σε ένα κοινό που λίγο-πολύ ήξερε. Άρα, εκεί θα ήθελα αν όχι μια διαφορετική προσέγγιση εντός της κυρίως αφήγησης, σίγουρα κάποιες σημειώσεις περιθωρίου η εισαγωγής.

Η εικονογράφηση κλείνει, νομίζω, το μάτι στους ιμπρεσιονιστές και καλά κάνει, αυτοί απαθανάτισαν το Παρίσι μιας ολόκληρης εποχής, άρα οι ταυτίσεις γίνονται πολλαπλές. Μου αρέσει ότι στην εικονογράφηση πρωταγωνιστεί μάλλον ο χώρος και ο χρόνος παρά τα πρόσωπα. Δεν είναι εύκολο αυτό.

Κατά τα άλλα, ερχόμαστε αντιμέτωποι και με μια πολύ γερή δόση Γαλλίας, με αυτό το φλογερό αλλά ιδιαίτερα σκληρό και άκαμπτο πνεύμα. Ο λόγος που θεωρώ τη διασκευή πετυχημένη, είναι ότι κατάφερε να μου μεταδώσει ανάλογες αισθήσεις όπως και το πρωτότυπο έργο: θυελλώδη συναισθήματα, μεγάλη αγωνία για την έκβαση, και την Ιστορία να προχωρά σαν δρεπανηφόρο, θερίζοντας δεξιά και αριστερά.

 

 

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις ευ-πο / λυ-πο

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 



from dimart https://ift.tt/Hk32NPG
via IFTTT

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

Όταν μεγαλώσω θα σας πω

Η Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού και η Μαρία Τοπάλη διαβάζουν βιβλία για παιδιά και τα συζητούν μεταξύ τους — γραπτά. Κάθε Τρίτη!

Έφη Λαδά: Όταν μεγαλώσω θα σας πω
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2023

 

Η Μαρία στη Νίκη:

Το βιβλίο έχει πράγματα που μου αρέσουν πολύ και μερικά που μου αρέσουν λιγότερο. Μου αρέσει η εικονογράφηση. Πάντα αγαπώ τις εικόνες που «γράφουν» στη μνήμη μου αβίαστα, με τη μία. Ας πούμε στη σκηνή που οι απέναντι πολυκατοικίες γέρνουν ολόκληρες, ελαστικές σαν κλαδιά δέντρων, με τους ανθρώπους στα μπαλκόνια τους για να ακούσουν τη μικρή Λουΐζα να τραγουδά, υπάρχει αυτή η εικόνα που την αγαπώ ήδη, χωρίς απαραίτητα να θέλω να ξέρω τί ακριβώς «λέει».

Μου αρέσει επίσης η δομή με το μοτίβο που επαναλαμβάνεται: μήπως να γίνει αυτό όταν μεγαλώσει; Μήπως να γίνει το άλλο; Αυτού του είδους τα μοτίβα, και μάλιστα με τη μορφή ερώτησης, δημιουργούν μια κλιμάκωση – γερά εμπεδωμένη άλλωστε μέσα στην ποιητική παράδοση της γλώσσας- που δίνει και στους ενήλικες, όταν διαβάζουν μια τέτοια ιστορία στα παιδιά, την ευκαιρία να γίνουν θεατρικοί.

Μου αρέσει η βασική ιδέα: ένα σωρό τρελαμμένοι ενήλικες προβάλλουν πάνω σε ένα μικρό κοριτσάκι του κόσμου τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις, μέχρι που η μικρή «πήζει» και βάζει φρένο στην καλοπροαίρετη καταπίεση.

Μέχρι εδώ, καλά. Τί δεν μου αρέσει; Οι βεβιασμένες ρίμες α λα Τριβιζά. Υπάρχει, ιδίως μετά τον Τριβιζά, που είχε όμως τη δική του ξεχωριστή χάρη και σπιρτάδα και πονηριά,  μια τάση να χρησιμοποιούνται ρίμες φτιαγμένες όπως-όπως. Επειδή είναι «παιδικές» όμως, οι ρίμες δεν σημαίνει ότι μπορούν να είναι κακότεχνες. Ας θυμόμαστε ότι αυτήν ειδικά την τέχνη την έχουν ανεβάσει σε πολύ ψηλά επίπεδα άνθρωποι σαν τη Μαριανίνα Κριεζή. Η απλή ρίμα, η «παιδική», θέλει τη δική της μεγάλη τέχνη. Νομίζω ότι το βιβλίο που συζητάμε θα κέρδιζε πολύ αν ήταν γραμμένο απλώς σε πεζά ελληνικά, με ένα καλλιεργημένο παιγνιώδες ύφος. Γιατί ρίμες του τύπου «λένε οι συγγενείς, τρώγοντας γλυκό κεράσι, και ο γείτονας που μάζευε τα φύλλα στο φαράσι» καλύτερα να μένουν. Με βρίσκεις υπερβολική;

