—της Χριστίνας Ντούση—
Θα τους τρώγανε τους προκρίτους. Ο Αλή το είπε του Χαϊρεντίν, εκείνος του Μεχμέτ, αυτός του Μουσά.
Το σούσουρο απλώθηκε στα καφενεία του χωριού.
Το χωριό ήταν μια χούφτα σπίτια στα ριζά του βουνού. Ελαιώνες από δίπλα, θάλασσα από κάτω. Πέτρα πάνω στην πέτρα.
Η Ιστορία είχε πέσει με φόρα πάνω του. Οι μισές οικογένειες Αρβανίτες, οι άλλες μισές Έλληνες. Ό,τι κάποτε έδενε την κοινότητα, τώρα την χώριζε.
Ο ελαιώνας.
Τα ζωντανά.
Ποιος θα τα κέρδιζε τελικά;
Οι Έλληνες στο πλευρό των Συμμάχων.
Οι Αρβανίτες στο πλευρό του Άξονα. Όχι φανερά, μα αποτελεσματικά.
Η φήμη έφτασε στ’ αυτιά του Ηλία.
Ο Ηλίας δεν ήξερε πότε ακριβώς είχε γεννηθεί.
Ήξερε ότι όταν φύτεψαν τον πλάτανο στην πλατεία περπατούσε ήδη κανένα χρόνο και αυτό τον έκανε γύρω στα ογδόντα.
Αν ήταν ακόμη τουρκοκρατία, θα ήταν αυτό που λέγανε καδής.
Το χωριό δεν ήξερε από κράτος. ‘Η μάλλον δεν ήξερε από κράτος του 20ού αιώνα. Είχε μείνει στον 19ο. Είχε τους δικούς του θεσμούς. Ένας από αυτούς ήταν ο Ηλίας.
Ο Ηλίας είχε έναν γιο, τον Γάκη. Αυτός του ’χε μείνει από μια μακριά σειρά παιδιών.
Είχε γυρίσει σώος από το μικρασιατικό και είχε ανοίξει έναν καφενέ. Πιο πολλά βερεσέδια παρά έσοδα. Παντρεύτηκε με το που γύρισε και αράδιασε τρία κουτσούβελα στη σειρά. Τρεις μήνες μετά τη γέννηση του τελευταίου η Γάκαινα έφυγε από τύφο. Όποια γυναίκα στο χωριό είχε βρέφος, θήλαζε και το στερνοκούνι.
Λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος αυτά. Ο Γάκης ήταν μεγάλος πια για να επιστρατευτεί. Αυτό το μέτωπο το γλύτωσε.
Όταν ήρθαν οι Ιταλοί πρώτα και οι Γερμανοί μετά, δεν άντεξε. Άφησε τα τρία παιδιά στον Ηλία και βγήκε στο βουνό.
Η φήμη βρήκε τον Ηλία με τα τρία πιτσιρίκια στο σπίτι. Μάνα, πατέρας, πάππος, όλα ένα.
Δεν έδωσε σημασία. Τα πρωινά πήγαινε στα χωράφια του, στο καφενείο, στα μαγαζιά. Τα παιδιά κυκλοφορούσαν ελεύθερα.
Κάτι του ψέλλισαν για προστασία. Έστριψε το μουστάκι του με περιφρόνηση.
Τελευταίος πήγε και τον βρήκε ο Νουρή, ο μπράτιμος. Μπήκε στο σπίτι σέρνοντας μαζί του το κρύο του Φλεβάρη και μιαν ορμήνεια. «Από την άλλη πλευρά με βάλαν τα πράγματα εμένα, είσαι αδελφός μου όμως. Πρόσεχε».
Γέλασε ο Ηλίας: «Πήγαινε σπίτι σου Νουρή, εγώ δεν κινδυνεύω».
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Όπλισε την καραμπίνα και κάθισε καραούλι. Ήξερε ότι ο Νουρή ήταν η τελευταία προειδοποίηση.
Από το χωριό δεν θα τον διώχναν. Ούτε από το σπίτι του. Ογδόντα χρόνια σε αυτή τη γη ήταν αρκετά. Ας πήγαινε αυτός από βόλι αρβανίτικο. Τα παιδιά τον έκαιγαν.
Για κάνα δυο μέρες κρατήθηκε. Δεν πήγε στα χωράφια, ούτε εμφανίστηκε στην αγορά. Τα βράδια μισοκοιμόταν με το όπλο δίπλα του.
Δεν έγινε τίποτα.
Την τρίτη νύχτα, ο Ηλίας στήθηκε σιμά στο παράθυρο. Είχε μια ησυχία παράξενη, εγκυμονούσα. Έμεινε για ώρα να παρατηρεί τον άδειο δρόμο μέσα από τις γρίλιες.
Τίποτα δεν θα γίνει, είπε μέσα του και πήγε να στρίψει, όταν άκουσε τη φωνή από απέναντι: «Βοήθεια, μας σκοτώνουν!» Πήρε την καραμπίνα κι άνοιξε διάπλατα το παραθύρι. Μέχρι να σημαδέψει, το βόλι τον είχε βρει στο στέρνο.
