[Ένα ποίημα της Ελένης Κοσμά σε πρώτη δημοσίευση].
Το αίμα που έχω
στα δυο μου χέρια
μου το ’φεραν οι άνεμοι
και τα πουλιά του δάσους.
Καθώς νυχτώνει
όσο πεθαίνουν τα πουλιά
όσο πενθούν τα δάση
ξεπλένω το αίμα και
γίνεται νερό να ξεδιψάσουν οι πελαργοί και τα τρυγόνια·
γίνεται ξύδι να σκουπίσω τα χείλη μου·
γίνεται σύννεφο
γίνεται στάχτη
γίνεται ποταμός.
Το αίμα που έχω
στα δυο μου χέρια
τα κάνει να μοιάζουν
ματωμένα κουπιά.
Καθώς νυχτώνει
όσο βουλιάζουν τα κουπιά
όσο πενθούν οι θάλασσες
ξεπλένω το αίμα
και στα νεκρά μου χέρια
φυτρώνουν ανθοφόροι οφθαλμοί
φυτρώνουν δάση
που στις σπηλιές τους ξαποσταίνουν
τα τρομαγμένα βλέμματα
των ξένων.
«Η Ελλάδα είναι κράτος δικαίου, με ισχυρό δημοκρατικό κεκτημένο και ανθρωπιστική παράδοση. Η αυτοδικία δεν είναι ανεκτή σε καμία έκφανσή της» σημειώνεται στην ανακοίνωση της ελληνικής αστυνομίας που συνοδεύει τη σύλληψη του «ιδιοκτήτη του οχήματος (αλλοδαπού υπηκόου)» ο οποίος φυλάκισε 25 (κατά δική του δήλωση) ή 13 (σύμφωνα με την αστυνομία) μετανάστες συριακής και πακιστανικής καταγωγής σε ένα τρέιλερ στην Αλεξανδρούπολη.
Ο ρατσιστής φασίστας έκανε μάλιστα live μετάδοση του κατορθώματός του στο FB, όπου ακούγεται να λέει: «Κοιμόμαστε! Μια βόλτα από τη Χηλή μέχρι Σκοπό Βολής έχω φορτώσει 25 κομμάτια εδώ μέσα στο τρέιλερ. Άνοιξε λίγο. 25 κομμάτια. Άνοιξε λίγο το σύρμα» – και όταν το «σύρμα» ανοίγει, βλέπουμε τα τρομαγμένα και έκπληκτα μάτια ενός νέου ανθρώπου, που έχει βρεθεί αντιμέτωπος με το τέρας του κακού.
Η αστυνομία τονίζει ότι η Ελλάδα είναι κράτος δικαίου, με ανθρωπιστική παράδοση και ότι η αυτοδικία δεν είναι ανεκτή. Η αστυνομία, εν προκειμένω, διολισθαίνει σε ένα σοβαρότατο λάθος, το οποίο, αν δεν αποκαλύπτει τη δική της προκατάληψη, ενισχύει σαφέστατα τις προκαταλήψεις. Μιλά για «αυτοδικία» εκ μέρους του τέρατος – και ήδη, έτσι, υπονοεί ότι οι μετανάστες έβλαψαν το τέρας που οδηγήθηκε, ως εκ τούτου, στην αυτοδικία. Και δίνει ως εκ τούτου υπόσταση στο ανατριχιαστικό παραλήρημά του: «Αυτοί είναι ορκισμένοι, άσε, γάμησέ το, αυτοί είναι ορκισμένοι να μας κάψουνε. Γεμάτα τα πουρνάρια. Γεμάτα τα πουρνάρια, παντού, αυτό σας λέω, παιδιά. Οργανωθείτε, βγείτε όλοι να τους μαζέψουμε. Θα μας κάψουνε, αυτό σας λέω μόνο».
Στο παλικάρι από τη Συρία που βρέθηκε στον Έβρο για να κλειστεί «μέσα στο σύρμα» ενός παρανοϊκού που θεωρεί τους μετανάστες και τους πρόσφυγες «κομμάτια», στον φόβο στα μάτια του, σαν να προσωποποιείται η απόγνωση απέναντι στην απάνθρωπη βία που εδράζεται στο μίσος, σε κάθε μίσος εναντίον του «άλλου», του «ξένου».
Θα ήθελα πολύ να μάθω τι απέγιναν οι άνθρωποι, πού βρίσκονται τώρα τα 25 (ή 13) «κομμάτια». Θα τους ζητήσει συγγνώμη κανείς εκ μέρους της χώρας; Τους την οφείλουμε, πιστεύω. Όπως και στους 18 ανθρώπους που απανθρακώθηκαν στη Δαδιά. Αλλά εκείνοι δεν είναι πια εδώ. Το τέρας θα χάρηκε με την είδηση.
Στις 20 Αυγούστου 1940, ο Ραμόν Μερκαντέρ, ισπανός κομμουνιστής και πράκτορας της NKVD, ο οποίος είχε ήδη κερδίσει την εμπιστοσύνη του Τρότσκι και της οικογένειάς του, τον επισκέφτηκε στο σπίτι του στο Μεξικό με πρόσχημα να ζητήσει τη γνώμη του για ένα κείμενο στήριξης προς την 4η διεθνή. Την ώρα που ο Τρότσκι διάβαζε την έκκληση, ο Μερκαντέρ έβγαλε μια ορειβατική αξίνα, την οποία είχε κρυμμένη στο αδιάβροχό του, και την κατέβασε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι του Τρότσκι. Ο Τρότσκι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, χειρουργήθηκε και πέθανε την επόμενη μέρα. Ο Μερκαντέρ συνελήφθη και καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλακή.
Φαίνεται πως κρίσιμο ρόλο στη δολοφονία —στην ίδια την απόφαση του Μερκαντέρ να γίνει το φονικό μακρύ χέρι του Ιωσήφ Στάλιν— έπαιξε η μητέρα του, η Καριδάδ Μεκαντέρ. Φαίνεται επίσης πως η Καριδάδ ήταν η φανατική ιδεολόγος, όχι ο Ραμόν. Φαίνεται, τέλος, πως οι προσπάθειές της να επιτύχει την αποφυλάκιση του γιού της είχαν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, μιας και οδήγησαν σε ένταση των μέτρων ασφαλείας και, ως εκ τούτου, ακύρωσαν τις προσπάθειες των Σοβιετικών —που προτιμούσαν να τον έχουν οι ίδιοι στα χέρια τους— να οργανώσουν απόδραση. Ο Ραμόν δεν συγχώρεσε ποτέ τη μητέρα του.
Η από κάθε άποψη τραγική αυτή ιστορία καταγράφεται αριστοτεχνικά στο μυθιστόρημα του Χόρχε Σεμπρούν Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ (1969).
Ο Ραμόν Μερκαντέρ αποφυλακίστηκε το 1960. Έζησε την υπόλοιπη ζωή του μεταξύ Κούβας, Τσεχοσλοβακίας και ΕΣΣΔ και τιμήθηκε —αλλά εν κρυπτώ— ως Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης. Πέθανε στην Αβάνα το 1978. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Την ακούω διαρκώς μέσα στ’ αυτιά μου. Ακούω την κραυγή του. Ξέρω ότι με περιμένει στην απέναντι όχθη».