 

Η Νίκη στη Μαρία:

Καθόλου υπερβολική δεν σε βρίσκω. Εμένα οι ρίμες δεν μου άρεσαν καθόλου και με απομάκρυναν από το βιβλίο πάρα πολύ. Καλά, εμένα δεν μου αρέσουν ούτε οι ρίμες του Τριβιζά – ελάχιστο Τριβιζά μπορώ να κρατήσω πια και να απολαύσω και να μοιραστώ με τα παιδιά. Και νομίζω για την ενόχλησή μου προς τον Τριβιζά «φταίει» η Μαριανίνα Κριεζή, η οποία μάλλον ευθύνεται συνολικά για πολλά από τα πράγματα που μου αρέσουν ή δεν μου αρέσουν.

Γυρνώντας όμως πίσω εκεί που άρχισε η Μαριανίνα Κριεζή να ασκεί μια τόσο μεγάλη επιρροή σε εμένα, η Έφη Λαδά ήταν επίσης εκεί. Και οι εικόνες που έφτιαχνε ήταν από τις πιο αγαπημένες μου για πάρα πολλά χρόνια. Η φανταστική εικονογράφηση για Τα Γενέθλια της Ινφάντα (σε δική της διασκευή, εκδόσεις Πατάκη) και για τη Μηλιά του Ροΐδη (σε διασκευή Κώστα Πούλου, εκδόσεις Παπαδόπουλος) μου έμαθε έναν τρόπο να ζωγραφίζω, να διαλέγω και να βλέπω μεγαλώνοντας. Είχα ακόμα ένα φοβερό σημειωματάριο με έργα της Λαδά από μία σειρά που είχε κάνει με μαριονέτες, στο οποίο σημείωνα τα πιο σημαντικά πράγματα της ζωής μου τότε που ήμουν στο δημοτικό. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί ενώ αναγνώριζα στοιχεία από την οικεία και πολυαγαπημένη μου αισθητική, το συγκεκριμένο βιβλίο το βρήκα και σε αυτό το επίπεδο κάπως αδιάφορο. Δεν θα το πρόσεχα δηλαδή αν δεν ήξερα ήδη τη Λαδά. Πολλά από τα υπέροχα παραμυθένια της στοιχεία χάνονται στον ρεαλιστικό κόσμο της μικρής Λουΐζας και σε αυτά τα λίγο μεγάλα «παιδικά» κεφάλια που με κάνουν να νιώθω όπως εσύ για τις εύκολες ομοιοκαταληξίες.

Και για να διαφωνήσω σε κάτι ακόμα μαζί σου, θεωρώ πως το θέμα δεν πολυενδιαφέρει τα παιδιά. Μοιάζει περισσότερο με καλοπροαίρετη συμβουλή προς τους ενήλικες, που τους λέει τρυφερά να μην πιέζουν τα παιδιά με τις δικές τους προβολές και επιθυμίες, να μην παίρνουν τόσο στα σοβαρά όλες τις παιδικές ασχολίες – χρήσιμη συμβουλή και πολύ απαραίτητη. Ωστόσο τα παιδιά τείνουν να συμμετέχουν σε αυτό το παιχνίδι του «τι θα γίνεις όταν θα μεγαλώσεις» και να το διασκεδάζουν. Μπορεί κάπου μέσα τους να καταπιέζονται, αλλά δεν θεωρώ πως το βιώνουν ως καταπίεση όσο είναι μικρά, ούτε ως ένα συνεχές βάρος του ενήλικα προς εκείνα. Κανένα παιδί δεν θα έλεγε «αφήστε με να είμαι παιδί! Αφήστε με να χαρώ… Όταν μεγαλώσω θα σας πω» εκτός αν είχε ακούσει τα ίδια αυτά λόγια από κάποιον μεγάλο ήδη.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις ευ-πο / λυ-πο

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/lbOTVEH
via IFTTT