Μια μαξιλαροθήκη βρήκε πρόχειρη, απλώθηκε το αίμα σαν τριαντάφυλλο στο λευκό βαμβάκι. Με κόπο έσυρε πίσω απ’ την εξώπορτα ένα βαρύ μπαούλο, έπειτα το τραπέζι. Πήρε μια καρέκλα, πήρε και την καραμπίνα κι έμεινε να φυλάει, ακρίτας, μη μπει κανείς και πειράξει τα παιδιά. Απ’ το διπλανό δωμάτιο, ο Τάσος, ο μεγάλος εγγονός, είχε ακούσει τον πυροβολισμό. Είχε ακούσει και το σούρσιμο των επίπλων. Τώρα, άκουγε τον παππού να σιγοτραγουδά: «Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου, θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα…»
Τον έπνιξε η βοή των νερών τον μικρό. Είδε τον πάππο να κολυμπά, τον Αχέροντα να τον παρασέρνει.
Έκανε ν’ ανοίξει, αλλά θυμήθηκε την εντολή, «μην τύχει και ξεμυτίσετε από το δωμάτιο», και η εντολή του Ηλία ήταν νόμος.
Το πρωί τον βρήκαν παγωμένο στην ίδια θέση, να κρατά σφιχτά την καραμπίνα.
Ο Γάκης κατέβηκε με συνοδεία για την κηδεία. Στη μέση το ξόδι, πίσω εκείνος, ένα γύρω οι συντρόφοι του με τα ντουφέκια. Αγρύπνια δεν κάναν. Μετά το παραχώσιμο, τα παιδιά φορτώθηκαν σε ένα κάρο για τη Σίδερη, σε μια ξαδέλφη, κι ο Γάκης ξαναπήρε την ανηφόρα για το βουνό.
Πριν ανεβεί, πήγε στο ποτάμι. Στο χέρι κρατούσε τη μαξιλαροθήκη. Το αίμα είχε σκουρύνει, σχεδόν καφετί πια. Μπήκε μέχρι τη μέση στο νερό που άφριζε και γόηξε μαζί του. Άφησε τον αφρό να παρασύρει το πανί στην άλλη μεριά. Κοιτάζοντας το να κυλά, να βαραίνει και να βουλιάζει, έπιασε το ίδιο τραγούδι με τον πατέρα του. Το νερό βροντούσε μαζί με τη φωνή του: «θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα, ελάτε να σκορπήσουμε, μπουλούκια να γενούμε…»
Ηλία είπε ο Τάσος τον γιό του χρόνια μετά.
* * *
Το χωριό που οι δυο πλευρές διεκδίκησαν με τόση μανία, έπεσε ολόκληρο την δεκαετία του ’50 από σεισμό. Οι Αρβανίτες στο μεταξύ είχαν φύγει για την Αλβανία, τα σπίτια και τα χωράφια τους δόθηκαν σε άκληρους.
Παλιοί και νέοι κάτοικοι κατεβήκαν στα πεδινά, κοντά στη θάλασσα.
Σε ένα τέτοιο περιβόλι θαλασσινό, τριάντα χρόνια μετά την κάθοδο, ένα απομεσήμερο καλοκαιρινό, βρήκαν τον Τάσο να σκαλίζει. Σήκωσε το κεφάλι και είδε δυο άνδρες. Τον χαιρέτησαν στ’ αρβανίτικα: «Μιρουπάφσιμ».
«Σας ξέρω;»
«Εμάς όχι, αλλά ίσως ήξερες τον παππού μας».
Έβγαλε ο ένας από την τσέπη του μια ταμπακέρα ασημένια.
«Τον παππού μας, τον Νουρή».
Ο Τάσος άφησε την τσάπα να πέσει στο χώμα. Ξανάγινε οκτώ χρονών. Κρυμμένος πίσω από τη σερβάντα έβλεπε τον πατέρα του να αγκαλιάζει τον Νουρή.
«Φύγε, θα σας φάνε».
Ο πόλεμος είχε τελειώσει, η πλάστιγγα είχε γείρει στη μεριά των Συμμάχων, οι Έλληνες έδιωχναν τους Αλβανοτσάμηδες. Ο Νουρή κρυβόταν, είχε γυρίσει να πάρει ό,τι μπορούσε από το βιός του πριν φύγει για την Αλβανία. Το είχε βρει όλο καμένο.
«Φύγε, δεν θα μ’ ακούσουν», επανέλαβε ο Γάκης. Του ’δωσε δυο κουβέρτες. Τις τελευταίες χρυσές του λίρες. Έβγαλε από την τσέπη του μια ταμπακέρα με καπνό. «Πάρε, θα σου χρειαστεί για το δρόμο».
Ο Νουρή την κοίταξε. Μέχρι τότε δεν είχε κλάψει. Ούτε όταν βρήκε το σπίτι του δυο τοίχους μαυρισμένους. Ούτε όταν βρήκε τις ελιές του κούτσουρα. Έκλαψε κοιτώντας την ταμπακέρα του Ηλία. «Πάρ’ την», επέμεινε ο Γάκης, «σαν αδελφό σε είχε».
Ο Τάσος άπλωσε το χέρι τρεμάμενο και την άνοιξε. Στο ασήμι διάβασε τι είχε σκαλίσει ο πατέρας του μετά το φονικό.
Έπιασε να τραγουδά, μαζί του και οι εγγονοί του Νουρή, το θολό ποτάμι, διαβάζοντας τους στίχους στο καπάκι της ταμπακέρας.
Θα ορκιζόταν αργότερα στη γυναίκα του, ότι για μια στιγμή, στο περιβόλι, άκουσε να αντηχεί η βοή του νερού, ίδια με τότε.
* * *
Εδώ άλλες ιστορίες
from dimart https://ift.tt/Aa1WKuz
via IFTTT