Η Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού και η Μαρία Τοπάλη διαβάζουν βιβλία για παιδιά και τα συζητούν μεταξύ τους — γραπτά. Κάθε Τρίτη!
Paddy Donnelly: Η λίμνη που εξαφανίζεται
Μετάφραση: Αντώνης Παπαθεοδούλου
Εκδόσεις Ίκαρος, 2021
Η Νίκη στη Μαρία:
Είναι από αυτά τα βιβλία που είναι ολόκληρα μια ανοιχτή ερώτηση: μια τόσο ωραία και περίεργη ερώτηση. Πού πηγαίνει μια λίμνη που εξαφανίζεται; Μα πώς είναι δυνατόν; Πώς γίνεται και επανεμφανίζεται; Το παράδοξο της εξαφάνισης μιας ολόκληρης λίμνης είναι εξαρχής καλό υλικό για ένα παραμύθι. Ένα μικρό κορίτσι επισκέπτεται τον παππού που ζει πλάι σε μια λίμνη που μαγικά στεγνώνει. Αλλά έπειτα πάλι γεμίζει από το νερό της βροχής. Οι εικόνες της βροχής είναι τόσο απολαυστικές που σχεδόν μυρίζουν όπως το βρεγμένο χώμα. Η μικρή ηρωίδα γεμάτη απορία ψάχνει να μάθει την απάντηση. Οι αρχικές απαντήσεις του παππού απορρίπτονται γρήγορα και τα ευρήματα της δικής της έρευνας μοιάζουν ανεπαρκή, οπότε τελικά ο παππούς αποφασίζει να της αποκαλύψει το μυστικό ανεβάζοντας την ψηλά, αλλάζοντάς της την οπτική. Εκεί η αλήθεια εμφανίζεται σχεδόν σαν σε όνειρο, φευγαλέα, για να ξαναεξαφανιστεί μερικά λεπτά και μία σελίδα μετά. Όλο το βιβλίο είναι ένα ερευνητικό ερώτημα και η απάντηση που θα σου φανεί ικανοποιητική εξαρτάται από τη θέση σου. Τι σε καλύπτει; Τι ταιριάζει με όσα ήδη ξέρεις και πόση ανάγκη έχεις τα μαγικά πλάσματα; Ο Paddy Donnelly φτιάχνει μια ιστορία που βασίζεται στην ύπαρξη μιας αληθινής ιρλανδικής λίμνης που αδειάζει και ξαναγεμίζει. Αποκαλύπτει την επιστημονική εξήγηση του φαινομένου αφού τελειώσει το παραμύθι και μοιράζεται εκεί το προσωπικό του βίωμα. «Η λίμνη που εξαφανίζεται» είναι μια αφήγηση από αυτές που κάθονται σε έναν τόπο και θέλουν έναν παππού-γνώστη, ένα φυσικό τοπίο έτοιμο να μεταμορφωθεί σε μεγάλο ζώο με προβοσκίδα. Μια αφήγηση που δεν θα είχε νόημα αλλού, σε μια άλλη λίμνη, με άλλα βράχια και άλλον παππού. Είναι ένα μικρό βιβλιαράκι εξερεύνησης για τα σχεδόν αληθινά παραμύθια, που κάνουν τους τόπους αυτούς που είναι, και τους ανθρώπους να συνδέονται μαζί τους.
Η Μαρία στη Νίκη:
Μα ναι, θα είχε νόημα και αλλού, δεν έχεις δίκιο. Αυτό είναι το ακόμα πιο ωραίο του πράγματος: ότι αυτό το παραμύθι σε σπρώχνει να παρα-μυθολογείς έτσι και συνεχώς. Σαν να σου λέει: δοκίμασε να δεις πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η φαντασία σου. Δοκίμασε να δεις μέχρι πού μπορείς να πας αυτοσχεδιάζοντας. Πόσο θα καταφέρεις να κρατήσεις μαγεμένο το κοινό σου; Υπάρχει μια συγκεκριμένη εικόνα και ένας συγκεκριμένος διάλογος που λάτρεψα στο βιβλίο αυτό. Είναι εκεί, με τα πρόβατα:
Ο παππούς ακουμπά στην πέτρινη μάντρα και μισοκλείνει τα μάτια του πονηρά λέγοντας: «Μάλλον θα φταίνε τα πρόβατα τούτη τη φορά. Πάνε για βουτιά όταν κάνει ζέστη και το μαλλί τους ρουφάει όλο το νερό». Και τότε το βλέμμα μας στρέφεται στα πρόβατα, κάτι αναμαλλιασμένους λόφους πάνω στο πράσινο, με τα μαύρα κεφαλάκια τους χαμένα στον τριχωτό σωρό και τα πόδια τους μαύρα κι αυτά να προεξέχουν. «Έλα, Παππού, δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Τα πρόβατα δεν κολυμπάνε», λέει η Μάιρα, και γελάει κι αυτή σε στιλ «δεν τα χάφτω εγώ αυτά τα σάπια». Και τότε ο Παππούς ρίχνει τη μεγάλη υπέροχη τάπα: «ΚΙ ΕΣΥ ΠΟΥ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ;» (τα κεφαλαία δικά μου). Εγώ σε αυτό το σημείο έχω προσκυνήσει και έχω ήδη περάσει πάρα πολύ καλά και μπορώ να φανταστώ τη φασαρία που μπορεί να προκληθεί σε μια φωναχτή ανάγνωση, ιδίως αν είναι πολλά τα παιδιά-ακροατές.
Είχα κάποτε έναν παππού πολύ ορεξάτο για πλάκες και πειράγματα, πανέτοιμο να ξεφουρνίσει απίθανες ιστορίες και να σε κοιτάξει λοξά με τα μάτια γεμάτα ειλικρινή απορία σε στιλ «Τι, δεν με πιστεύεις;» Και εδώ είναι το σημείο όπου πλέκεται η αμοιβαία συνωμοσία, η σύμβαση που βρίσκεται στη βάση κάθε καλλιτεχνικής απόλαυσης. Ότι δηλαδή το ξέρουμε στο βάθος ότι δεν είναι πραγματικά έτσι, ξέρουμε όμως επίσης ότι πρέπει να κάνουμε σαν να ήταν. Να αφεθούμε με εμπιστοσύνη στα φτερά του παραμυθιού, για να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Ιρλανδέζικα όλα, φυσικά, το πράσινο χορτάρι, και τα αρνιά, και ο παππούς και ο πέτρινος μαντρότοιχος. Ίσως αυτό να εννοείς κατά βάθος με το «δεν θα είχε νόημα αλλού»; Ναι, αυτό να λέγεται. Αν πάντως το βιβλίο ήταν μια μερίδα από κάτι, θα είχα ήδη πει στον σερβιτόρο να κάνει τρεις επαναλήψεις από το ίδιο – και βλέπουμε. Δεν το χορταίνω.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις ευ-πο / λυ-πο
from dimart https://ift.tt/1nLs2MA
via IFTTT